Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Η επιστροφή του Αντρέα

Αν ο Αντρέας αποφάσιζε να πει την αλήθεια στην κυρία Μαρία, θα της έλεγε...

  Κυρία Μαρία, η κατάσταση στα τάγματα εργασίας ήταν όπως είχατε μάθει, άσχημη. Μας είχαν πιάσει ομήρους. Στο δρόμο που πηγαίναμε στη μεγάλη πορεία για το εσωτερικό της Ανατολής, περπατούσαμε μέσα σε εδάφη άγονα, ξερά, χωρίς νερό και σκιά.  Η σιωπή του θανάτου παντού. Πουλί δεν πετούσε στον ουρανό, χρώμα δεν υπήρχε και το βράδυ οι σκιές μεγάλωναν, έτοιμες να μας φάνε. Στρατοπεδεύαμε όπου μας έβρισκε η νύχτα, ανάμεσα στις άγριες φωνές των θηρίων που έψαχναν τη λεία τους. Φοβόμασταν. Ούτε φωτιά δεν ανάβαμε. Τη μέρα η πορεία χωρίς στάσεις, μέσα στον ήλιο, με κούραση, δίψα και πείνα συνεχιζόταν. Σπάνια συναντούσαμε ανθρώπους και αν ποτέ βρισκόταν κανείς μπροστά μας, μάς αγριοκοίταζε και μας έφτυνε. Υπήρχαν αρρώστιες, πείνα, δίψα, κούραση. Στο τέλος μας πήραν και τα ρούχα και τα παπούτσια. Δουλεύαμε στα τρένα, δύσκολη δουλειά. Αδειάζαμε βαγόνια και κουβαλούσαμε βαρεία φορτία, μέχρι που δεν άντεχαν τα πόδια μας άλλο και λύγιζαν. Ήμασταν μέσα σε αποθήκες και πεθαίναμε ο ένας μετά τον άλλο από αρρώστιες. Εκεί πέθανε και ο Άγγελος. Τον σκότωσαν μπροστά στα μάτια μου. Εγώ δεν έχω καταλάβει πως κατάφερα και επέστρεψα…
                                                                               ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ.Δ  Β1



Μόλις μας πιάσανε εμένα και τον Άγγελο μας οδήγησαν  μαζί με τους υπόλοιπους  αιχμαλώτους με πορεία  το εσωτερικό  της  Ανατολής. Εκατοντάδες σκυθρωπά πρόσωπα μαζί και εμείς  προχωρούσαμε με βαριά βήματα,  καθώς κουβαλούσαν τεράστια φτυάρια  τα οποία  θα  τα χρησιμοποιούσαν αργότερα. Κανείς  δεν τολμούσε  να  σταματήσει  και όσοι  το έκαναν  σταμάτησαν ολοκληρωτικά. Σταμάτησε η πορεία τους, σταμάτησε η κούραση  και η δίψα τους σταμάτησε  και η καρδιά τους. Τους περίμενε το μαστίγιο  και ο ξυλοδαρμός  των Τούρκων. Όσο περπατούσαμε  μέσα  στο κρύο  τόσο  η ανάγκη μας για τροφή και για νερό  μεγάλωνε. Περιμέναμε  τη νύχτα όπου  όπως μας είχαν  υποσχεθεί  θα μας δίνανε  λίγο νερό και φαγητό. Μέχρι τότε μας οδήγησαν  σε ένα  ορυχείο για την εξόρυξη κάρβουνου. Ο εξευτελισμός  και η κακομεταχείριση  ήταν  στοιχεία  της καθημερινότητάς μας. Όταν  έφτασε επιτέλους  το βράδυ  οι Τούρκοι έδωσαν διαταγή να φάμε  το ψωμί  και τις σταφίδες  που μας έδωσαν. Μόλις δόθηκε η διαταγή  για το νερό όλοι  όρμησαν. Περίπου τριάντα άτομα ποδοπατήθηκαν από τη λαχτάρα τους. Τη νύχτα  αποκοιμηθήκαμε στην ύπαιθρο  και πριν καλά ξημερώσει βρισκόμασταν στα λατομεία με το φτυάρι στο χέρι  και έπειτα  αρχίσαμε την κατασκευή  της διώρυγα. Επί 14 μήνες όλα  αυτά τα υπομέναμε καθημερινά. Τη νύχτα το κρύο ήταν αδιανόητο  και όσο  περνούσαν  οι ημέρες η χολέρα  και η φυματίωση  εμφανίστηκαν και αποδεκάτισαν  τους περισσότερους  από εμάς. Ο Άγγελος  ήταν  πολύ δυνατός. Ποτέ δεν εγκατέλειψε την ελπίδα  για τα  ελευθερία.  Πολλές φορές  μου έλεγε ότι δεν φοβόταν τον θάνατο. Καθένας που φεύγει  δίνει δύναμη στους υπόλοιπους  για να συνεχίσουν. Τα λόγια αυτά  έδιναν κουράγιο και τόλμη σε όλους εμάς. Πάντα έλεγε ότι όλοι αυτοί που φεύγουν μένουν πάντα στις καρδιές  μας γεμίζοντάς τες με περηφάνια. Έτσι λοιπόν  και ο Άγγελος θα μείνει πάντα  στις καρδιές μας  θυμίζοντάς μας ότι  δε θα πρέπει  να χάνουμε ποτέ  την πίστη μας και την ελπίδα. 
Ιωάννα Χ 

Λοιπόν κυρία Μαρία αν θέλετε να μάθετε την αλήθεια θα σας την πώ. Δεν θα δειλιάσω. Ήμασταν κλεισμένοι για μέρες στο κατώι. Δεν μπορούσαμε να μένουμε άλλο, εφόσον ήταν ζήτημα χρόνου να συμβεί το μοιραίο. Πήραμε την απόφαση να δραπετεύσουμε , αλλά αυτό απέδειξε πως η τύχη δεν ήταν με το μέρος μας. Μας έπιασαν πριν χαράξει καλά – καλά, καθώς προχωρούσαμε με την ελπίδα να βρούμε ένα βαπόρι. Μας οδήγησαν με κλοτσιές σε ένα μικρό και κλειστό μέρος, σαν κρατητήριο, με σχετικά νέα και μεσόκοπα άτομα , άρρωστα και πεινασμένα. Τους εκλιπαρούσαμε για μια σταγόνα νερό, όχι για να πλυθούμε αλλά για να ξεδιψάσουμε. Μέρες αργότερα μας οδήγησαν σε ένα ήρεμο και έρημο μέρος. Μόνο που διανύσαμε την απόσταση αυτή με τα πόδια. Περπατούσαμε για ώρες ξυπόλητο , πάνω σε πέτρες, δίπλα σε γκρεμούς, σκαρφαλώναμε σε βουνά με τα γυμνά και γδαρμένα χέρια μας κρατώντας τους πληγωμένους ή και ετοιμοθάνατους συνανθρώπους μας, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσαμε να συνέλθουμε από τα βίαια χτυπήματα των στρατιωτών. Επιτέλους φτάσαμε σε ένα λατομείο. Κάτω από τις ακτίνες του ήλιου το σπάσιμο των πετρών γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Ο Άγγελος ήλπιζε να αντέξουμε μέχρι το τέλος. Οι δυνάμεις του όμως ήταν εντελώς αντίθετες. Δεν άντεξε... Τα βίαια χτυπήματα τον ισοπέδωσαν. Τον σκότωσαν……. Μετά από λίγους μήνες μας άφησαν ελεύθερους. Εγώ ευτυχώς ήρθα με την πρώτη …….. και τελευταία αποστολή.


                                                                Έλενα Π. Β’5

-          Αφότου εισέβαλαν στην πόλη έπιασαν τους άνδρες και τους φυλάκισαν . Μας είπαν ότι θα μας πάνε για καταναγκαστικές εργασίες στα «αμελέ ταμπουρού,» . Δεν ήμασταν σίγουροι τι εννοούσαν αλλά ξέραμε ότι δεν ήταν  καλό .  Όσο ήμασταν στον δρόμο μαζί με τους άλλους φυλακισμένους έβλεπα την ελπίδα να απομακρύνεται , την ελπίδα ότι θα γυρίσω στην πατρίδα να χάνεται μες τα όπλα και τα μαστίγια που κρατούσαν οι εχθροί. Ο Άγγελος όμως όχι. Παρέμενε πιστός και αυτό μας ενθάρρυνε όλους . Την νύχτα φάγαμε τα λιγοστά τρόφιμα που μας έδωσαν και πεινασμένοι εγώ και ο Άγγελος πήγαμε στο κοντινό  χωρίο να ζητιανέψουμε κάτι να φάμε αλλά οι άνθρωποι πιο ψυχροί και από τους στρατιώτες μάς γύρισαν την πλάτη. Το πρωί μας πήγαν στα λατομεία. Δουλεύαμε μέχρι λιποθυμίας , οι πιο αδύναμοι και οι γέροι άρχισαν να μας αφήνουν σιγά-σιγά   από την κούραση και την ασιτία. Μετά από λίγες μέρες εγώ, ο Άγγελος και κάποιοι άλλοι σαστισμένοι, κουρασμένοι και πληγωμένοι άνδρες είπαμε πως δεν αντέχαμε άλλο. Σκεφτήκαμε να το σκάσουμε . Καθώς πλησιάζαμε το βαπόρι ακούστηκε ένας πυροβολισμός . Ο Άγγελος έπεσε κάτω. Τους έπιασαν όλους, μόνο εγώ ξέφυγα... Δεν νομίζω να γλίτωσε κανείς...
Γιάννης Π.  Β΄5

Από τον τόπο μου σε όλη την Ελλαδα

Εργασίες των μαθητών/ριών του Β5 και Β1 στην 1η ενότητα της Νεοελληνικής Γλώσσας
ε

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Το σχολείο στα χρόνια των γονιών, του παππού και της γιαγιάς...

Οι μαθητές κι οι μαθήτριες του Α2 παίρνουν συνεντεύξεις...

Μαμά, θα ήθελα να σε ρωτήσω για τα σχολικά σου χρόνια.. 
Πώς ήταν το κτήριο του σχολείου;
To σχολείο ήταν ένα μικρό κτήριο στο κέντρο του χωριού. Διέθετε δύο μικρές αίθουσες και το γραφείο του δασκάλου, όπου έμενε, καθώς δεν υπήρχε σπίτι στο χωριό να νοικιάσει. Η σχολική αυλή ήταν στρωμένη με χώμα και στην άκρη της υπήρχαν δυο πανύψηλα πεύκα όπου περνάγαμε ευχάριστα το διάλλειμα μας.
Τότε οι μαθητές φορούσαν ό,τι ήθελαν;

Τότε τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά σε σχέση με σήμερα. Θυμάμαι ότι μέχρι την Τρίτη δημοτικού, γιατί στη συνέχεια ευτυχώς άλλαξε το σύστημα, εμείς τα κορίτσια ήμασταν υποχρεωμένες να φοράμε μπλε ποδιές σαν ρόμπες που έκλειναν με κουμπιά, ενώ τα αγόρια ένα μπλε πουκάμισο.
Οι δάσκαλοι πως συμπεριφέρονταν στους μαθητές ;
H συμπεριφορά των δασκάλων εκείνη την εποχή θεωρείται αδιανόητη σήμερα. Συνήθιζαν  να τιμωρούν αυστηρά τους μαθητές ακόμη κι όταν ο λόγος ήταν ασήμαντος. Η ξύλινη βέργα βρισκόταν μονίμως πάνω στην έδρα του δασκάλου και καθημερινά τη χρησιμοποιούσε. Οι μαθητές δεν τολμούσαν να αντιμιλήσουν και τους φοβόντουσαν. Έδειχναν σεβασμό και υπήρχε απόσταση στην επικοινωνία μεταξύ τους.

Υπάρχει κάποιο περιστατικό που δε θα ξεχάσεις ποτέ ;
Θυμάμαι το οργισμένο ύφος του δασκάλου όταν εκείνος ετοιμαζόταν να δείρει με τη βέργα το μαθητή στο χέρι κι ο μαθητής τελευταία στιγμή τράβηξε το χέρι και η βέργα προσγειώθηκε στο πόδι του δασκάλου. Εκείνος άρχισε να ουρλιάζει, ο μαθητής εξαφανίστηκε από το σχολείο, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά προσπαθούσαν με δυσκολία να κρύψουν τη χαρά τους από το πάθημα του δασκάλου.  Για καλή μας τύχη η σχολική χρονιά βρισκόταν στο τέλος της.
Τα μαθήματα διέφεραν από τα σημερινά και πώς ήταν τα βιβλία;
Tα περισσότερα μαθήματα ήταν ίδια αλλά τα βιβλία εντελώς διαφορετικά. Εκείνα τα χρόνια μόνο η γλώσσα και τα μαθηματικά περιλάμβαναν ασκήσεις, όλα τα υπόλοιπα ήταν κατεβατά κείμενα που έπρεπε να μάθουμε απ’ έξω. Μάλιστα στις πρώτες τάξεις του δημοτικού ίσχυε το πολυτονικό σύστημα που μας έκανε τη ζωή δύσκολη αλλά σύντομα 
καταργήθηκε. Όσον αφορά τα βιβλία είχαν πολλές λεπτομέρειες και ήταν δύσκολο να τα απομνημονεύσει κανείς.
Τέλος πώς περνούσες στο σχολείο ;
Δεν μπορώ να πω ότι το απολάμβανα γιατί υπήρχε μεγάλη αυστηρότητα και έλεγχος της ζωής των μαθητών και μέσα και έξω από το σχολείο. Μην ξεχνάς ότι ζούσα σε μικρό χωριό όπου ο δάσκαλος κυκλοφορούσε τα απογεύματα και γνώριζε τα πάντα για εμάς .
                                                                                                                                                                                    Γεράσιμος Κ.


Ε: Γιαγιά, θα ήθελα να σε ρωτήσω κάτι για μια εργασία μου στο σχολείο. Πως ήταν το εκπαιδευτικό σύστημα όταν εσύ πήγαινες σχολείο;
Γ: Τι μου θύμισες τώρα! Ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω το ξύλο και τις τιμωρίες των δασκάλων.
Ε:  Ποιο ξύλο; Τι εννοείς;
Γ: Στην δική μου εποχή τα πράγματα στο σχολείο ήταν πολύ πολύ αυστηρά. Οι δάσκαλοι θεωρούσαν ότι απαραίτητο εργαλείο της μαθησιακής διαδικασίας ήταν η βίτσα.
Ε: Τι είναι η βίτσα; 
Γ: Ένας μεγάλος ξύλινος χάρακας. Κάθε φορά που κάναμε κάποιο λάθος η αταξία οι δάσκαλοι, μας βάραγαν με αυτό. Επίσης, πολλές φορές μας έκλειναν σε σκοτεινές αποθήκες, μας έβαζαν να γονατίζουμε με τις ώρες στα χαλίκια ή το χειρότερο από όλα: μας έβαζαν με το κεφάλι στον τοίχο, όρθιους, μπροστά σε όλη την τάξη.
Ε: Μα γιατί τα έκαναν αυτά; Είναι εντελώς αντιπαιδαγωγικό.
Γ: Γιατί πίστευαν πως μόνο έτσι θα διαβάσουμε. Νόμιζαν πως αν τους φοβόμαστε, θα είμαστε και καλοί  μαθητές. Ποτέ δεν κατάλαβαν ότι με αυτό που έκαναν μας τρομοκρατούσαν.
Ε: Ευχαριστώ, γιαγιά, με βοήθησες πολύ!
Γ: Τίποτα εγγονάκι μου. Πήγαινε τώρα να συνεχίσεις το διάβασμα.
                                                                                            
                                                                                                            Εφραίμ Κ.


-Μαμά θέλω να σου πάρω μια συνέντευξη για τις αναμνήσεις σου από τα μαθητικά χρόνια!
-Για πες μου.
-Ποια είναι η πιο έντονη ανάμνηση σου από το σχολείο;
-Η πιο έντονη μου ανάμνηση ήταν όταν πήγα μια μέρα αδιάβαστη. Με τσάκωσε ο δάσκαλος και με χτύπησε με τον χάρακα στα χέρια και από τότε δεν πήγα ποτέ αδιάβαστη!

-Πιστεύεις ότι αυτό το σύστημα είναι απαραίτητο και τώρα;
-Φυσικά και όχι!!! Καταρχάς είναι κακοποίηση και πλέον παράνομο. Βέβαια στην δικιά σου περίπτωση κάτι τέτοιο πρέπει να γίνει.
-Αστείο! Εσύ φορούσες στολή για να πας σχολείο.
-Ναι αλλά μόνο στο δημοτικό. Στο γυμνάσιο και στο λύκειο πήγαινα κανονικά με τα ρούχα μου.
-Θυμάσαι καμία καλή ανάμνηση από το σχολείο;
-Αυτό που μου έχει σημαδέψει τις αναμνήσεις είναι το παιχνίδι που κάναμε με τους συμμαθητές μου! Όπως η Αντάνα δηλαδή το σημερινό κουτσό ή όπως το Ζούγκα τα πλακάκια ή ρίξε τα πετράκια, όπως θα το λέγαμε σήμερα.

-Ωραία! Πιστεύεις ότι η τότε εποχή του σχολείου είναι πιο ωραία από την τωρινή;
-Ναι ήταν πιο ωραία γιατί τότε κατά την δική μου άποψη ήταν πιο ανέμελα δηλαδή αντί να είμαστε μπροστά από έναν υπολογιστή ή από ένα κινητό ήμασταν έξω και παίζαμε στους δρόμους και τα στενάκια!
-Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου! έμαθα πολλά πράγματα για την τότε εποχή και για σένα!
                                                                                                                                                                                      Μελίνα Κ.




Ο παππούς και το εγγονάκι

Οι μαθητές κι οι μαθήτριες του Α2 μπαίνουν στη θέση του παππού, του Μίσα, της μητέρας ή του πατέρα και γράφουν στο ημερολόγιό τους...                                                                            

                                                                                                                15/12/1890

Αγαπημένο ημερολόγιο,


Τις τελευταίες μέρες συμβαίνουν αρκετά περίεργα γεγονότα στο σπίτι. Εδώ και καιρό έχω παρατηρήσει ότι οι γονείς μου συμπεριφέρονται με αγένεια και ασέβεια προς το πρόσωπο του παππού. Είναι τόσο ευγενικός και φιλικός εκείνος κι αναρωτιέμαι μήπως έχει κάνει κάτι και δεν το έχω πάρει είδηση, γιατί εμένα δε θα μ’ άρεσε να με σιχαίνονται ή να με απεχθάνονται τα παιδιά μου. Πολλές φορές οι μεγάλοι εμάς τα παιδιά μας μπερδεύουν. Ό,τι πράττουν νομίζουν πώς είναι σωστό. Είναι λυπηρό να αντιμετωπίζουμε με αυτόν τον τρόπο τους ηλικιωμένους. 
Ειδικά χθές η μαμά προσέβαλε και φώναξε στον παππού μόνο και μόνο, γιατί έπεσε ένα πιάτο με φαγητό. Ήθελα εκείνη τη στιγμή να πάρω θέση και να πω κάτι στη μαμά, αλλά παρά ήμουν διστακτικός. Έτσι κι αλλιώς ο μπαμπάς συνέχεια λέει "η μαμά έχει πάντα δίκιο". Μου φαίνεται ότι την υπακούει ότι κι αν πει και (ίσως) έχω ψιλιαστεί ότι την φοβάται. Θα έλεγα ότι η μαμά είναι ο αρχηγός και ο μπαμπάς ο βοηθός της.  Μπορεί να κάνω και λάθος, αλλά στο σχολείο μας είπαν ότι οι γονείς είναι παράδειγμα προς μίμηση. Τώρα που το σκέφτομαι αύριο πρωί πρωί να φτιάξω μια γαβάθα να είναι έτοιμη όταν οι γονείς μου γεράσουν.Έτσι όπως έκαναν και στον παππού.                                                                                   
                                                                                       Γεράσιμος Κ.


Αγαπητέ ημερολόγιο,
Είναι μια από τις λίγες στιγμές που μου δόθηκε η ευκαιρία να σκεφτώ. Σήμερα προς το μεσημεράκι έγινε πάλι ένα συμβάν με την νύφη μου και με τον υιό μου που με συγκλόνισε.
Όπως και τις προηγούμενες μέρες καθόμουν για να φάω στην μεγάλη χτιστή χωριάτικη θερμάστρα, όπου συνήθως πλάγιαζα. Καθώς έτρωγα η πήλινη γαβάθα που είχε μέσα το φαί μου ξέφυγε από τα χέρια μου έπεσε και έσπασε. Τότε η νύφη μου άρχισε να μου φωνάζει και μου είπε πως θα έτρωγα σε ξύλινη γαβάθα. Εκείνη την στιγμή δεν είχα άλλες επιλογές, το μόνο που έκανα ήταν να αναστενάξω.
Δεν είπα τίποτα άλλο, δεν είχα κουράγιο ούτε να μιλήσω. Σκέφτηκα πως ο υιός μου δεν μου έδινε πια σημασία ούτε έλεγε κάτι στην νύφη μου για τον τρόπο που μου συμπεριφερόταν. Αυτή η κατάσταση που ζούσα τόσα χρόνια με έκανε να αισθάνομαι περιθωριοποιημένος, μόνος και πολλές φορές βάρος για τα ίδια μου τα παιδιά. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και κάτι εντελώς απρόσμενο συνέβη. Η πόρτα άνοιξε και μπροστά μου αντίκρισα τον υιό και την νύφη μου, δακρυσμένους. Μου ζήτησαν από εδώ και στο εξής να τρώμε όλοι μαζί το τραπέζι, σαν οικογένεια. Αυτή η μέρα με έκανε να νιώσω ευτυχισμένος, ενθουσιασμένος και ξανά ένα αγαπητό μέλος της οικογένειάς μου.
                                                                                   Εφραίμ Κ.


Σάββατο 8 Οκτωβρίου 1897

Αγαπητό ημερολόγιο,
Σήμερα ήταν μία τέλεια ημέρα με λιακάδα έξω. Εγώ πέρασα πολύ ευχάριστα την ημέρα μου, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η μαμά κι ο μπαμπάς δεν βάζουν τον παππού να τρώει μαζί μας πλέον.Μονίμως κάθεται στην χτιστή χωριάτικη θερμάστρα. Επίσης, με στεναχώρησε το περιστατικό που έγινε σήμερα το μεσημέρι. Ο παππούς καθόταν δίπλα στην χτιστή χωριάτικη θερμάστρα και έτρωγε την σούπα του, στο πήλινο πιάτο. Ξαφνικά ξέφυγε από τα χέρια του έπεσε στο πάτωμα και έσπασε. Τότε η μαμά άρχισε να τον μαλώνει και να του φωνάζει.

Αισθάνθηκα πολύ άσχημα. Το μεσημέρι έφτιαχνα μία ξύλινη γαβάθα και ο μπαμπάς και η μαμά καθόντουσαν σε δύο καρεκλίτσες του δωματίου μου και μιλούσανε.Ξαφνικά ο μπαμπάς με ρώτησε:
-Τι φτιάχνεις εκεί;
Κι εγώ του απάντησα:
-Φτιάχνω μία ξύλινη γαβάθα, για να σας ταΐζω εσένα και την μαμά, όταν γεράσετε. Τότε και οι δύο συγκινήθηκαν...
                                                                                                                     Άρτεμις Κ.

15 Δεκεμβρίου  1895
Σήμερα νιώθω πολύ στενοχωρημένος, επειδή η νύφη μου με μάλωσε που της έσπασα το πήλινο πιάτο. Εγώ όμως που είμαι ενενήντα δύο χρονών δεν μπορώ να πιάσω καλά τα πιάτα ή τα πιρούνια, ούτε μπορώ να ακούσω καλά και ούτε να βλέπω τόσο καλά. Μου λέει ότι όλα της τα χαλάω!
16 Δεκεμβρίου 1895
Ξύπνησε μια παγωμένη ημέρα. Όλοι ήταν μέσα στο ζεστό σπίτι, εκτός από τον εγγονό μου. Μια στιγμή κοίταξα έξω από το παράθυρό μου και παρατήρησα τον Μίσα. Μάλλον έφτιαχνε κάτι με ένα κομμάτι από ένα κούτσουρο.   

17 Δεκεμβρίου 1895
Ξύπνησα νωρίς, διότι άκουγα φωνές από την κουζίνα. Ήταν η νύφη μου που με φώναζε. Μου έλεγε ότι μου είχε ετοιμάσει ένα πεντανόστιμο πρωινό. Ξαφνιάστηκα που μου το είπε αυτό, γιατί συνήθως δεν θέλει να τρώω μαζί τους. Ένιωσα μεγάλη έκπληξη, αλλά ταυτόχρονα και χαρά!

                                                                        Παναγιώτα Κ.




Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

Γιατί; Εσωτερικοί μονόλογοι με αφορμή το "Γιατί;" του Γ. Μαγκλή




     ‘’Θεέ μου τι έκανα , γιατί σήκωσα το όπλο μου, γιατί στέρησα μια ζωή. Στέρησα από μια μάνα τον γιο, από μια αδερφή τον αδερφό της. Μπορεί να υπήρχε και κάποια κοπέλα που τον περιμένει στο σπίτι τους. Εγώ φταίω, εγώ και αυτός ο φρικτός πόλεμος. Θεέ μου γιατί να υπάρχει πόλεμος. Βοήθησε τον , βοήθησε τον να ζήσει, βοήθησε με και καν’ τον να ζήσει. Πρέπει να πάω πίσω να τον βοηθήσω . Θεέ μου δείξε μας έλεος, συχώρα με ,,

Γιάννης Π. 

Σήκω! Σήκω, σε παρακαλώ, αδερφέ μου! Μακάρι, οι σφαίρες του πιστολιού μου να μη σε είχαν αγγίξει. Ας με τιμωρήσει ο θεός για το κακό που έκανα! Βοήθα τον αδερφό μου, Θεέ μου, να ανοίξει τα μάτια του. Δες την ομορφιά της φύσης. Η φύση γιορτάζει! Άνοιξη πια! Σου στέρησα αυτή την ομορφιά... πόσο μετανιώνω! 

Ο παραλογισμός του πολέμου... Το χέρι μου σηκώθηκε σαν από μόνο του και πάτησε τη σκανδάλη. Το μυαλό μου θόλωσε. Είχαμε την ίδια επιθυμία να πιούμε λίγο νερό και να ξεφύγουμε για μια στιγμή από το μαύρο του πολέμου και να απολαύσουμε τη γεμάτη χρώμα φύση. Πριν σε δω μονολογούσα για την ομορφιά της φύσης και της ζωής και μόλις σε είδα... μεταμορφώθηκα
                                                              Ιωάννα Χ.


Ωχ θεέ μου! Γιατί δεν με σταμάτησες από το κακό που πήγαινα να κάνω; Γιατί το θύμα έπρεπε να ήταν ένας στρατιώτης με ανάγκες ίδιες με τις δικές μου; Χίλιες φορές να ήταν κάποιος  άλλος! Κάποιος που πραγματικά ευθύνεται για τον πόλεμο! Τότε δεν θα κουβαλούσα το βάρος αυτό για μια ζωή! Θα ένιωθα υπερηφάνεια και δεν θα ήμουν γεμάτος τύψεις! Ζητάω συγγνώμη και μετανιώνω για το λάθος αυτό. Ξέχασα την ανθρωπιά μου! Ξέχασα πως υπάρχουν και αθώοι άνθρωποι, μα στον πόλεμο κοιτάς να σωθείς εσύ ο ίδιος! Ξεχνάς ποιος είσαι! Γιατί να είναι αυτές οι συνέπειες του πολέμου; Γιατί να εξαρτάται η ζωή σου από τον θάνατο κάποιου άλλου ; Γιατί να υπάρχει πόλεμος;

                                                                                                              Έλενα Π. 

Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

Αντιπολεμικό οπτικό και ηχητικό υλικό

Οι μαθητές/ριες του Β΄5 με αφορμή το διήγημα "Γιατί;" του Γιάννη Μαγκλή συγκέντρωσαν αντιπολεμικά τραγούδια και δημιούργησαν δικά τους πολυτροπικά κείμενα.
Δημιουργήθηκε με το Padlet

Σάββατο 20 Μαΐου 2017

Αγαπητό μου ημερολόγιο...

    Η Αλίκη, η αφηγήτρια από το απόσπασμα "Ταξίδι χωρίς επιστροφή" γράφει στο ημερολόγιό της...        
                                                                        
                                                                                        Αύγουστος 1922
Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Σήμερα φτάσαμε στον Πειραιά. Στο βαπόρι δεν έκλεισα τα μάτια μου ούτε στιγμή! Βλέπεις με περιτριγύριζαν σκέψεις. Οι απορίες δεν με άφηναν να κοιμηθώ! Τα συναισθήματα μου ήταν ανάμικτα. Είχα έναν κόμπο στο στομάχι. Η αγωνία, ο φόβος, ο πόνος, η αγανάκτηση και η στενοχώρια είχαν γίνει ένα. Μια ομάδα! Λες και με πολεμούσαν! Πραγματικά αναρωτιέμαι για το μέλλον μου! Τι με περιμένει άραγε; Θα ξαναδώ την μητέρα μου; Μήπως ξέρεις εσύ ;Εγώ δυστυχώς δεν ξέρω! Μόνο ο θεός το ξέρει! Να σε ρωτήσω και κάτι άλλο; Αν ήταν θέλημα θεού….. γιατί να γίνει τέτοια μεγάλη συμφορά; Ήθελα να ήξερα ποιος ευθύνεται για όλα αυτά! Γιατί πάλι όλη αυτή η αναταραχή; Τόσα ερωτήματα και καμία απάντηση. Αυτή φαίνεται ήταν η μοίρα μου. Την μοίρα δεν μπορεί να την αλλάξει κανείς. Σωστά;
Αυτά για σήμερα καλό μου ημερολόγιο!
Δική σου!
Αλίκη
                                                                                    Έλενα Παππά Α΄5


Ελεύθερες δημιουργιες με αφορμή το κείμενο "Ταξίδι χωρίς επιστροφή"

Φωτιάς γεγονότα
Μάτια υγρά χείλη κλειστά
βλέμματα πικρά γεμάτα θλίψη
ατμόσφαιρα με φλόγα γεμάτη

το ίδιο και οι καρδιές γεμάτες φλόγα για την καταστροφή σου Σμύρνη.
Πριν λίγες μέρες ήταν που σε είχα  συντροφιά μου και περπατούσαμε μαζί στους δρόμους σου...
Σμύρνη, φημισμένη με τις γοητευτικές σου συνοικίες που σε διέσχιζα πάντα με το ίδιο συναίσθημα κάτι που μοιάζει σαν φλόγα ναι φλόγα ένιωθα στις βόλτες μου μαζί σου. Τώρα πια εσύ είσαι στις φλόγες τυλιγμένη και όχι εγώ. Είσαι κατεστραμμένη  γεμάτη ουλές και η ομορφιά  σου χάθηκε. Μέσα σε λίγα λεπτά  άφησες  τη φωτιά να σε αγκαλιάσει. Ουρλιαχτά παντού γύρω σου. Η φλόγα αγκάλιασε πολλούς ανθρώπους. Τώρα  πια με κυρίευσε  κι εμένα η φλόγα του αποχαιρετισμού μας με αγκάλιασε  η φλόγα  της ανάμνησής σου και του θανάτου. Άραγε αγκαλιάζει η φλόγα;

Ιωάννα  Χ

Σήμερα γαλάζιος ουρανός
σήμερα άσπρη μέρα
στη Σμύρνη όμως σηκώνεται
η στάχτη στον αέρα

Καπνό γεμίζει ο άνεμος
και αίμα τα ποτάμια
καίγονται τώρα και απ’
τα σπίτια τα καλάμια

Πλοία συνέχεια έφευγαν
με προσφυγές χιλιάδες
αφήνοντας πίσω τους νεκρούς
σφαγμένες τις μανάδες
Ευάνθης Ρ. 

Ταξίδι χωρίς επιστροφή...
Στη Σμύρνη το ΄22
Η Δήμητρα και η οικογένεια της
Επιβιβαστήκανε στο πλοίο
Για να πάνε στην Αθήνα
Και να επισκεπτούν την θεία Ντίνα 
Τη νύχτα αυτή
Τα νεύρα της είχε η θάλασσα
Το πλοίο άρχιζε να βουλιάζει
Και η Δήμητρα να αναστενάζει
Τα μάτια της ανοιγοκλείνει
Και βλέπει την μαμά της να την αφήνει
Να χάνεται ξαφνικά
Και ούτε μια τελευταία αγκαλιά
Της είπε να προσέχει
Και να μην στενοχωρηθεί ποτέ 
Η Δήμητρα τα μάτια της ανοιγοκλείνει
Και βλέπει τον μπαμπά της να την αφήνει
Να χάνεται ξαφνικά
Και ούτε μια τελευταία αγκαλιά
Της είπε να προσέχει
Και να μην στενοχωρηθεί ποτέ
Η Δήμητρα ανοιγόκλεισε τα μάτια της
Και είχε μείνει μόνη της
Χωρίς μαμά
Χωρίς μπαμπά
Ένιωθε μόνη της υπερβολικά
Όμως οι γονείς της από ψηλά την προσέχανε
Και η Δήμητρα τα λογικά της έχανε
Δεν ήξερε τι να κάνει
Άρχισε να τα χάνει
Είχε μείνει μόνη της...
Και το σώμα της στην θάλασσα έπεσε
Ενώ η ψυχή της στον Παράδεισο έφτασε
Έλενα Π.  





Μνήμες από τη Μικρά Ασία

Η γιαγιά της Έφης Τ. θυμάται όσα της είχα διηγηθεί για τη Μικρά Ασία και η Έφη μας τα παρουσιάζει με τον δικό της τρόπο

Μνήμες από τη Μικρά Ασία
Πολλοί ως λεγόμενοι Τουρκοσπορίτες είναι Έλληνες μετανάστες που έφυγαν από την Πόλη λόγω πολιορκίας. Οι περισσότεροι από αυτούς ζουν γύρω μας, ανάμεσα μας. Όλοι είναι Έλληνες αλλά με διαφορετικές συνήθειες. Οι παιδικές ιστορίες των γιαγιάδων μας μένουν πάντα αξέχαστες… ιστορίες από τα παιδικά τους χρόνια και από την δύσκολη ζωή τους. Μόνο ότι η ιστορία της δικής μου γιαγιάς είναι λίγο ξεχωριστή…

Από μικρό κορίτσι έμενε στoν συνοικισμό. Είχε δυο ακόμα αδερφές και οι γονείς της προερχόντουσαν από πολύ εύπορη οικογένεια, ζούσαν πλουσιοπάροχα στη Σμύρνη και ευτυχισμένα. Είχαν τις συνήθειες και την κουλτούρα της Πόλης, ήταν γνήσιοι Μικρασιάτες. Έφτιαχναν ιδιαίτερα φαγητά που φτιάχνουμε ακόμα και τώρα, όπως γκιουσλεμέδες, τουρλού και πολλά σμυρνέικα γλυκά, όπως  μουτζαχητ Ντουκιατζή. Μαγείρευαν με πολλά μπαχαρικά και προτιμούσαν τις έντονες γεύσεις στα φαγητά τους. Οι γονείς τους ήταν αυστηροί αλλά πολύ καλοί άνθρωποι. Μιλούσαν τούρκικα μέσα στο σπίτι, όταν ήθελαν να μην τους καταλαβαίνουν τα παιδιά. Στα παιδιά μιλούσαν ελληνικά.
 Όλα αυτά όμως άλλαξαν, όταν έγινε η άλωση της Σμύρνης το 1922. Έπρεπε να ξεχάσουν όλα όσα ήξεραν και να έρθουν σε έναν ξένο τόπο και να ζήσουν την υπόλοιπη ζωή τους. Όλοι ήταν αισιόδοξοι μέχρι που ήρθαν αντιμέτωποι με τον ρατσισμό. Οι Έλληνες δεν υποδέχτηκαν τους Μικρασιάτες με ανοιχτές τις αγκάλες τους αλλά αντιθέτως δεν τους ήθελαν και τους έλεγαν Τουρκοσπορίτες. Για να μην μπλεχτούν με τους ντόπιους Έλληνες κάποια συγκεκριμένα τμήματα σε κάποιες πόλεις περιορίστηκαν για αυτούς και ονομάστηκαν συνοικισμοί. Ένας από αυτούς είναι στο Ρέντη. Η οικογένεια της γιαγιάς μου μετανάστευσε εκεί και πλέον χωρίς χρήματα και δουλειά έπρεπε να αντιμετωπίσουν την δύσκολη ζωή που τους περίμενε.
Η γιαγιά μου άρχισε το σχολείο στο Ρέντη αλλά στο γυμνάσιο σταμάτησε γιατί της απαγόρευσε την εκπαίδευση ο θείος της λέγοντας της ότι είναι ανούσια και την πήρε να δουλέψει στο εργοστάσιο του. Μετά από χρόνια ως και τώρα κρατάμε τις συνήθειες που είχαν οι παππούδες μου, ο παππούς μου γνήσιος μετανάστης από την Καπαδοκία της Μικράς Ασίας και η γιαγιά μου από την Σμύρνη.

Ο καθένας με την δική του ξεχωριστή ιστορία και τις δικές του αναμνήσεις...
                                                                                                            Έφη Τ.  Α΄5

Παρασκευή 12 Μαΐου 2017

Αλέξανδρος: Η κατάκτηση της Ανατολής σε...έναν χάρτη google

Με τους μαθητές και τις μαθήτριες του Α2 και Α1 σχεδιάσαμε την πορεία του Μ. Αλεξάνδρου σε έναν χαρτη google (αφού βέβαια, μελετήσαμε πρώτα την πορεία του στο χάρτη με τις κατακτήσεις του). Οι μαθητές/ριες του Α2 έφτασαν μέχρι τα Σούσα κι οι μαθητές του Α΄1 μέχρι τον Ύφαση.  Πατώντας πάνω σε κάθε τοποθεσία, μπορείτε να διαβάσετε σχετικές πληροφορίες, καθώς και τη σημερινή ονομασία της περιοχής.


Αλέξναδρος. Η κατάκτηση της Ανατολής με την αξιοποίηση της πλατφόρμας  ArcGIS, http://www.arcgis.com/features/ 


Δευτέρα 8 Μαΐου 2017

Έρευνα της Α΄ Γυμνασιου με θέμα "η σημασία του πρωινού στη διατροφή"

Στο πλαίσιο της θεματικής εβδομάδας οι μαθητές κι οι μαθήτριες της Α΄ Γυμνασίου με υπεύθυνη καθηγήτρια την κ. Ευγενία Βαμβακά εργάστηκαν στην ενότητα "Διατροφή και ποιότητα ζωής" κι ερεύνησαν τη σημασία του πρωινού στη διατροφή μας. Μάλιστα αφιέρωσαν και κάποιες ώρες, για να ετοιμάσουν πρωινό στην τάξη με προϊοντα που έφεραν από το σπίτι τους.


Ιστορία Α΄ Γυμνασίου: η θέση της γυναίκας σε... μια χρονογραμμή

Στο πλαίσιο της θεματικής εβδομάδας οι μαθητές κι οι μαθήτριες του Α΄2 και του Α΄4 έκαναν χρονογραμμές με βάση το βιβλίο της ιστορίας τους τοποθετώντας τη γυναίκα σε κάθε περίοδο. Πρώτα εργαστηκαν ομαδικά σε φύλλα Α3 και στη συνέχεια η κάθε ομάδα συμπλήρωνε τα στοιχεία στη χρονογραμμή που είχα ετοιμάσει στο διαδραστικό πίνακα προσθέτωντας και σχετικές εικόνες.  Για να δείτε την εργασία τους ΚΛΙΚ στην εικόνα



και χωρίς ΤΠΕ


Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού

Παρουσίαση μαθήτριας


Η συνάντηση του Βάνκα και του Κωνσταντή

Ένα πρωί το αφεντικό του Βάνκα τον έστειλε να αγοράσει υλικά για το τσαγκαράδικο. Ο Κωνσταντής όπως κάθε μέρα  ζητιάνευε στο δρόμο καθισμένος σε ένα παγκάκι κρατώντας ένα ποτήρι για τα χρήματα που θα μάζευε. Καθώς ο Βάνκας έτρεχε να προλάβει μην κλείσει το μαγαζί ανοιχτό έγινε η συνάντηση.
Κωνσταντής: Ε! Πρόσεχε λίγο έτσι όπως τρέχεις μου έριξες κάτω  τα χρήματα!
Βάνκας: Συγγνώμη πρέπει να προλάβω μην κλείσει ένα μαγαζί Γιατί αν κλείσει χάθηκα!
Κωνσταντής: Περίμενε λίγο! Κάθισε μαζί μου να μου κάνεις παρέα !Όλη την ημέρα είμαι μόνος μου!
Βάνκας: Σε καταλαβαίνω κι εγώ όλη την ημέρα είμαι κλεισμένος στο τσαγκαράδικο του αφεντικού μου χωρίς κανένα φίλο. Πώς σε λένε;
Κωνσταντής: Με λένε  Κωνσταντή  .Εσένα;
Βάνκας: Βάνκα
Κωνσταντής: Γιατί είσαι μόνος σου  Βάνκα;
Βάνκας: Οι γονείς μου έχουν πεθάνει και δουλεύω σε ένα  τσαγκαράδικο, για να μπορέσω να ζήσω. Αν και το αφεντικό μου μού δίνει  ελάχιστο φαγητό. Και τώρα αν αργήσω και δεν προλάβω το μαγαζί πάλι θα μείνω νηστικός το βράδυ!
Κωνσταντής: Δεν έκανες καμία προσπάθεια να βρεις τους άλλους συγγενείς  σου; 

Βάνκας: Έστειλα ένα γράμμα στον παππού μου στο χωριό αλλά μάταια! Κανείς  δεν ενδιαφέρεται για εμένα! Εσύ, γιατί είσαι μόνος σου μες στο δρόμο και ζητιανεύεις;
Κωνσταντής: Οι γονείς μου είναι στην Αλβανία. Τους έχουν διώξει από εδώ. Όταν έφυγαν κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για εμένα και από εκείνη τη μέρα ζητάω έλεος από τους ανθρώπους χωρίς καμία ανταπόκριση. Μόνο η κυρία Δέσποινα  μου έδωσε λίγο φαγητό και κάποια ρούχα. Αλλά μια μέρα με έδιωξε από το σπίτι! Εγώ φταίω όμως δεν έπρεπε να δανειστώ λεφτά χωρίς να τη ρωτήσω! Μόλις με είδε  να τα παίρνω με πέταξε έξω από το σπίτι !
Βάνκας: Και εγώ έχω  υποστεί τις ίδιες δυσκολίες στη ζωή μου! Όλες οι αναμνήσεις μου είναι γεμάτες βία και πόνο!
Κωνσταντής: Μπορούμε να γίνουμε φίλοι και να συναντιόμαστε εδώ κάθε μέρα  Έτσι ώστε να μην νιώθουμε μοναξιά!
Βάνκας: Συμφωνώ! Θα συνεχίσουμε τις προσπάθειες να σωθούμε και όταν κάποιος τα καταφέρει θα έρθει να βοηθήσει και τον άλλο! Τώρα θα πρέπει να φύγω πριν θυμώσει  το αφεντικό μου! Γ εια σου Κωνσταντή!
Κωνσταντής: Γεια σου Βάνκα θα τα ξαναπούμε!

                                                                                                         Ιωάννα Χ.  Α΄5


Κάποια στιγμή ο Αλιάχιν πήρε την απόφαση να διώξει τον Βάνκα από το τσαγκαράδικο. Ρούχα δεν του έδωσε, ούτε και τον τάισε πριν φύγει. Ο Βάνκας τριγυρνούσε ξυπόλητος στο χιόνι, προσπαθώντας να βρει κάποιον περαστικό, για να τον ρωτήσει μήπως γνώριζε που βρισκόταν το χωριό του. Ο τόπος έρημος, δεν πατούσε ψυχή. Ομίχλη παντού. Μέσα σε αυτήν κατάφερε να διακρίνει μια σκιά. Πλησίασε προς το μέρος της σκιάς για να αντικρίσει το άτομο που ίσως τον βοηθούσε να φτάσει στο χωριό του. Έφτασε πιο κοντά και διέκρινε όλα τα χαρακτηριστικά του! Δεν μπορούσε να ήταν αλήθεια! Θα έπρεπε να έβλεπε όνειρο! Έτριψε τα μάτια του, μα δεν άλλαξε κάτι. Ο ξάδερφός του ζούσε στην Αλβανία, όμως είχε γίνει θαύμα! Ο Βάνκας αγκάλιασε τον Κωσταντή. Μια ξεχασμένη μυρωδιά τον τριγύριζε.
-Βάνκας: Μυρίζεις ό,τι μυρίζω και εγώ;  
-Κων/ντής: Ναι όμως μην ανησυχείς. Αυτή η οσμή       προέρχεται από τα μαλλιά μου.
-Βάνκας: Και πώς μυρίζουν τόσο ωραία; 

-Κων/ντής: Μεγάλη ιστορία! Μια μέρα, καθώς μετρούσα την είσπραξη της ημέρας, μια ηλικιωμένη κυρία, μου άνοιξε πρόθυμα την πόρτα του σπιτιού της,  ώστε να προφυλαχτώ από την βροχή. Με τάισε με όλα τα καλούδια και αφού μπανιαρίστηκα έπεσα για ύπνο. Τι πολυτέλειες διαθέτουν μερικοί άνθρωποι! Αφού έμεινα τρεις-τέσσερις μέρες στο παλατάκι της κυρίας Δέσποινας μου πρότεινε να με αναλάβει η οικογένεια του φίλου του Αντωνάκη, του εγγονού της, που ζει στη Μόσχα. Έτσι λοιπόν μου έδωσε ένα εισιτήριο, ώστε να φτάσω εδώ και ήρθα.
-Βάνκας: Με τι ταξίδεψες;
-Κων/ντής: Με αεροπλάνο. Πρώτη φορά ταξίδεψα με αυτό.
Ακολούθησε ένα λεπτό ησυχίας και έπειτα η συζήτηση ξανάρχισε.
Κων/ντής: Θα μου κάνεις μια χάρη;
-Βάνκας: Ναι.
Κων/ντής: Θα έρθεις να μείνεις μαζί μου στο καινούριο σπίτι; Μου έχεις λείψει τόσο.
Το χαμόγελο του Βάνκα σβήστηκε.
-Βάνκας: Η αλήθεια είναι πως η Μόσχα δεν συγκρίνεται με το χωριό. Έχει πολλές πολυτέλειες αλλά εγώ προτιμώ την απλότητα του χωριού και την φροντίδα του παππού.
Ο Κων/ντής νευρίασε. Επί ένα τέταρτο κοιταζόντουσαν. Δεν ξαναμίλησαν. Μόνο αγκαλιάστηκαν. Ο Βάνκας αποχαιρέτησε τον Κων/ντή ξέροντας πως το αντίο αυτό θα ήταν οριστικό. Ο καθένας πήρε τον δρόμο του. Και από τότε δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά.
                                                                                                    Έλενα Παππά        Α΄5