Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Μου μαθαίνετε να χαμογελάω σας παρακαλώ-Ε. Δικαίου

Book titled 'Μου μαθαίνετε να χαμογελάω σας παρακαλώ;'Read this free book made on StoryJumper

Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Τα κόκκινα λουστρίνια


Ο μικρός βιοπαλαιστής έχοντας πλέον τελοιοποιήσει τα κόκκινα λουστρίνια ένιωσε απέραντη χαρά και υπερηφάνια για αυτό το κατόρθωμα, καθώς ήταν απολύτως σίγουρος ότι η κόρη του δασκάλου θα κολακευόταν και θα τον ερωτευότανε. Το μόνο που έμελλε να κάνει είναι να της τα δώσει. Βέβαια ήταν τόσο ντροπαλός και αγχωμένος που όταν την έβλεπε έπινε το αμίλητο νέρο. 
Παρόλ’ αυτά το επόμενο πρωί αποφάσισε να κάνει την μεγάλη κίνηση. Φτάνει στο σπίτι της και γεμάτος αγωνία χτυπάει το κουδούνι κρατώντας το ζευγάρι με τα παπούτσια. Η ίδια ανοίγει την πόρτα κι έντρομος της λέει:
-Aυτά τα πήρα... μάλλον τα έφτιαξα για σένα. Μέχρι να απαντήσει η κοπέλα, η η καρδιά του χτύπαγε σαν ταμπούρλο.
-Ευχαριστώ πολύ, είναι υπέροχα! Ψιθυρίζει βιαστικά αγχωμένη και απευθείας αρπάζει τα παπούτσια και κλείνει την πόρτα χωρίς να του πεί άλλη κουβέντα. Για έναν περίεργο λόγο, όμως, τα ρούχα της έδειχναν απεριποίητα.


Το αγόρι είχε μείνει άναυδο από τη συμπεριφορά της. Ήταν αγενέστατη και απαράδεκτη. Εκείνος νόμιζε πως έφταιγαν τα παπούτσια. Σκέφτηκε πως δεν είναι τόσο λαμπερά όσο έπερεπε για την κόρη του δασκάλου. Έτσι όλη την εβδομάδα κόπιασε, δε κοιμόταν πολλές ώρες, σπατάλησε όλο τον μηνιαίο μισθό για να φτιάξει ένα νέο ζευγάρι παπούτσια.
Ύστερα από εβδομάδες ξαναεπισκέφτηκε την κοπέλα για να παραδώσει το δεύτερο ζευγάρι με τα παπούτσια. Μόνο που αυτή τη φορά αισθανόταν υποψιασμένος ότι κάτι συμβαίνει με το κορίτσι. Πρίν χτυπήσει το κουδούνι κρυφάκουσε για λίγα λεπτά κάποιες συζητήσεις μεταξύ μάνας-κόρης.
-Τα πιάτα δεν τα έπλυνες ακόμα; Πότε περιμένεις να καθαρίσεις τη κουζίνα; Απορώ πώς είσαι κόρη μου και αν πάρεις στο επόμενο τετράμηνο χαμηλότερο βαθμό από 19 την πάτησες! Με άκουσες ; Όχι απλά θα στις βρέξω αλλά ξέχνα το κρεβάτι σου θα κοιμάσαι στο πάτωμα.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια και τα έντονα κλάματα της κοπέλας άρχιζε να γεμίζει από συναισθήματα θλίψης και απογοήτευσης.  Συνειδητοποίησε ότι ένα «σκηνικό» που μπορεί να φαίνεται σε όλους υπέρχο, θαυμάσιο και καταπληκτικό, πίσω απ’ αυτό να κρύβεται ένα ολοκλήρο παρασκήνιο με πίεση, κόπωση, δυστυχία.  Όλα αυτά για το συμφέρον ή την ικανοποίηση των μεγαλυτέρων.
Αρχικά, το παιδί δίστασε να παραδώσει τα νέα υποδήματα. Έπειτα αποφάσισε να τα αφήσει στην πίσω πόρτα του σπιτιού με ένα σημείωμα που έγγραφε «Κουράγιο, η ζωή δεν είναι κάμπος να διαβαίνεις, αν θέλεις βοήθεια εδώ είμαι εγώ. Νομίζω ξέρεις ποιος είμαι!».
Έφτασε στα χέρια της κοπέλας, καθώς σκούπιζε την αυλή, το διάβασε χαμογέλασε και χάρηκε, αφού συνειδητοποίησε πως υπάρχει ένα πρόσωπο που πραγματικά νοιάζεται για εκείνη.
                                                                             Γεράσιμος Κ.





Ο νεαρός με την κόρη του δασκάλου δεν πήγαιναν στο ίδιο σχολείο. Το κουδούνι για το σχόλασμα του νεαρού χτυπούσε ένα τέταρτο μετά από το κουδούνι του κοριτσιού.
Την έκτη ώρα το νεαρό παιδί ζήτησε από την δασκάλα του να πάει στη διεύθυνση του σχολείου και να πάρει τηλέφωνο τους γονείς του να έρθουν να τον πάρουν, διότι πόναγε πολύ η κοιλιά του. Στην διεύθυνση του σχολείου δεν πήγε ποτέ. Έφυγε από την πίσω πλευρά του σχολείου που υπήρχαν κάτι σπασμένα κάγκελα. Σκαρφάλωσε με όλη του την δύναμη και κατάφερε να βγει έξω από το σχολείο χωρίς να τον δει κανείς.
Έτρεξε γρήγορα να προλάβει το μικρό κορίτσι. Την ακολούθησε μέχρι το σπίτι της. Περίμενε όλο το μεσημέρι και το απόγευμα μέχρι που άρχισε να σουρουπώνει. Έβγαλε από την σχολική τσάντα του μια κολόνια και τα κόκκινα λουστρίνια. Ψεκάστηκε τόσες φορές που άδειασε όλο το μπουκαλάκι με την κολόνια. Στην συνέχεια πήγε στον κήπο του διπλανού σπιτιού και έκοψε ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Με το ένα χέρι στο κουτί και με το άλλο στο κατακόκκινο τριαντάφυλλο χτύπησε το κουδούνι. (ΝΤΙΝ ΝΤΑΝ).


Για καλή του τύχη άνοιξε την πόρτα του σπιτιού το μικρό κορίτσι. Ο νεαρός της είπε: «αυτά είναι για σένα μικρή μου πριγκίπισσά». Το μικρό κορίτσι πήρε το τριαντάφυλλο και το κουτί. Για ανταλλαγή του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και του είπε: «αύριο έλα να με πάρεις εσύ από το σχολείο, καλό βράδυ» και έκλεισε τη πόρτα. Ο νεαρός είχε γίνει σαν παντζάρι. Την επόμενη μέρα πήγε να πάρει το μικρό κορίτσι από το σχολείο με το ίδιο κόλπο όπως χθες. Όταν αντίκρυσε ο νεαρός το μικρό κορίτσι έγινε πάλι σαν παντζάρι.
Τέλος το μικρό κορίτσι του ζήτησε να φάνε μαζί το μεσημεριανό τους. Και μετά ……. Άστα να πάνε μου τελείωσε και εμένα ο αποθηκευτικός χώρος της κάμερας και δεν πρόλαβα να τραβήξω περισσότερες λεπτομέρειες.   
                                                                                      Εφραίμ Κ.




Το αγόρι σκεφτόταν, να της τα δώσει ή όχι τα λουστρινένια γοβάκια; Μέχρι που αποφάσισε να της μίλησει, σήμερα που θα ερχόταν στο σπίτι τους για να φάνε οι δύο οικογένειες μαζί. Είχε τόσα στο μυαλό του, τόσα που η φαντασία του πλημμύριζε από χαρούμενες αλλά και στενόχωρες σκέψεις.
 Ξαφνικά χτυπά το κουδούνι: Ντιν, Νταν! (ήταν η κόρη του δασκάλου):
 - Γειά σας! (απάντησε με όλο χαρά ο νεαρός).
-Τι θέλεις; (τον κοίταξε με οίκτο, η κόρη του δασκάλου).
-Εμμμμ...(ο νεαρός την κοίταξε κι αμέσως ένιωσε ότι αυτή ήταν το ένα λαμπερό αστέρι που του φώτιζε το δρόμο μέσα στην νύχτα και άλλα πολλά που κόντευε να ξεχάσει το όνομά του).
 -Μου σπαταλάς το χρόνο μου, υπηρέτη, περιμένω ένα αγόρι.
- Ορίστε , συγνώμη που σας εμποδίζω να περάσετε. ( Έτσι απαντά, και δίνει το κουτί με τα λουστρινένια κόκκινα γοβάκια στην κοπέλα και φεύγει για το δωμάτιό του).
 Αμέσως ένιωσε θλίψη να το κυριεύει και ξαφνιακά όλα τα αστέρια του ουρανού και τα πολύχρωμα λουλούδια να χάνονται από τα μάτια του. Δεν ήξερε τι να πει, πως να αντιδράσει.     

Μετά από  το περιστατικό αυτό η κοπέλα ανοίγει το κουτί. Βλέπει τα γοβάκια και δεν μιλά , τα έκρυψε και κατάλαβε πως αυτός ήταν ο νεαρός που τον έβλεπε μερικές φορές στο τσαγκαράδικο.Ύστερα σώπασε, δεν είπε σε κανέναν τίποτα. Κράτησε τα γοβάκια για τον εαυτό της και κάθησε να φάει με τα υπόλοιπα άτομα.  Ως τότε το αγόρι έμεινε στο κρεβάτι του χωρίς να μιλήσει σε κανέναν  και χωρίς να φαει τίποτα.
                                                                               Άρτεμις Κ.

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα

Ο αφηγητής γυρίζει στον τόπο του για μια καινούρια αρχή φέρνοντας μαζί του τις αναμνήσεις από τη Γερμανία. Γράφει στο ημερολόγιο σχετικά...



Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Επιτέλους, μύρισε Ελλάδα! Αντίο Γερμανία! Από σήμερα θα ξεκινήσω μια καινούρια αρχή. Θα αρχίσω ένα νέο κεφάλαιο στο βιβλίο αυτό που λέγεται ζωή. Δεν κοιτάμε πίσω, παρά μόνο μπροστά και αφήνουμε στην ξενιτιά τη μονότονη και καταθλιπτική ρουτίνα. Από ρομπότ μετατρεπόμαστε σε ανθρώπινα όντα. Είχαμε ξεχάσει τι θα πει περιπέτεια και ποια είναι η προσωπική μας ταυτότητα. Δεχόμασταν εντολές και ήμασταν αναγκασμένοι να τις εκτελέσουμε, να τις φέρουμε εις πέρας. Τι ήμασταν; Θύματα της κοινωνίας. Από τη δουλεία στο σπίτι και από το σπίτι στη δουλειά. Τόσο καιρό ούτε ένας άνθρωπος δεν με ρώτησε ποιος είμαι, τι κάνω ή τι γυρεύω στη Γερμανία. Ούτε και κάποια κοπέλα να ενδιαφερθεί για εμένα. Ήμουν η προσωποποίηση της μοναξιάς και ούτε κάποιος προσφέρθηκε να με κάνει να αισθανθώ οικεία. Αντίθετα όλες οι περίεργες ματιές να συγκεντρώνονται προς το μέρος μου και να με κοιτάνε λες και είμαι ο <<ξενότερος>> από όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων. Και εγώ που νόμιζα πως περπατώντας με το κεφάλι σκυμμένο περνάς απαρατήρητος. Μα η αλήθεια είναι πως με το να περνάς απαρατήρητος ίσως και να κάνεις αισθητή την παρουσία σου.

Δικός σου
Κώστας 


                                                                                            Έλενα Π.

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

Ένα διαφορετικό τέλος για τον Βάνκα



Την επόμενη μέρα, ανήμερα Χριστουγέννων, ο σαραντάχρονος ταχυδρόμος πέρασε από όλα τα γραμματοκυβώτια της γειτονιάς όπου έμενε ο μικρός Βάνκας, με σκοπό να παραδοθούν όσο πιο γρήγορα γίνεται μιας και ήταν γιορτές. Ήταν ένας καλόκαρδος άνθρωπος, που αγαπούσε τη δουλειά του, και γνώριζε ότι ένα γράμμα ενός πολυαγαπημμένου προσώπου μπορεί να φέρει απέραντη αγάπη σε κάποιον. 
Μέσα στις πολυάριθμες έπιστολες και κάρτες έφτασε στα χέρια του κι ένα γράμμα χωρίς διεύθυνση. Eκείνο του Βάνκα. Γεμάτος απορία ο ταχυδρόμος το άνοιξε κι άρχισε να το διαβάζει. Τότε το μυαλό του άρχιζε να πλημμυρίζει από αμέτρητες σκέψεις και συναισθήματα. Δεν ήταν απλά λυπημένος για τη μοίρα του παιδιού,ήταν βαθύτατα στενοχωρημένος σαν ένα τεράστιο σύννεφο δυστυχίας να σκεπάζει το μυαλό του. Αποκορύφωμα όταν διάβασε <<Θα πεθάνω, να το ξέρεις>>. Ύστερα έτρεξε στο τσαγκαράσικο του Αλιαχίν, με τον οποίο είχε ιδιαίτερη σχέση, καθώς γνώριζε ότι ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να κάνει τέτοιο αμάρτημα.

 <<Αλιαχίν, Αλιαχίν>> φώναζει χτυπώντας το παράθυρο. Ο μικρός Βάνκας ανοίγει τη πόρτα κι έντρομος ρωτάει <<Ποιος είστε κύριε >>. <<Δεν έχει σημασία αγόρι μου , έλα μαζι μου για να σε σώσω από αυτό τον άσπλαχνο άνθρωπο >>.
Ο Βάνκας αμέσως ακολούθησε τον ταχυδρόμο θέλοντας επιτέλους, να δραπετεύσει από αυτή την φυλακή και τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης. Με την ελπίδα ότι σύντομα θα επιστρέψει στον παππού του. Ο ταχυδρόμος τον φιλοξένησε σπίτι του που βρίσκοταν στην άλλη πλευρά της Μόσχας. Ο Βάνκας ήθελε να τον ρωτήσει γιατί τον έσωσε αλλα ήταν ντροπαλός και διστακτικός,όμως τον ευχαρίστησε κι έπειτα εκείνος άρχισε να του διηγείται:
«Βάνκα είμαι σίγουρος πως πρέπει να είσαι μπερδεμένος αλλά ευχαρίστως θα σου εξηγήσω. Είμαι ταχυδρόμος κι όπως καταλαβάινεις είδα το γράμμα σου που δεν είχε διεύθυνση. Το διάβασα και οι σκέψεις και τα λόγια με άγγιξαν. Ήμουν κι εγώ ένα ορφανό παιδί σαν εσένα δούλευα από μικρή ηλικία στις χειρότερες συνθήκες, δεν υπήρχε κάποιος να νοιάζεται για εμένα, ώσπου ήρθε ένας κύριος και με έσωσε. Πρέπει να είμαι ευγνώμων, διότι εξαιτίας του απέκτησα μια φυσιολογική ζωή. Για αυτό είμαι πρόθυμος να σε βοηθήσω και να μείνεις κοντά μου όσο θέλεις». Ακούγοντας τα λόγια του ταχυδρόμου που στάζανε μέλι, τον αγκάλιασε και για τα επόμενα δυο χρόνια ανέπτυξαν μια πολύ δυνατή σχέση. Έπαιζαν μαζί, ο Βάνκας έμαθε να διαβάζει και να γράφει ακόμη χόρταινε ύπνο και φαγητό, απολαμβανε τη ζωή.
Μια μέρα χτυπάει τοκουδούνι και παρουσιάζεται ένας άνδρας λέγοντας πως είναι ο παππούς του μικρού και βέβαια ζητάει το παιδί. Εκείνη τη στιγμή ο ταχυδρόμος κοιτώντας το παιδί να τρέχει στην αγκαλιά του παππού του και να πλέει σε πελάγη ευτυχίας συνιδητοποίησε ότι ήταν τα τελευταία λεπτά μαζί του.
Ήταν καταβάθος στεναχωρημένος που δέχτηκε χωρίς καμία αμφιβολία να ζήσει στο χωριό. Τον αποχαιρέτησε προσπαθώντας να φανεί ευτυχισμένος αφού ο ίδιος είχε μια παρόμοια εμπειρία, καθώς είχε αφήσει ένα υπέροχο άνθρωπο για να βρίσκεται κοντά στο θείο του που εξελίχθηκε τέρας, τον Αλαχίν. Δυστυχώς, παρόμοια ήταν και η ζωή του Βάνκα στο χωριό. Δεν ήταν όπως περίμενε, αφού δούλευε, όμως, σε καλύτερες συνθήκες από την πόλη, κι ο παππούς αποδείχτηκε ένας δύσκολος άνθρωπος.
                                                                                               Γεράσιμος Κ.


Ξαφνικά όλα σταματούν. Μία δυνατή πόρτα χτυπά. Ο μικρός ξυπνά.
- Τι γυρεύεις στο γραφείο μου; (ο μικρός δεν μίλησε)
- Άντε , δίνε του από εδώ, πριν σε κάνω μαύρο στο ξύλο και πάρε μαζί και τα πράγματα που μου λέρωσες .
   Ο μικρός με δάκρυα στα μάτια αντιμίλησε στον σταγκάρη.
- Δε αντέχω άλλο! Όλη μέρα με βαράς. Ένα παιδί είμαι και αναζητώ λίγη αγάπη σε αυτό τον κόσμο. Είναι τόσο δύσκολό για εσένα να το καταλάβεις (έτσι είπε ο μικρός και σώπασε ).
    Τότε ο τσαγκάρης τον κλείδωσε σε ένα δωμάτιο. 

Μετά από λίγες ώρες μοναξιάς και θλίψης για τον μικρό Βάνκα μιά φωνούλα ακούστηκε . Ήταν ο παππούς του που του έλεγε πως ότι και αν συμβεί να μη μειώνει τον εαυτό του, να ανακτά δύναμη σε δύσκολές καταστάσεις και ότι θα είναι για πάντα μαζί του ό,τι και αν συμβεί. Έτσι ο μικρός σκούπισε τα δάκρυά του και άρχισε να βάζει σε δράση το σχέδιό του. 
    Το πρωί ο τσαγκάρης μπήκε στο δωμάτιο και ο μικρός βρήκε την ευκαιρία να αρπάξει τα κλειδία. Αργότερα που ο τσαγκάρης έφυγε, ο μικρός άνοιξε την πόρτα του δωματίου και πήρε λίγα χρήματα από τις εισπράξεις του τσαγκαράδικου και βγήκε βιαστικά από το παράθυρο.
Αμέσως πήρε το γρηγορότερο μεταφορικό μέσω και έφτασε στο κοντινότερο χωριό .
Αναζήτησε το σπίτι του παππού του . Ξαφνικά είδε μια γνωστή γειτόνισσα του παππού του να φοράει μαύρα ρούχα και την ακολούθησε.
Πήγαινε προς ένα σπίτι , έτσι γρήγορα κατάλαβε ότι ήταν το σπίτι του παππού του. Έτρεξε βιαστικά με δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλα του και μπήκε στο σπίτι.
    Πρίν λίγες  μέρες  είχε πεθάνει ο παππούς του . Πλέον δεν υπήρχε τίποτα να κάνει ο μικρός Βάνκας για να ξαναδεί το πολυαγαπημένο του παππού, μόνο που τώρα έκανε την προσευχή του να βρει κάπου να ζήσει.
                                                                                                  Άρτεμις Κ.

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

Eκπαιδευτικό πρόγραμμα/διαγωνισμός «Κύπρος-Ελλάδα-Ομογένεια: Εκαιδευτικές γέφυρες»

Η ιστοσελίδα με την οποία συμμετέχουμε στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα/διαγωνισμό «Κύπρος-Ελλάδα-Ομογένεια: εκπαιδευτικές γέφυρες». Με αφορμή το διήγημα του Χ. Μηλιώνη «Το συρματόπλεγμα του αίσχους», οι μαθητές/ριες του Β1 & Β5 του 2ο Γυμνασίου Αγίου Δημητρίου προβληματίζονται πάνω στο κυπριακό ζήτημα και μέσα από τις δημιουργίες τους (κειμενικές και εικαστικές) δείχνουν τις συνέπειες της διχοτόμησης, αλλα και προβάλλουν τη σημασία της επανένωσης του νησιού, την αξία της ειρήνης και της ομόνοιας. Μέσα από μουσικα ακούσματα «γνωρίζουν» την κυπριακή ελληνική. Τέλος, οπτικοποιούν κείμενα της κυπριακής λογοτεχνίας μέσα από τη ζωγραφική και την τεχνική του black out poetry.
Για να επισκεφτείτε τη σελίδα μας, κάνετε κλίκ στην εικόνα