Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού

Παρουσίαση μαθήτριας


Η συνάντηση του Βάνκα και του Κωνσταντή

Ένα πρωί το αφεντικό του Βάνκα τον έστειλε να αγοράσει υλικά για το τσαγκαράδικο. Ο Κωνσταντής όπως κάθε μέρα  ζητιάνευε στο δρόμο καθισμένος σε ένα παγκάκι κρατώντας ένα ποτήρι για τα χρήματα που θα μάζευε. Καθώς ο Βάνκας έτρεχε να προλάβει μην κλείσει το μαγαζί ανοιχτό έγινε η συνάντηση.
Κωνσταντής: Ε! Πρόσεχε λίγο έτσι όπως τρέχεις μου έριξες κάτω  τα χρήματα!
Βάνκας: Συγγνώμη πρέπει να προλάβω μην κλείσει ένα μαγαζί Γιατί αν κλείσει χάθηκα!
Κωνσταντής: Περίμενε λίγο! Κάθισε μαζί μου να μου κάνεις παρέα !Όλη την ημέρα είμαι μόνος μου!
Βάνκας: Σε καταλαβαίνω κι εγώ όλη την ημέρα είμαι κλεισμένος στο τσαγκαράδικο του αφεντικού μου χωρίς κανένα φίλο. Πώς σε λένε;
Κωνσταντής: Με λένε  Κωνσταντή  .Εσένα;
Βάνκας: Βάνκα
Κωνσταντής: Γιατί είσαι μόνος σου  Βάνκα;
Βάνκας: Οι γονείς μου έχουν πεθάνει και δουλεύω σε ένα  τσαγκαράδικο, για να μπορέσω να ζήσω. Αν και το αφεντικό μου μού δίνει  ελάχιστο φαγητό. Και τώρα αν αργήσω και δεν προλάβω το μαγαζί πάλι θα μείνω νηστικός το βράδυ!
Κωνσταντής: Δεν έκανες καμία προσπάθεια να βρεις τους άλλους συγγενείς  σου; 

Βάνκας: Έστειλα ένα γράμμα στον παππού μου στο χωριό αλλά μάταια! Κανείς  δεν ενδιαφέρεται για εμένα! Εσύ, γιατί είσαι μόνος σου μες στο δρόμο και ζητιανεύεις;
Κωνσταντής: Οι γονείς μου είναι στην Αλβανία. Τους έχουν διώξει από εδώ. Όταν έφυγαν κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για εμένα και από εκείνη τη μέρα ζητάω έλεος από τους ανθρώπους χωρίς καμία ανταπόκριση. Μόνο η κυρία Δέσποινα  μου έδωσε λίγο φαγητό και κάποια ρούχα. Αλλά μια μέρα με έδιωξε από το σπίτι! Εγώ φταίω όμως δεν έπρεπε να δανειστώ λεφτά χωρίς να τη ρωτήσω! Μόλις με είδε  να τα παίρνω με πέταξε έξω από το σπίτι !
Βάνκας: Και εγώ έχω  υποστεί τις ίδιες δυσκολίες στη ζωή μου! Όλες οι αναμνήσεις μου είναι γεμάτες βία και πόνο!
Κωνσταντής: Μπορούμε να γίνουμε φίλοι και να συναντιόμαστε εδώ κάθε μέρα  Έτσι ώστε να μην νιώθουμε μοναξιά!
Βάνκας: Συμφωνώ! Θα συνεχίσουμε τις προσπάθειες να σωθούμε και όταν κάποιος τα καταφέρει θα έρθει να βοηθήσει και τον άλλο! Τώρα θα πρέπει να φύγω πριν θυμώσει  το αφεντικό μου! Γ εια σου Κωνσταντή!
Κωνσταντής: Γεια σου Βάνκα θα τα ξαναπούμε!

                                                                                                         Ιωάννα Χ.  Α΄5


Κάποια στιγμή ο Αλιάχιν πήρε την απόφαση να διώξει τον Βάνκα από το τσαγκαράδικο. Ρούχα δεν του έδωσε, ούτε και τον τάισε πριν φύγει. Ο Βάνκας τριγυρνούσε ξυπόλητος στο χιόνι, προσπαθώντας να βρει κάποιον περαστικό, για να τον ρωτήσει μήπως γνώριζε που βρισκόταν το χωριό του. Ο τόπος έρημος, δεν πατούσε ψυχή. Ομίχλη παντού. Μέσα σε αυτήν κατάφερε να διακρίνει μια σκιά. Πλησίασε προς το μέρος της σκιάς για να αντικρίσει το άτομο που ίσως τον βοηθούσε να φτάσει στο χωριό του. Έφτασε πιο κοντά και διέκρινε όλα τα χαρακτηριστικά του! Δεν μπορούσε να ήταν αλήθεια! Θα έπρεπε να έβλεπε όνειρο! Έτριψε τα μάτια του, μα δεν άλλαξε κάτι. Ο ξάδερφός του ζούσε στην Αλβανία, όμως είχε γίνει θαύμα! Ο Βάνκας αγκάλιασε τον Κωσταντή. Μια ξεχασμένη μυρωδιά τον τριγύριζε.
-Βάνκας: Μυρίζεις ό,τι μυρίζω και εγώ;  
-Κων/ντής: Ναι όμως μην ανησυχείς. Αυτή η οσμή       προέρχεται από τα μαλλιά μου.
-Βάνκας: Και πώς μυρίζουν τόσο ωραία; 

-Κων/ντής: Μεγάλη ιστορία! Μια μέρα, καθώς μετρούσα την είσπραξη της ημέρας, μια ηλικιωμένη κυρία, μου άνοιξε πρόθυμα την πόρτα του σπιτιού της,  ώστε να προφυλαχτώ από την βροχή. Με τάισε με όλα τα καλούδια και αφού μπανιαρίστηκα έπεσα για ύπνο. Τι πολυτέλειες διαθέτουν μερικοί άνθρωποι! Αφού έμεινα τρεις-τέσσερις μέρες στο παλατάκι της κυρίας Δέσποινας μου πρότεινε να με αναλάβει η οικογένεια του φίλου του Αντωνάκη, του εγγονού της, που ζει στη Μόσχα. Έτσι λοιπόν μου έδωσε ένα εισιτήριο, ώστε να φτάσω εδώ και ήρθα.
-Βάνκας: Με τι ταξίδεψες;
-Κων/ντής: Με αεροπλάνο. Πρώτη φορά ταξίδεψα με αυτό.
Ακολούθησε ένα λεπτό ησυχίας και έπειτα η συζήτηση ξανάρχισε.
Κων/ντής: Θα μου κάνεις μια χάρη;
-Βάνκας: Ναι.
Κων/ντής: Θα έρθεις να μείνεις μαζί μου στο καινούριο σπίτι; Μου έχεις λείψει τόσο.
Το χαμόγελο του Βάνκα σβήστηκε.
-Βάνκας: Η αλήθεια είναι πως η Μόσχα δεν συγκρίνεται με το χωριό. Έχει πολλές πολυτέλειες αλλά εγώ προτιμώ την απλότητα του χωριού και την φροντίδα του παππού.
Ο Κων/ντής νευρίασε. Επί ένα τέταρτο κοιταζόντουσαν. Δεν ξαναμίλησαν. Μόνο αγκαλιάστηκαν. Ο Βάνκας αποχαιρέτησε τον Κων/ντή ξέροντας πως το αντίο αυτό θα ήταν οριστικό. Ο καθένας πήρε τον δρόμο του. Και από τότε δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά.
                                                                                                    Έλενα Παππά        Α΄5

Ένα διαφορετικό τέλος για τον Βάνκα...

    Γρήγορα-γρήγορα ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί, για να περάσει το πολύτιμό του μήνυμα από τη χαραμάδα. Μαζί του πήρε και ένα γράμμα του Αλιάχιν. Το γράμμα αυτό προοριζόταν για κάποιον συγγενή του. Ο Βάνκας, παρόλη την περιέργειά του, δεν το άνοιξε. Καθώς έτρεχε προς το κουτί, προσπαθούσε να φορέσει ένα λεπτό ζακετάκι, διότι έκανε κρύο, τσουχτερό κρύο. Όμως ήταν ακατόρθωτο να φορέσει το ζακετάκι κρατώντας δύο γράμματα στο ένα του χέρι. Ξαφνικά το γράμμα του Αλιάχιν γλιστρά από το χεράκι του εννιάχρονου παιδιού και προσγειώνεται σε μια λακκούβα γεμάτη λάσπη. Ο Βάνκας σάστισε!

    Τι να κάνει δεν ήξερε! Δίχως σκέψη βούτηξε την παλάμη του στη λακκούβα, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσε να βρει μια δικαιολογία η οποία θα τον έσωζε από τα χτυπήματα του αφεντικού του. Ο Βάνκας απελπισμένος έπιασε το μουσκεμένο γράμμα και το έβαλε στην τσέπη του. Έριξε το μήνυμα που πίστευε πως ήταν η μοναδική του ελπίδα σωτηρίας και τρέχοντας έφτασε στην εξώπορτα του τσαγκαράδικου. Ο Βάνκας μπήκε μέσα και έκανε τον ανήξερο. Ο Αλιάχιν τον ρώτησε αν έστειλε το γράμμα. Απάντηση δεν πήρε. Το ύφος του έγινε ακόμα πιο σοβαρό και αυστηρό. Ο Βάνκας αποφάσισε να του πει την αλήθεια. Εξοργισμένος ο Αλιάχιν τον άφησε  ηστικό για τρείς ολόκληρες μέρες. Ο Βάνκας δεν άντεξε. Το φαγητό το έβλεπε μόνο στα όνειρα του και βλέποντας ένα από αυτά ....... άφησε και την στερνή του την πνοή. 

                                                                                                          Έλενα Παππά Α΄5
    

Μόλις ο Βάνκας πέταξε το γράμμα μέσα στο κουτί, θυμήθηκε ότι κάτι είχε ξεχάσει να γράψει. Ο Βάνκας πλησίασε τον Κύριο Σέρχιο Αραούχο, ο οποίος είχε τα κλειδιά για το κουτί και τον παρακάλεσε να το ανοίξει για να διορθώσει το γράμμα. Μόλις ο Κύριος Σέρχιο ανοίγει το κουτί, είδαν πως δεν υπήρχε κανένα γράμμα και έτσι απόρησαν. Μια κυρία που καθόταν στην στάση του λεωφορείου, η οποία ήταν απέναντι από το γραμματοκιβώτιο τούς είπε πως μόλις ο Βάνκας πήγε να ζητήσει τα κλειδιά, ένα φορτηγό μάζεψε όλα τα γράμματα για να τα δώσει στους παραλήπτες.

    Ο Βάνκας προσπάθησε να τρέξει όσο πιο γρήγορα γινόταν, για να προλάβει το φορτηγό αλλά ήταν εξαντλημένος από τη συνεχή δουλειά. Ο Βάνκας πίστεψε πως όλες οι  ελπίδες του χάθηκαν και θα ήταν αναγκασμένος να ζει στη Μόσχα μέχρι να πεθάνει αλλά ο άνθρωπος που οδηγούσε το φορτηγό γνώριζε τον κύριο Κωνσταντή Μακάριτς και πήγε ως το χωριό που ζούσε για να του παραδώσει το γράμμα. Την άλλη μέρα ο παππούς εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά στον Βανκα την ώρα που εργαζόταν και τον πήρε στο χωριό.
                                                                            Εντι Σαντσες (Α5)

Παρασκευή 10 Μαρτίου 2017

Αναμνήσεις από ταξίδια...

Ο παππούς της Κατερίνας Β., Σκιαθίτης στην καταγωγή, ήταν ναυτικός. Έφυγε από τη ζωή πολύ νέος, μόλις σε ηλικία 50 ετών. Ο πατέρας της θυμάται...

"Ήταν οδυνηρός ο αποχωρισμός κάθε φορά από τον πατέρα μου. Ταξίδευε 16 ή 18 μήνες, για να επιστρέψει μόνο για τρεις μήνες. Στην ουσία μεγάλωσα χωρίς πατέρα. Κάθε φορά που έφευγε ένιωθα απέραντη λύπη και αγωνία για το πότε θα ξαναγυρίσει. Και όταν επιτέλους επέστρεφε από το ταξίδι του, ήμουν ο πιο ευτυχισμένος γιος στον κόσμο! Είχα τον πατέρα μου δίπλα μου. Το πιο δύσκολο κι απάνθρωπο επάγγελμα στον κόσμο είναι αυτό του ναυτικού. Δε γνωρίζει ποτέ τα παιδιά του. Γι’ αυτόν τον λόγο ο πατέρας μου μισούσε τη δουλειά του. Να σημειώσω, βέβαια, ότι την έκανε καλά και ήταν από τους καλύτερους στον κόσμο. Ήταν εκπρόσωπος των LLOYD΄S (ο μεγαλύτερος ασφαλιστής καραβιών στον κόσμο) και πιστοποιούσε πλοϊμότητες πλοίων. Παρόλο όμως τον μεγάλο μισθό, μού είχε πει ότι αν γίνω ποτέ ναυτικός θα με “σκοτώσει” και ότι σημαντικότερο είναι η οικογένεια κι όχι τα χρήματα.
Θυμάμαι που του είχαμε ζητήσει με τα αδέρφια μου να μας φέρει από το εξωτερικό μια μαϊμού. Εκείνος δεν μας αρνήθηκε, δεν ήθελε να μας χαλάσει χατίρι. Βρήκε την μαϊμού και την είχε μαζί του στο καράβι πάνω από 19 μήνες. Κρυμμένη, κάθε φορά που χρειαζόταν, μέσα στην μπλούζα του, γιατί απαγορευόταν. Δυστυχώς, όταν ήρθε η μέρα να αποβιβαστεί από το πλοίο στον Πειραιά, πέρασε από έλεγχο, την εντόπισαν και την κράτησαν. Εκείνος ένιωσε τόσο άσχημα που δεν κατάφερε να μας την φέρει και ξαναπροσπάθησε στο επόμενο ταξίδι αλλά και η μαϊμού και τα άλλα ζώα που μετέφεραν οι συνάδερφοι του παρέμειναν πίσω μετά τον έλεγχο...”


Ευχαριστούμε τον κ. Λευτέρη Β. που μοιράστηκε μαζί μας τις αναμνήσεις του.

Η  Ιωάννα Β. παίρνει συνέντευξη από το θείο της τον κ. Γιάννη Ντ., ο οποίος μοιράζεται μαζί μας κάποιες από τις εμπειρίες του στο πολεμικό ναυτικό. Τον ευχαριστούμε πολύ.