Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία Α΄ Γυμνασίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία Α΄ Γυμνασίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού

Παρουσίαση μαθήτριας


Η συνάντηση του Βάνκα και του Κωνσταντή

Ένα πρωί το αφεντικό του Βάνκα τον έστειλε να αγοράσει υλικά για το τσαγκαράδικο. Ο Κωνσταντής όπως κάθε μέρα  ζητιάνευε στο δρόμο καθισμένος σε ένα παγκάκι κρατώντας ένα ποτήρι για τα χρήματα που θα μάζευε. Καθώς ο Βάνκας έτρεχε να προλάβει μην κλείσει το μαγαζί ανοιχτό έγινε η συνάντηση.
Κωνσταντής: Ε! Πρόσεχε λίγο έτσι όπως τρέχεις μου έριξες κάτω  τα χρήματα!
Βάνκας: Συγγνώμη πρέπει να προλάβω μην κλείσει ένα μαγαζί Γιατί αν κλείσει χάθηκα!
Κωνσταντής: Περίμενε λίγο! Κάθισε μαζί μου να μου κάνεις παρέα !Όλη την ημέρα είμαι μόνος μου!
Βάνκας: Σε καταλαβαίνω κι εγώ όλη την ημέρα είμαι κλεισμένος στο τσαγκαράδικο του αφεντικού μου χωρίς κανένα φίλο. Πώς σε λένε;
Κωνσταντής: Με λένε  Κωνσταντή  .Εσένα;
Βάνκας: Βάνκα
Κωνσταντής: Γιατί είσαι μόνος σου  Βάνκα;
Βάνκας: Οι γονείς μου έχουν πεθάνει και δουλεύω σε ένα  τσαγκαράδικο, για να μπορέσω να ζήσω. Αν και το αφεντικό μου μού δίνει  ελάχιστο φαγητό. Και τώρα αν αργήσω και δεν προλάβω το μαγαζί πάλι θα μείνω νηστικός το βράδυ!
Κωνσταντής: Δεν έκανες καμία προσπάθεια να βρεις τους άλλους συγγενείς  σου; 

Βάνκας: Έστειλα ένα γράμμα στον παππού μου στο χωριό αλλά μάταια! Κανείς  δεν ενδιαφέρεται για εμένα! Εσύ, γιατί είσαι μόνος σου μες στο δρόμο και ζητιανεύεις;
Κωνσταντής: Οι γονείς μου είναι στην Αλβανία. Τους έχουν διώξει από εδώ. Όταν έφυγαν κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για εμένα και από εκείνη τη μέρα ζητάω έλεος από τους ανθρώπους χωρίς καμία ανταπόκριση. Μόνο η κυρία Δέσποινα  μου έδωσε λίγο φαγητό και κάποια ρούχα. Αλλά μια μέρα με έδιωξε από το σπίτι! Εγώ φταίω όμως δεν έπρεπε να δανειστώ λεφτά χωρίς να τη ρωτήσω! Μόλις με είδε  να τα παίρνω με πέταξε έξω από το σπίτι !
Βάνκας: Και εγώ έχω  υποστεί τις ίδιες δυσκολίες στη ζωή μου! Όλες οι αναμνήσεις μου είναι γεμάτες βία και πόνο!
Κωνσταντής: Μπορούμε να γίνουμε φίλοι και να συναντιόμαστε εδώ κάθε μέρα  Έτσι ώστε να μην νιώθουμε μοναξιά!
Βάνκας: Συμφωνώ! Θα συνεχίσουμε τις προσπάθειες να σωθούμε και όταν κάποιος τα καταφέρει θα έρθει να βοηθήσει και τον άλλο! Τώρα θα πρέπει να φύγω πριν θυμώσει  το αφεντικό μου! Γ εια σου Κωνσταντή!
Κωνσταντής: Γεια σου Βάνκα θα τα ξαναπούμε!

                                                                                                         Ιωάννα Χ.  Α΄5


Κάποια στιγμή ο Αλιάχιν πήρε την απόφαση να διώξει τον Βάνκα από το τσαγκαράδικο. Ρούχα δεν του έδωσε, ούτε και τον τάισε πριν φύγει. Ο Βάνκας τριγυρνούσε ξυπόλητος στο χιόνι, προσπαθώντας να βρει κάποιον περαστικό, για να τον ρωτήσει μήπως γνώριζε που βρισκόταν το χωριό του. Ο τόπος έρημος, δεν πατούσε ψυχή. Ομίχλη παντού. Μέσα σε αυτήν κατάφερε να διακρίνει μια σκιά. Πλησίασε προς το μέρος της σκιάς για να αντικρίσει το άτομο που ίσως τον βοηθούσε να φτάσει στο χωριό του. Έφτασε πιο κοντά και διέκρινε όλα τα χαρακτηριστικά του! Δεν μπορούσε να ήταν αλήθεια! Θα έπρεπε να έβλεπε όνειρο! Έτριψε τα μάτια του, μα δεν άλλαξε κάτι. Ο ξάδερφός του ζούσε στην Αλβανία, όμως είχε γίνει θαύμα! Ο Βάνκας αγκάλιασε τον Κωσταντή. Μια ξεχασμένη μυρωδιά τον τριγύριζε.
-Βάνκας: Μυρίζεις ό,τι μυρίζω και εγώ;  
-Κων/ντής: Ναι όμως μην ανησυχείς. Αυτή η οσμή       προέρχεται από τα μαλλιά μου.
-Βάνκας: Και πώς μυρίζουν τόσο ωραία; 

-Κων/ντής: Μεγάλη ιστορία! Μια μέρα, καθώς μετρούσα την είσπραξη της ημέρας, μια ηλικιωμένη κυρία, μου άνοιξε πρόθυμα την πόρτα του σπιτιού της,  ώστε να προφυλαχτώ από την βροχή. Με τάισε με όλα τα καλούδια και αφού μπανιαρίστηκα έπεσα για ύπνο. Τι πολυτέλειες διαθέτουν μερικοί άνθρωποι! Αφού έμεινα τρεις-τέσσερις μέρες στο παλατάκι της κυρίας Δέσποινας μου πρότεινε να με αναλάβει η οικογένεια του φίλου του Αντωνάκη, του εγγονού της, που ζει στη Μόσχα. Έτσι λοιπόν μου έδωσε ένα εισιτήριο, ώστε να φτάσω εδώ και ήρθα.
-Βάνκας: Με τι ταξίδεψες;
-Κων/ντής: Με αεροπλάνο. Πρώτη φορά ταξίδεψα με αυτό.
Ακολούθησε ένα λεπτό ησυχίας και έπειτα η συζήτηση ξανάρχισε.
Κων/ντής: Θα μου κάνεις μια χάρη;
-Βάνκας: Ναι.
Κων/ντής: Θα έρθεις να μείνεις μαζί μου στο καινούριο σπίτι; Μου έχεις λείψει τόσο.
Το χαμόγελο του Βάνκα σβήστηκε.
-Βάνκας: Η αλήθεια είναι πως η Μόσχα δεν συγκρίνεται με το χωριό. Έχει πολλές πολυτέλειες αλλά εγώ προτιμώ την απλότητα του χωριού και την φροντίδα του παππού.
Ο Κων/ντής νευρίασε. Επί ένα τέταρτο κοιταζόντουσαν. Δεν ξαναμίλησαν. Μόνο αγκαλιάστηκαν. Ο Βάνκας αποχαιρέτησε τον Κων/ντή ξέροντας πως το αντίο αυτό θα ήταν οριστικό. Ο καθένας πήρε τον δρόμο του. Και από τότε δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά.
                                                                                                    Έλενα Παππά        Α΄5

Ένα διαφορετικό τέλος για τον Βάνκα...

    Γρήγορα-γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί, για να περάσει το πολύτιμό του μήνυμα από τη χαραμάδα. Μαζί του πήρε και ένα γράμμα του Αλιάχιν. Το γράμμα αυτό προοριζόταν για κάποιον συγγενή του. Ο Βάνκας, παρόλη την περιέργειά του, δεν το άνοιξε. Καθώς έτρεχε προς το κουτί, προσπαθούσε να φορέσει ένα λεπτό ζακετάκι, διότι έκανε κρύο, τσουχτερό κρύο. Όμως ήταν ακατόρθωτο να φορέσει το ζακετάκι κρατώντας δύο γράμματα στο ένα του χέρι. Ξαφνικά το γράμμα του Αλιάχιν γλιστρά από το χεράκι του εννιάχρονου παιδιού και προσγειώνεται σε μια λακκούβα γεμάτη λάσπη. Ο Βάνκας σάστισε!

    Τι να κάνει δεν ήξερε! Δίχως σκέψη βούτηξε την παλάμη του στη λακκούβα, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να βρει μια δικαιολογία η οποία θα τον έσωζε από τα χτυπήματα του αφεντικού του. Ο Βάνκας απελπισμένος έπιασε το μουσκεμένο γράμμα και το έβαλε στην τσέπη του. Έριξε το μήνυμα που πίστευε πως ήταν η μοναδική του ελπίδα σωτηρίας και τρέχοντας έφτασε στην εξώπορτα του τσαγκαράδικου. Ο Βάνκας μπήκε μέσα και έκανε τον ανήξερο. Ο Αλιάχιν τον ρώτησε αν έστειλε το γράμμα. Απάντηση δεν πήρε. Το ύφος του έγινε ακόμα πιο σοβαρό και αυστηρό. Ο Βάνκας αποφάσισε να του πει την αλήθεια. Εξοργισμένος ο Αλιάχιν τον άφησε  ηστικό για τρείς ολόκληρες μέρες. Ο Βάνκας δεν άντεξε. Το φαγητό το έβλεπε μόνο στα όνειρα του και βλέποντας ένα από αυτά ....... άφησε και την στερνή του την πνοή. 

                                                                                                          Έλενα Παππά Α΄5
    

Μόλις ο Βάνκας πέταξε το γράμμα μέσα στο κουτί, θυμήθηκε ότι κάτι είχε ξεχάσει να γράψει. Ο Βάνκας πλησίασε τον Κύριο Σέρχιο Αραούχο, ο οποίος είχε τα κλειδιά για το κουτί και τον παρακάλεσε να το ανοίξει για να διορθώσει το γράμμα. Μόλις ο Κύριος Σέρχιο ανοίγει το κουτί, είδαν πως δεν υπήρχε κανένα γράμμα και έτσι απόρησαν. Μια κυρία που καθόταν στην στάση του λεωφορείου, η οποία ήταν απέναντι από το γραμματοκιβώτιο τούς είπε πως μόλις ο Βάνκας πήγε να ζητήσει τα κλειδιά, ένα φορτηγό μάζεψε όλα τα γράμματα για να τα δώσει στους παραλήπτες.

    Ο Βάνκας προσπάθησε να τρέξει όσο πιο γρήγορα γινόταν, για να προλάβει το φορτηγό αλλά ήταν εξαντλημένος από τη συνεχή δουλειά. Ο Βάνκας πίστεψε πως όλες οι  ελπίδες του χάθηκαν και θα ήταν αναγκασμένος να ζει στη Μόσχα μέχρι να πεθάνει αλλά ο άνθρωπος που οδηγούσε το φορτηγό γνώριζε τον κύριο Κωνσταντή Μακάριτς και πήγε ως το χωριό που ζούσε για να του παραδώσει το γράμμα. Την άλλη μέρα ο παππούς εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά στον Βανκα την ώρα που εργαζόταν και τον πήρε στο χωριό.
                                                                            Εντι Σαντσες (Α5)

Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2016

Τα ξεχασμένα παλιά παιχνίδια...

Σήμερα οι μαθητές κι οι μαθήτριες του Α΄5 με αφορμή διαθεματική εργασία στη λογοτεχνία με γύρισαν πολλά χρόνια πίσω, τότε που στη γειτονιά, στο σχολείο και στις εκδρομές παίζαμε κλέφτες κι αστυνόμους, αγάλματα, μήλα, κουτσό...







Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2016

Το σχολείο του χθες και του σήμερα...

Σήμερα οι μαθητές κι οι μαθήτριες του Α5 παρουσίασαν τις εργασίες τους με θέμα "το σχολείο του χθες και του σήμερα" στο πλαίσιο του μαθήματος της νεοελληνικής λογοτεχνίας και συγκεκριμένα του αποσπάσματος "Νέα Παιδαγωγική" του Ν. Καζαντζάκη. Μπορείτε να τις δείτε κάνοντας κλικ στις εικόνες. Η πρώτη εργασία είναι βιντεάκι, καθώς οι μαθητές έβαλαν και μουσική! Μπράβο παιδιά!



 http://www.slideshare.net/mariamichali/ss-69110967 

 http://www.slideshare.net/mariamichali/ss-69106846

 http://www.slideshare.net/mariamichali/ss-69109890



Πέμπτη 10 Νοεμβρίου 2016

Το σχολείο στον καιρό του παππού και της γιαγιάς...

Συνέντευξη από τη γιαγιά μου για τα μαθητικά της χρόνια και το σχολείο της....
- Γιαγιά θα ήθελα να σου κάνω κάποιες ερωτήσεις σχετικές με το σχολείο, όταν ήσουν εσύ μαθήτρια...
-Πώς ήταν το κτήριο και το προαύλιο;
-Το σχολείο ήταν ορθογώνιο και η σκεπή είχε κεραμίδια. Δεν υπήρχαν όροφοι, όπως σήμερα. Οι αίθουσες ήταν μεγάλες γιατί κάθε τμήμα είχε πολλά παιδιά. Το προαύλιο ήταν στρωμένο με χώμα. Το αγαπημένο παιχνίδι που έπαιζα στο διάλειμμα ήταν το κουτσό.
-Πώς ήταν τα θρανία κι ο πίνακας;
-Τα θρανία ήταν ξύλινα. Το θρανίο με την καρέκλα ήτα κολλημένα κι έμοιαζε με παγκάκι. Ήταν μεγάλα, γιατί θυμάμαι ότι καθόμουν μαζί με άλλες δύο συμμαθήτριές μου. Μια φορά ξεχάστηκα να σηκωθώ όρθια, για να πω το μάθημα κι ο δάσκαλος με έβαλε τιμωρία. Κάθε μέρα κουβαλούσαμε κι ένα ξύλο για τη σόμπα της τάξης. Ο πίνακας ήταν μαύρος και γράφαμε με κιμωλία.
-Θυμάσαι πώς ήταν ο δάσκαλός σου;
-Ο δάσκαλος ήταν πολύ αυστηρός. Χρησιμοποιούσε τη Βέργα για να μας τιμωρήσει.
-Τι φορούσες στο σχολείο;
-Ήμουν υποχρεωμένη να φοράω μαθητική ποδιά. Ήταν μπλε. Των κοριτσιών ήταν σαν ρόμπα που έκλεινε με κουμπιά. Στη μέση είχε μια ζώνη. Είχε δαντελένιο γιακά. Στα μαλλιά μου φορούσα άσπρη κορδέλα.
-Τα τετράδιά σου πώς ήταν;
-Τα τετράδιά μου δεν είχαν πολύχρωμες ζωγραφιές. Τα κρατούσα ατσαλάκωτα, γιατί όπως έλεγε ο δάσκαλος «το τετράδιο είναι ο καθρέφτης του μαθητή»
-Τι φορούσαν οι δάσκαλοι και τι οι δασκάλες;
-Ήταν καλοντυμένοι, Οι άντρες φορούσαν κοστούμι κι οι γυναίκες ταγέρ με μακριές φούστες.
-Πώς ήταν η συμπεριφορά των παιδιών προς τους δασκάλους;
-Τα παιδιά φοβούνταν τους δασκάλους και τους συμπεριφέρονταν με σεβασμό. Υπήρχε πάντα μια απόσταση στην επικοινωνία μεταξύ τους.
-Περνούσες ευχάριστα στο σχολείο και γιατί;
-Περνούσα ευχάριστα, γιατί αν δεν πήγαινα στο σχολείο θα έμενα σπίτι ή θα δούλευα. Εκεί έπαιζα, τραγουδούσα και μάθαινα καινούρια πράγματα που δεν μπορούσα να τα μάθω πουθενά αλλού.

                                                                                                                         Ιωάννα Χρ. Α 5

Ο παππούς μου θυμάται την πρώτη μέρα στο σχολείο...
Το προηγούμενο Σάββατο επισκέφτηκα, μαζί με την οικογένεια μου, την γιαγιά μου και τον παππού μου. Ο παππούς μού λέει αμέτρητες ιστορίες από το παρελθόν του και έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία μα μάθω για την πρώτη του μέρα στο σχολείο. Μου την περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια. Άρχισε το σχολείο το 1946 και το τελείωσε το 1952. Αλλά ας πάρω τα πράγματα από την αρχή. Ο παππούς μου ξύπνησε ενθουσιασμένος και γεμάτος αγωνιά μιας και δεν είχε ξανάπαει στο σχολείο αλλά ταυτόχρονα ένιωσε και ένα έντονο χτύπο στην καρδιά για το τι θα συναντήσει .Αργότερα έφαγε και ντύθηκε με πρόχειρα ρούχα εφόσον τότε δεν υπήρχαν ποδιές. Επίσης, στην εποχή του υπήρχε φτώχεια και δεν υπήρχαν χρήματα για να ντυθείς επίσημα. Έπειτα χαιρέτησε τους γονείς του και κίνησε για το σχολείο .Όμως η μητέρα του τον τράβηξε από το χέρι και του είπε να είναι  καλός μαθητής και του ευχήθηκε καλή πρόοδο. Έπειτα τον άφησε να φύγει. Στην συνέχεια κράτησε τον μεγαλύτερο αδερφό του από το χέρι και πήγε στο σχολείο που βρισκόταν στην άλλη άκρη του χωριού. Ο παππούς μου κατοικούσε σε ένα χωριό στον νόμο Βοιωτίας ,το οποίο ήταν σχετικά μικρό και ο χρόνος που έκανε για να πάει από την μια άκρη του χωριού στην άλλη ήταν πέντε λεπτά περίπου .Μόλις έφτασε στο σχολείο έκανε από το πρώτο λεπτό κιόλας φίλους. Όπως είπα και πριν το χωριό ήταν μικρό και όλα τα παιδιά ήξεραν κάποιους. Ο παππούς μου όταν αντίκρισε την δασκάλα του την κ. Αλεξάνδρα (μου έκανε εντύπωση πως θυμόταν το όνομα της δασκάλας του) του φάνηκε συμπαθητική, αγαπητή και μου εξήγησε πως έδινε θάρρος στα παιδία για το τι θα συναντήσουν .Η δασκάλα αυτή από την πρώτη μέρα τους ξενάγησε στον μοναδικό χώρο του σχολείου. Υπήρχε μια πολύ μεγάλη αίθουσα στην οποία υπήρχε

ένας πίνακας και μια έδρα .Πάνω στην έδρα της δασκάλας υπήρχε μια βέργα η οποία τράβηξε όλα τα βλέμματα των παιδιών. Όλοι οι μαθητές φοβήθηκαν και η κυρία τους καθησύχασε λέγοντας τους πως θα τη χρησιμοποιεί σπάνια. 
Στα θρανία κάθονταν 6-6 μαθητές και το σχολείο ήταν μονοθέσιο. Επίσης υπήρχε μια αυλή στην οποία τα παιδιά έκαναν διάλειμμα μόνο μια φορά την μέρα. Γύρω από το σχολείο δεν υπήρχαν κάγκελα και έτσι τα παιδιά την ώρα του διαλείμματος μπορούσαν να πάνε και να φάνε  στα σπίτια τους το κολατσιό τους .Αφού το τελείωναν γυρνούσαν στο σχολείο και άρχιζαν το μάθημα .Μέσα στην αίθουσα υπήρχαν 70 παιδιά. Κάτι ακόμα είναι πως έκαναν μάθημα όλες τις μέρες εκτός από τη Κυριακή. Κάθε πρωί άρχιζαν το σχολείο στις 08.00 και τελείωναν το μάθημα στις 12.30 περίπου ενώ το απόγευμα πήγαιναν στο σχολείο από τις 03.00 και τελείωναν το μάθημα στις 06.00. Τις Τετάρτες και τα Σάββατα δεν έκαναν μάθημα τα απογεύματα. 
Τέλος, ο παππούς μου έπαιρνε πάντα μια τσάντα η οποία είχε ραφτεί στον αργαλειό από την μητέρα του. Μέσα σε αυτήν την τσάντα υπήρχε ένα κονδύλι και μια μαύρη πλάκα .Το κονδύλι ήταν ένα αντικείμενο σαν μολύβι το οποίο έγραφε μόνο πάνω στην μαύρη πλάκα. Η μαύρη πλάκα είχε δυο πλευρές .Από την μια πλευρά η επιφάνεια της ήταν όλη μαύρη και από την άλλη υπήρχαν τετραγωνάκια σαν αυτά που υπάρχουν και σήμερα στα τετράδια αριθμητικής.
                                                                                                  Έλενα Παππά 
                                                                                                            Α’5
   
Ας πάμε λοιπόν λίγο πίσω στο χρόνο. Χρονολογία 1943-44. Πόλεμος στην Ελλάδα. Κατοχή. Παρόλα αυτά ένα μικρό κορίτσι με μπλε ποδιά, όπως όλα τα άλλα, πηγαίνει τα πρωινά σχολείο.
   Ένα μικρό κορίτσι με ξανθά και σγουρά μαλλιά και μπλέ ματάκια αναπολεί εκείνες τις μέρες μετά από 73 χρόνια. Αυτό το μικρό, τότε κορίτσι αποφάσισε να μου διηγηθεί τα παιδικά του χρόνια ως μαθήτρια. Έγινε γυναίκα, μητέρα και γιαγιά όταν αποφάσισε να πει στην εγγονή της πως περνούσε τότε.
  Άρχισε να εξιστορεί αυτά που ήθελε να πει λέγοντας << Τα χρόνια μου ήταν δύσκολα , με φτώχεια και πείνα. Για εμένα μόνο μια χαρά υπήρχε τότε, το σχολείο>>. Συνέχισα να την ρωτάω πως ήταν τότε οι δάσκαλοι και πως φέρονταν στους μαθητές τους. Μετά από μια μικρή παύση, για να σκεφτεί, άρχισε λέγοντας ότι οι δάσκαλοι ήταν καλοί άνθρωποι και πάνω από όλα ευγενικοί και καθόλου βάναυσοι. Όμως συνέχισε λέγοντας ότι η χαρά της δεν κράτησε για πολύ. Ο θείος της, αδερφός, του πατέρα της, επειδή ήταν φτωχοί άνθρωποι, τους υποχρέωσε να σταματήσουν την κόρη τους από το σχολείο και να την άρει στο εργοστάσιο ως λογίστρια. Η γιαγιά μου μικρή τότε, δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση. Έτσι πήγε να δουλέψει σταματώντας το σχολείο. 
    Μέρα με τη μέρα η γιαγιά μου κουραζόταν όλο και πιο πολύ ως παιδί. Ώσπου, ξαφνικά ο θείος της έπαθε ανακοπή καρδιάς. Το εργοστάσιο φαλίρισε και αγοράστηκε από άλλον. Η γιαγιά μου μετακόμισε στον συνοικισμό των Μικρασιατών στο Ρέντη, εκεί γνώρισε τον παππού μου και συνέχισε τη ζωή της.
    Μετά από αυτή τη διήγηση συγκλονίστηκα! Πόσα άραγε, σκέφτηκα έχουν τα παιδιά σήμερα; Πόσες ευκολίες, σχολεία, φροντιστήρια, ρούχα, βιβλία και όμως η μάθηση για αυτά δεν είναι τόσο σημαντική. Με πόση λαχτάρα τα τότε παιδιά ήθελαν να πάνε σχολείο... Ενώ τώρα προσπαθούν να απαλλαγούν ακόμα και από ένα λεπτό μαθήματος.
    Εύχομαι να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας πόσο σημαντική είναι η γνώση στον άνθρωπο και πόσο ωραίο είναι που έχουμε τη δυνατότητα να πάμε σχολείο και να λάβουμε αυτή τη γνώση.
                                                                                                 Έφη Τσ. Α΄5

-         Παππού, μπορείς να μου περιγράψεις μια μέρα στο σχολείο σου;
-     Φυσικά, παιδί μου. Πρώτα απ’όλα το σχολείο άρχιζε στις 8:00π.μ και γι’αυτό έπρεπενα φεύγω από το σπίτι δεκαπέντε λεπτά νωρίτερα, διότι ήταν 1,5 χιλιόμετρο μακριά από το σχολείο. Όταν χτύπαγε το κουδούνι ο Γυμνασιάρχης φώναζε έναν μαθητή να πει την προσευχή. Όταν τέλειωνε, ανέβαινε μία μία τάξη και δεν έπρεπε να αργήσεις, γιατί έτσι και ερχόσουν μετά τον καθηγητή έτρωγες τιμωρία. 
-        
Τιμωρούσαν και πώς;
   Βεβαίως τιμωρούσαν, με γραπτές ή σωματικές τιμωρίες. Για παράδειγμα αν έκανα αταξία μου έλεγε ο καθηγητής να γράψω εκατό φορές «θα είμαι άλλη φορά φρόνιμος» ή μου έδινε μία με τη βίτσα. 
 Μπορείς να μου περιγράψεις ένα περιστατικό;
   Ναι, για άσε με λίγο να σκεφτώ, γιατί έγιναν πολλά.....Α, θυμήθηκα!!! Μία μέρα το πρωί είχαμε πιάσει έναν κοκκινολαίμη. Την επόμενη μέρα πήγαμε στο σχολείο, βάλαμε τον κοκκινολαίμη στο συρτάρι του καθηγητή και μόλις ανέβηκε και το άνοιξε, πετάχτηκε στον αέρα. Επειδή αυτός ο καθηγητής ήταν πολύ δειλός και τον τρομάξαμε έβαλε τετραήμερη αποβολή σε όλη την τάξη. 
-         Ευχαριστώ πολύ παππού για το χρόνο σου. 
-        Να ξέρεις παιδί μου ότι οι παλιές ιστορίες με γυρίζουν χρόνια πίσω και με  κάνουν να νιώθω και πάλι νέος.


                                                                                     Γιώργος Σ.

Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2016

Η ακροστιχίδα...του Καζαντζάκη

Λίγα λόγια για τον Καζαντζάκη μέσα από μια ακροστιχίδα...

Κρητικός στην καταγωγή
Αυτοβιογραφικά ήταν κάποια έργα του
Ζορμπάς ονομαζόταν ένας από τους ήρωες του
Ασκητική ένα από τα έργα του
Νίκος το όνομα του
Ταξιδιωτικά πολλά από τα έργα του
Ζωγράφος & συμπατριώτης του ήταν ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος
Αναφορά στον Γκρέκο ένα ακόμη έργο του
Καπετάν Μιχάλης ένα από τα έργα του
Ηράκλειο ο τόπος που γεννήθηκε
Συγγραφέας πολυγραφότατος

                                                                                         Έλενα Π.
                                                                                          Τμήμα   Α΄5


Κρητικός  στην   καταγωγή
Αυτοβιογραφικά  κείμενα  έγραψε
Ζορμπάς  ήρωας από το μυθιστόρημα  Βίος και πολιτεία
Αιτία  θανάτου η λευχαιμία
Νομικής Σχολής φοιτητής και δίπλωμα με άριστα
Ταξιδιωτικά  κείμενα  έγραψε
Ζ το τρίτο γράμμα του ονόματός του
Αναγνωρίζεται ως ο περισσότερο μεταφρασμένος  Έλληνας  λογοτέχνης
Καύκασος ήταν ένας από τους προορισμούς  που ταξίδεψε
Ήταν πρόεδρος της Εταιρίας  Ελλήνων Λογοτεχνών
Συγγραφέας 


                                                                                                                Ιωάννα  Χ  Α5        
            

Τετάρτη 12 Οκτωβρίου 2016

Αγαπητό μου ημερολόγιο....

 Ο παππούς, ο Μίσα κι οι γονείς του γράφουν στο ημερολόγιό τους...                                                                     

                                               Ρωσία,  12   Δεκεμβρίου  1890
Αγαπητό  μου  ημερολόγιο, 
Αμάν  πια αυτός ο πεθερός  μου! Όλη  την ώρα  καταστρέφει πράγματα!Όλα  τα χαλάει! Σήμερα που του έδωσα  να φάει στο πήλινο  πιάτο  το έσπασε! Είναι πολύ  απρόσεκτος.Για να καταλάβει το λάθος του του έδωσα να φάει  στην ξύλινη γαβάθα.Για να μην το ξανακάνει...                                                                                              
                                                 Ρωσία,   13 Δεκεμβρίου  1890      
Αγαπητό  μου ημερολόγιο,                                   
 Δεν έχω ξανανιώσει  τόση  ντροπή  και λύπη  για τις πράξεις μου! Όταν είδα τον Μίσα να φτιάχνει  μια ξύλινη  γαβάθα για εμένα  και τον μπαμπά  του, για να μας  ταΐζει όταν  μεγαλώσουμε  ντράπηκα  τόσο  πολύ  που  δάκρυσα! Υπόσχομαι  στον εαυτό  μου ότι  δε θα ξαναπροσβάλλω τον παππού  και ότι  από εδώ και εμπρός  θα κάθεται  μαζί  μας στο τραπέζι!                                              Ιωάννα  Χ 



                                                                                                                                                           19 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1896

Αγαπητό μου ημερολόγιο,

Σήμερα είχα μια δύσκολη μέρα! Στη  δουλειά έπρεπε να μεταφέρω διάφορους φακέλους από το ένα γραφείο στο άλλο, να τυπώσω φωτοτυπίες και γενικά να κάνω ένα σωρό δουλειές. Για να μην τα πολυλογώ γύρισα στο σπίτι και μαγείρεψα το αγαπημένο μου φαγητό. Πιστεύω πως μετά από μια κουραστική μέρα έπρεπε να επιβραβεύσω τον εαυτό μου. Ο γιος μου  γύρισε από το σχολείο και μονομιάς κάθισε στο τραπέζι. Καθίσαμε και αρχίσαμε να τρώμε. Όλοι πεινούσαμε! Και ο παππούς και το παιδί και εγώ. Μάλιστα με την τόση πείνα μας στραβοκαταπίναμε και ο παππούς έριξε κάτω το πιάτο. Νευρίασα τόσο πολύ και άρχισα να του φωνάζω και να του λέω πως δεν θα τρώει μαζί μας, πως θα τρώει σε γαβάθα και αλλά τέτοια. Εκείνη τη στιγμή, μετά τον τσακωμό μας έκατσα και σκέφτηκα πώς φέρθηκα. Ένιωσα τόση ντροπή που μίλησα με τέτοια ασέβεια στον παππού αλλά ταυτόχρονα ένιωσα να με κυριεύει το μίσος (επειδή ο παππούς έσπασε το πιάτο που μου έκανε η πεθερά μου δώρο). Δεν ξέρω τι να κάνω!
                                                           Τα λέμε σύντομα
                                                                Έλενα Π. Α΄5             
            


              
                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                    Ρωσια,Νοέμβριος 1867
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Σήμερα καθώς παρακολουθούσα την αντίδραση της μητέρας μου προς τον αγαπητό μου παππού  κατάλαβα πως δεν πρέπει να του φέρονται έτσι και αποφάσισα να τους δώσω ένα γερό μάθημα! Έτσι, από τώρα άρχισα την δουλειά πήρα ένα μεγάλο κούτσουρο που βρήκα στην μεγάλη αυλή του παππού και άρχισα να το σκαλίζω για να φτιάξω μια μεγάλη ξύλινη γαβάθα για αυτούς . Ουφ,κάτι κατάλαβα απο την αντίδρασή τους πως πήραν το μάθημά τους και πως θα αλλάξουν ριζικά την στάση τους προς τον αγαπημένο μου παππουλη!!!

                                                                    ΜΑΡΙΛΕΝΑ 41       

 Αγαπητό μου ημερολόγιο,

Σήμερα ήταν η καλύτερη μέρα της ζωής μου! Η νύφη μου επιτέλους με έβαλε να κάτσω στην ψάθινη καρέκλα και να ακουμπήσω το πήλινο πιάτο στο ξύλινο τραπέζι. Με περιποιήθηκε για πρώτη φορά και δεν μου φώναξε όταν έχυσα τη σούπα στο τραπεζομάντηλο. Λες και ήταν άλλος άνθρωπος. Τέλος πάντων ελπίζω να μείνει έτσι και να μη με ξαναδεί σαν αβοήθητο και άχρηστο γέρο.

Δικός σου,
Παππούς                (Γιώργος Σ)                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                                               
Ρωσία
11/10/1890
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Η μέρα ξεκίνησε όπως κάθε μέρα. Η μητέρα μου μάλωνε τον παππού γιατί τρέμουν τα χεριά του και του πέφτει το φαγητό. Σήμερα η μητέρα του έδωσε μια ξύλινη γαβάθα για να τρώει. Ως συνήθως ο παππούς δεν είπε τίποτα. Μετά βγήκα στην αυλή και άρχισα να σκαλίζω ένα από τα ξυλά που έχουμε για προσάναμμα.   Όταν με είδε ο πατέρας με ρώτησε τι έκανα του είπα ότι έφτιαχνα μια γαβάθα για να τους ταΐζω όταν γεράσουν.Τότε πήραν τον παππού στο τραπέζι μας από την γωνία που τον έβαζαν να τρώει και του έβαλαν μια πήλινη γαβάθα.       Πιστεύω ότι δεν θα τον ξαναμαλώσουν γιατί δεν μου άρεσε καθόλου να του φωνάζουν.

                                                                                                              Ευάνθης Ρ