Παρασκευή 19 Οκτωβρίου 2018

Η ζωή του ναυτικού...

Η Τίνα Στ. αφηγείται τη ζωή του παππού της ως ναυτικού μέσα από τις ιστορίες και αναμνήσεις του...


Ο παππούς μου είναι το δεύτερο παιδί μιας πολύτεκνης και φτωχής  οικογένειας. Οι γονείς του ήταν αγρότες και για αυτό όλα τα παιδιά της οικογένειας αναγκάστηκαν να φύγουν από πολύ μικρή ηλικία για να βρουν δουλειά. Έτσι, στα δεκάξι του χρόνια μπάρκαρε στο Εμπορικό Ναυτικό ως ναύτης, στη συνέχεια έγινε λοστρόμος και μετά ανθυποπλοίαρχος. 

Αρχικά ταξίδεψε με δεξαμενόπλοια (τάνκερ) και μετά με φορτηγά πλοία (liberty). Τα ταξίδια του διαρκούσαν πολλούς μήνες. Ένα από τα μεγαλύτερα του ταξίδια διήρκησε δύο χρόνια και είχε ως προορισμό Αμερική – Ιαπωνία. Κατά την διάρκεια αυτών των μεγάλων ταξιδιών του υπήρχε έντονη μοναξιά , νοσταλγία για την πατρίδα και την οικογένεια. Ο μόνος τρόπος επικοινωνίας ήταν μέσω αλληλογραφίας και πολλές φορές τα γράμματα καθυστερούσαν να φτάσουν μέχρι να πιάσουν λιμάνι.
Αυτή τους την μοναξιά προσπάθησαν να την καταπνίξουν με την συντροφιά των ζώων. Σε ένα λοιπόν από τα καράβια που ταξίδεψε υπήρχε μια σκυλίτσα, η  Ραλού, η οποία απολάμβανε τα χάδια, τη φροντίδα, την αγάπη αλλά και την λατρεία όλων των ναυτικών. Δυστυχώς, όμως, αυτό το σκυλάκι δεν έζησε πολλά χρόνια καθώς εγκλωβίστηκε στο σημείο που ανεβοκατεβαίνει η άγκυρα , με αποτέλεσμα οι ναυτικοί να την χάσουν και να την βρουν μετά από μέρες πεθαμένη από υποσιτισμό.
Εκτός όμως από την μοναξιά, οι ναυτικοί είχαν να αντιμετωπίσουν τις δύσκολες συνθήκες εργασίας. Οι συχνές βάρδιες στο κρύο, στις φουρτούνες και στην ομίχλη, που μπορούσε να κρατήσει έως και τρεις μέρες με αποτέλεσμα να υπάρχει κίνδυνος να χαθούν ή να χτυπήσουν πάνω σε άλλο πλοίο, εξουθένωναν τους ναυτικούς και πολλοί μάλιστα δεν άντεχαν  και έφευγαν από το πλοίο. Είχαν όμως να αντιμετωπίσουν και τις ακραίες καιρικές συνθήκες με φουρτούνες και κυκλώνες στα τροπικά κυρίως μέρη στα οποία οι Έλληνες ναυτικοί δεν ήταν συνηθισμένοι, αλλά τις αντιμετώπιζαν με ανδρεία και τόλμη.
Οι δυσκολίες αυτές έφερναν κοντά τους ανθρώπους μεταξύ τους, δημιουργώντας φιλίες που κρατούν ακόμα. Ο παππούς μου μάλιστα μιλάει ακόμα με έναν γέρο ναυτικό από τον Πειραιά που τον ξέρει περίπου 63 χρόνια και συναντιούνται, πίνουν τα ουζάκια τους και θυμούνται τα παλιά.
Τα δύσκολά περιστατικά που θυμάται είναι η σύγκρουση που είχαν πάνω σε έναν βράχο έξω από το λιμάνι της Γαλλίας αλλά και μια μεγάλη φουρτούνα στον Ινδικό ωκεανό  με τεράστια κύματα όπου και στις δύο περιπτώσεις κόντεψαν να βουλιάξουν. Όλοι οι ναυτικοί στις δύσκολές αυτές στιγμές παρακαλούσαν τον Άγιο Νικόλαο και την Παναγία να τους προστατέψει και έκαναν τάματα που θα εκπλήρωναν στις εκκλησιές των χωριών τους. Τέλος ένα άλλο περιστατικό που  θυμάται είναι όταν μεθυσμένος άνδρας έπεσε στην θάλασσα. Τότε όλοι οι ναυτικοί βοήθησαν να κατεβάσουν μια σωσίβια λέμβο στη θάλασσα για να τον βρουν. Ψάχνανε αρκετές ώρες μα δεν τον βρήκαν και τελικά υπέθεσαν πως είχε πνιγεί και έτσι επέστρεψαν στο πλοίο.    
Εκτός από τον παππού μου που είχε να αντιμετωπίσει τις ανθυγιεινές συνθήκες αλλά και όλες τις παραπάνω δυσκολίες , άσχημες στιγμές πέρασε και ο πατέρας μου με την γιαγιά μου. Η παιδική ηλικία του πατέρα μου είναι χωρίς αναμνήσεις με τον μπαμπά του. Έλειπε από όλες τις σημαντικές εκδηλώσεις του σχολείου. Ένιωθε πάντα μειονεκτικά σε σχέση με τους φίλους του καθώς εκείνοι είχαν πάντα και τους δύο γονείς τους ενώ αυτός όχι. Ακόμα και όταν ήταν όλοι μαζί αυτό ήταν για ένα σύντομο χρονικό διάστημα.
Ο παππούς μου όταν γυρνούσε από το μπάρκο του, πάντα  του έφερνε όμορφα δώρα για να αναπληρώνει το κενό της απουσίας του. Αν και χαιρόταν ο πατέρας μου με τα δώρα και τα παιχνίδια, θα προτιμούσε να είχε τον πατέρα του κοντά του. Όταν πλέον όμως ήρθε να μείνει μαζί τους ο μπαμπάς μου είχε μεγαλώσει ήταν δεκαοκτώ ετών και είχε συνηθίσει την απουσία του. Το ίδιο παράπονο είχε και η γιαγιά μου, η οποία αντιμετώπιζε όλες τις δυσκολίες μόνη της χωρίς καμία βοήθεια.

                                                                                                                               Τίνα Στ., Β΄4 

Δευτέρα 1 Οκτωβρίου 2018

Οι γάτες των φορτηγών-Ν. Καββαδίας


Φανταστείτε ότι είστε ένας από τους ναύτες ενός φορτηγού πλοίου που αναφέρει ο Καββαδίας στα ποιήματά του. Στο ημερολόγιό σας γράφετε τις σκέψεις και τα συναισθήματά σας...

ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΝΑΥΤΗ



15/8/1920

Πάλι άυπνος…για δεύτερη συνεχόμενη μέρα. Η βάρδια μου πάλι 1:00 – 6:00 το πρωί. Ευτυχώς που ο παπαγάλος μου μένει ξύπνιος και μου κρατάει συντροφιά, αλλιώς, ποιος ξέρει…

Πάλι καλά που βρίσκω ένα πεντάωρο να κοιμηθώ. Με το που ξυπνάω ακούω τον πολυαγαπημένο μου παπαγάλο. Μου θυμίζει την γυναίκα μου που την άφησα πίσω στην πατρίδα. 






19/8/1920

Ευτυχώς οι βραδινές βάρδιες έχουν τελειώσει δύο  μέρες τώρα και κοιμάμαι κανονικά. Κατά  τ’ άλλα όλα ίδια, η μυρωδιά του ψαριού, η κακή ποιότητα υγιεινής και οι σκληρές συνθήκες εργασίας. Σε λίγες μέρες φτάνουμε στον προορισμό μας, το Σύδνεϋ.



20/8/1920

Κάποιες μέρες εύχεσαι να μην υπήρχαν. Η σημερινή μέρα δεν αποτελεί εξαίρεση. Με το που ξύπνησα χτυπά ο συναγερμός και το ταβάνι αρχίζει να στάζει. Ανεβαίνω στο κατάστρωμα, βλέπω νερά ίσαμε ένα μέτρο. Κοιτάω πάνω και βλέπω να έρχεται καταπάνω μου ένα κύμα τρία μέτρα περίπου, τρέχω λοιπόν πάλι στο δωμάτιό μου. Μέσα σε δύο ώρες όλα είχαν τελειώσει. Εγώ και ο παπαγάλος μου την γλυτώσαμε αλλά οι δυο καλοί μου φίλοι όχι, είναι οι δυο πρώτοι ναύτες που χάνονται σε αυτό το ταξίδι.



21/8/1920

Το πλοίο ρίχνει άγκυρα στο Σύδνεϋ. Δεν έχουμε πολύ χρόνο στη διάθεσή μας, για να ξεφορτώσουμε. Δεν ξέρω γιατί, αλλά είμαι ο μόνος που ξεφορτώνει. Είναι τα γενέθλιά μου αλλά πάλι εμένα αγγάρευσαν. Ενώ ήμουν λυπημένος, μετά το φαγητό ο λοστρόμος μου λέει χρόνια πολλά και μου δίνει έναν υπέροχο παπαγάλο, όλο μπλε με κίτρινα φτερά και έξυπνο βλέμμα. Εκτός από τον παπαγάλο μου έδωσε και έναν πανέμορφο γάτο με πορτοκαλί τρίχωμα και μαύρες ρίγες.  Σήμερα ξεκινάμε για την πατρίδα! Σε έξι μήνες φτάνουμε στην  Ελλάδα.

Θ.Μ.

7 Δεκεμβρίου 1935

Πολυαγαπημένη  μου,
        Πολυαγαπημένη μου που τόσο καιρό μακριά σου δεν βρίσκω το κουράγιο ούτε το όνομά σου να προφέρω.
        Συγγνώμη που άργησα τόσο να σου γράψω, μα τέσσερις μήνες τώρα δεν έχουμε κάνει ούτε μια στάση. Ήταν να κάνουμε στάση σε ένα λιμάνι στην Κροατία, μα η θάλασσα ήταν φουρτουνιασμένη αναγκάζοντας μας να συνεχίσουμε το ταξίδι.
        Η ζωή στη θάλασσα είναι δύσκολη. Οι περισσότεροι από εμάς είμαστε υγιείς, μα μερικοί υπέκυψαν στις δυσκολίες και στις ασθένειες που παραμονεύουν.
        Οφείλω να σε ενημερώσω ότι ο μικρός σου αδερφός στέκει ακόμα γερός και άκοπος. Σκληρό παλικαράκι ο Βασιλάκης! Δεν του το ’χα. Κάθε πρωί σηκώνεται χαρωπός σιγομουρμουρίζοντας ή σφυρίζοντας τη μελωδία, που μου ‘χες πει κάποτε, πως σας τραγούδαγε η μητέρα σας, όταν ήσασταν παιδιά. Κάθε μεσημέρι έρχεται στην τραπεζαρία ενθουσιασμένος παρόλο τον απαίσιο χυλό που μας σερβίρουν.
        Δεν θα σου πως μου λείπεις γιατί αυτό ήδη το ξέρεις. Μα έχω κάτι να ζητήσω από σένα. Θέλω να προσευχηθείς για μένα γιατί έχω χάσει πια το κουράγιο να το κάνω ο ίδιος.
        Πιστεύω ήρθε η ώρα να τελειώσω το γράμμα μου προς εσένα εδώ, πριν τα δάκρυα μου μουτζουρώσουν πολύ το μελάνι.
        Αντίο, πολυαγαπημένη μου, ελπίζω να ξαναϊδωθούμε σύντομα.
                                 Νεφέλη Μ. 

Τρίτη 29 Μαΐου 2018

Τρίτη 22 Μαΐου 2018

"Σπάζουμε τη γυάλινη οροφή": η εργασία μας στο πρόγραμμα Τ4Ε

Βασικό θέμα της εργασίας είναι η «γυάλινη οροφή», τα εμπόδια δηλαδή που συναντούν οι γυναίκες στον εργασιακό χώρο. Οι μαθητές/ριες αναζητούν περιπτώσεις του φαινομένου στο διαδίκτυο, αφηγούνται τυχόν προσωπικές εμπειρίες από το συγγενικό ή φιλικό περιβάλλον, αναρωτιούνται για τα αίτια του φαινομένου και μαθαίνουν για τα θεσμικά όργανα της ΕΕ που προασπίζονται τα εργασιακά δικαιώματα των γυναικών μέσα από σχετικές συνθήκες. Το διήγημα του σχολικού βιβλίου Λογοτεχνίας «Ένας αριθμός» του Ά. Τσέχωφ, που θίγει το θέμα της εργασιακής εκμετάλλευσης και της παθητικής στάσης μιας γυναίκας στη Ρωσία του 19ου αιώνα αποτελεί το έναυσμα, για να εξετάσουν οι μαθητές/ριες τι συμβαίνει στην Ευρώπη του 21ου αιώνα σε σχέση με τις γυναίκες στον εργασιακό χώρο. Οι μαθητές/ριες εργάστηκαν, κυρίως, ομαδοσυνεργατικά αλλά κι ατομικά πάνω σε ένα μοντέλο Κριτικού Γραμματισμού.
Η εργασία υλοποιήθηκε στο πλαίσο του προγράμματος Teachers 4 Europe (T4E)





Κυριακή 6 Μαΐου 2018

Τα e book μας από το βιβλιοεργαστήριο

Φέτος  στο μάθημα της Λογοτεχνίας και στο πλαίσιο της φιλαναγνωσίας, τα τμήματα Α2, Β1 και Β5 συμμετείχαν  στο βιβλιοεργαστήριο «Το βιβλίο ένας φίλος που επιλέγω» του Ιδρύματος Λασκαρίδη.
Το τμήμα Α2 διάβασε τα βιβλια:
  1. «Ο δρόμος για τον παράδεισο είναι μακρύς» της Μαρούλας Κλιάφα
  2. . «Μου μαθαίνετε να χαμογελάω σας παρακαλώ;» της Ελένης Δικαίου
Τα τμήματα Β1 και Β5 διάβασαν τα βιβλία
  1. «Μια μπαλάντα για τη Ρεβέκκα» της Μαρούλας Κλιάφα
  2. «Μου μαθαίνετε να χαμογελάω σας παρακαλώ;» της Ελένης Δικαίου
Στο πλαίσιο του συγκεκριμένου προγράμματος ετοιμάσαμε 4 ebook.
 A2







B1 & B5




Τετάρτη 25 Απριλίου 2018

Μου μαθαίνετε να χαμογελάω σας παρακαλώ-Ε. Δικαίου

Book titled 'Μου μαθαίνετε να χαμογελάω σας παρακαλώ;'Read this free book made on StoryJumper

Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Τα κόκκινα λουστρίνια


Ο μικρός βιοπαλαιστής έχοντας πλέον τελοιοποιήσει τα κόκκινα λουστρίνια ένιωσε απέραντη χαρά και υπερηφάνια για αυτό το κατόρθωμα, καθώς ήταν απολύτως σίγουρος ότι η κόρη του δασκάλου θα κολακευόταν και θα τον ερωτευότανε. Το μόνο που έμελλε να κάνει είναι να της τα δώσει. Βέβαια ήταν τόσο ντροπαλός και αγχωμένος που όταν την έβλεπε έπινε το αμίλητο νέρο. 
Παρόλ’ αυτά το επόμενο πρωί αποφάσισε να κάνει την μεγάλη κίνηση. Φτάνει στο σπίτι της και γεμάτος αγωνία χτυπάει το κουδούνι κρατώντας το ζευγάρι με τα παπούτσια. Η ίδια ανοίγει την πόρτα κι έντρομος της λέει:
-Aυτά τα πήρα... μάλλον τα έφτιαξα για σένα. Μέχρι να απαντήσει η κοπέλα, η η καρδιά του χτύπαγε σαν ταμπούρλο.
-Ευχαριστώ πολύ, είναι υπέροχα! Ψιθυρίζει βιαστικά αγχωμένη και απευθείας αρπάζει τα παπούτσια και κλείνει την πόρτα χωρίς να του πεί άλλη κουβέντα. Για έναν περίεργο λόγο, όμως, τα ρούχα της έδειχναν απεριποίητα.


Το αγόρι είχε μείνει άναυδο από τη συμπεριφορά της. Ήταν αγενέστατη και απαράδεκτη. Εκείνος νόμιζε πως έφταιγαν τα παπούτσια. Σκέφτηκε πως δεν είναι τόσο λαμπερά όσο έπερεπε για την κόρη του δασκάλου. Έτσι όλη την εβδομάδα κόπιασε, δε κοιμόταν πολλές ώρες, σπατάλησε όλο τον μηνιαίο μισθό για να φτιάξει ένα νέο ζευγάρι παπούτσια.
Ύστερα από εβδομάδες ξαναεπισκέφτηκε την κοπέλα για να παραδώσει το δεύτερο ζευγάρι με τα παπούτσια. Μόνο που αυτή τη φορά αισθανόταν υποψιασμένος ότι κάτι συμβαίνει με το κορίτσι. Πρίν χτυπήσει το κουδούνι κρυφάκουσε για λίγα λεπτά κάποιες συζητήσεις μεταξύ μάνας-κόρης.
-Τα πιάτα δεν τα έπλυνες ακόμα; Πότε περιμένεις να καθαρίσεις τη κουζίνα; Απορώ πώς είσαι κόρη μου και αν πάρεις στο επόμενο τετράμηνο χαμηλότερο βαθμό από 19 την πάτησες! Με άκουσες ; Όχι απλά θα στις βρέξω αλλά ξέχνα το κρεβάτι σου θα κοιμάσαι στο πάτωμα.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια και τα έντονα κλάματα της κοπέλας άρχιζε να γεμίζει από συναισθήματα θλίψης και απογοήτευσης.  Συνειδητοποίησε ότι ένα «σκηνικό» που μπορεί να φαίνεται σε όλους υπέρχο, θαυμάσιο και καταπληκτικό, πίσω απ’ αυτό να κρύβεται ένα ολοκλήρο παρασκήνιο με πίεση, κόπωση, δυστυχία.  Όλα αυτά για το συμφέρον ή την ικανοποίηση των μεγαλυτέρων.
Αρχικά, το παιδί δίστασε να παραδώσει τα νέα υποδήματα. Έπειτα αποφάσισε να τα αφήσει στην πίσω πόρτα του σπιτιού με ένα σημείωμα που έγγραφε «Κουράγιο, η ζωή δεν είναι κάμπος να διαβαίνεις, αν θέλεις βοήθεια εδώ είμαι εγώ. Νομίζω ξέρεις ποιος είμαι!».
Έφτασε στα χέρια της κοπέλας, καθώς σκούπιζε την αυλή, το διάβασε χαμογέλασε και χάρηκε, αφού συνειδητοποίησε πως υπάρχει ένα πρόσωπο που πραγματικά νοιάζεται για εκείνη.
                                                                             Γεράσιμος Κ.





Ο νεαρός με την κόρη του δασκάλου δεν πήγαιναν στο ίδιο σχολείο. Το κουδούνι για το σχόλασμα του νεαρού χτυπούσε ένα τέταρτο μετά από το κουδούνι του κοριτσιού.
Την έκτη ώρα το νεαρό παιδί ζήτησε από την δασκάλα του να πάει στη διεύθυνση του σχολείου και να πάρει τηλέφωνο τους γονείς του να έρθουν να τον πάρουν, διότι πόναγε πολύ η κοιλιά του. Στην διεύθυνση του σχολείου δεν πήγε ποτέ. Έφυγε από την πίσω πλευρά του σχολείου που υπήρχαν κάτι σπασμένα κάγκελα. Σκαρφάλωσε με όλη του την δύναμη και κατάφερε να βγει έξω από το σχολείο χωρίς να τον δει κανείς.
Έτρεξε γρήγορα να προλάβει το μικρό κορίτσι. Την ακολούθησε μέχρι το σπίτι της. Περίμενε όλο το μεσημέρι και το απόγευμα μέχρι που άρχισε να σουρουπώνει. Έβγαλε από την σχολική τσάντα του μια κολόνια και τα κόκκινα λουστρίνια. Ψεκάστηκε τόσες φορές που άδειασε όλο το μπουκαλάκι με την κολόνια. Στην συνέχεια πήγε στον κήπο του διπλανού σπιτιού και έκοψε ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Με το ένα χέρι στο κουτί και με το άλλο στο κατακόκκινο τριαντάφυλλο χτύπησε το κουδούνι. (ΝΤΙΝ ΝΤΑΝ).


Για καλή του τύχη άνοιξε την πόρτα του σπιτιού το μικρό κορίτσι. Ο νεαρός της είπε: «αυτά είναι για σένα μικρή μου πριγκίπισσά». Το μικρό κορίτσι πήρε το τριαντάφυλλο και το κουτί. Για ανταλλαγή του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και του είπε: «αύριο έλα να με πάρεις εσύ από το σχολείο, καλό βράδυ» και έκλεισε τη πόρτα. Ο νεαρός είχε γίνει σαν παντζάρι. Την επόμενη μέρα πήγε να πάρει το μικρό κορίτσι από το σχολείο με το ίδιο κόλπο όπως χθες. Όταν αντίκρυσε ο νεαρός το μικρό κορίτσι έγινε πάλι σαν παντζάρι.
Τέλος το μικρό κορίτσι του ζήτησε να φάνε μαζί το μεσημεριανό τους. Και μετά ……. Άστα να πάνε μου τελείωσε και εμένα ο αποθηκευτικός χώρος της κάμερας και δεν πρόλαβα να τραβήξω περισσότερες λεπτομέρειες.   
                                                                                      Εφραίμ Κ.




Το αγόρι σκεφτόταν, να της τα δώσει ή όχι τα λουστρινένια γοβάκια; Μέχρι που αποφάσισε να της μίλησει, σήμερα που θα ερχόταν στο σπίτι τους για να φάνε οι δύο οικογένειες μαζί. Είχε τόσα στο μυαλό του, τόσα που η φαντασία του πλημμύριζε από χαρούμενες αλλά και στενόχωρες σκέψεις.
 Ξαφνικά χτυπά το κουδούνι: Ντιν, Νταν! (ήταν η κόρη του δασκάλου):
 - Γειά σας! (απάντησε με όλο χαρά ο νεαρός).
-Τι θέλεις; (τον κοίταξε με οίκτο, η κόρη του δασκάλου).
-Εμμμμ...(ο νεαρός την κοίταξε κι αμέσως ένιωσε ότι αυτή ήταν το ένα λαμπερό αστέρι που του φώτιζε το δρόμο μέσα στην νύχτα και άλλα πολλά που κόντευε να ξεχάσει το όνομά του).
 -Μου σπαταλάς το χρόνο μου, υπηρέτη, περιμένω ένα αγόρι.
- Ορίστε , συγνώμη που σας εμποδίζω να περάσετε. ( Έτσι απαντά, και δίνει το κουτί με τα λουστρινένια κόκκινα γοβάκια στην κοπέλα και φεύγει για το δωμάτιό του).
 Αμέσως ένιωσε θλίψη να το κυριεύει και ξαφνιακά όλα τα αστέρια του ουρανού και τα πολύχρωμα λουλούδια να χάνονται από τα μάτια του. Δεν ήξερε τι να πει, πως να αντιδράσει.     

Μετά από  το περιστατικό αυτό η κοπέλα ανοίγει το κουτί. Βλέπει τα γοβάκια και δεν μιλά , τα έκρυψε και κατάλαβε πως αυτός ήταν ο νεαρός που τον έβλεπε μερικές φορές στο τσαγκαράδικο.Ύστερα σώπασε, δεν είπε σε κανέναν τίποτα. Κράτησε τα γοβάκια για τον εαυτό της και κάθησε να φάει με τα υπόλοιπα άτομα.  Ως τότε το αγόρι έμεινε στο κρεβάτι του χωρίς να μιλήσει σε κανέναν  και χωρίς να φαει τίποτα.
                                                                               Άρτεμις Κ.

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Ο Κάσπαρ Χάουζερ στην έρημη χώρα

Ο αφηγητής γυρίζει στον τόπο του για μια καινούρια αρχή φέρνοντας μαζί του τις αναμνήσεις από τη Γερμανία. Γράφει στο ημερολόγιο σχετικά...



Αγαπητό μου ημερολόγιο,
Επιτέλους, μύρισε Ελλάδα! Αντίο Γερμανία! Από σήμερα θα ξεκινήσω μια καινούρια αρχή. Θα αρχίσω ένα νέο κεφάλαιο στο βιβλίο αυτό που λέγεται ζωή. Δεν κοιτάμε πίσω, παρά μόνο μπροστά και αφήνουμε στην ξενιτιά τη μονότονη και καταθλιπτική ρουτίνα. Από ρομπότ μετατρεπόμαστε σε ανθρώπινα όντα. Είχαμε ξεχάσει τι θα πει περιπέτεια και ποια είναι η προσωπική μας ταυτότητα. Δεχόμασταν εντολές και ήμασταν αναγκασμένοι να τις εκτελέσουμε, να τις φέρουμε εις πέρας. Τι ήμασταν; Θύματα της κοινωνίας. Από τη δουλεία στο σπίτι και από το σπίτι στη δουλειά. Τόσο καιρό ούτε ένας άνθρωπος δεν με ρώτησε ποιος είμαι, τι κάνω ή τι γυρεύω στη Γερμανία. Ούτε και κάποια κοπέλα να ενδιαφερθεί για εμένα. Ήμουν η προσωποποίηση της μοναξιάς και ούτε κάποιος προσφέρθηκε να με κάνει να αισθανθώ οικεία. Αντίθετα όλες οι περίεργες ματιές να συγκεντρώνονται προς το μέρος μου και να με κοιτάνε λες και είμαι ο <<ξενότερος>> από όλους τους ξένους της πολιτείας των ξένων. Και εγώ που νόμιζα πως περπατώντας με το κεφάλι σκυμμένο περνάς απαρατήρητος. Μα η αλήθεια είναι πως με το να περνάς απαρατήρητος ίσως και να κάνεις αισθητή την παρουσία σου.

Δικός σου
Κώστας 


                                                                                            Έλενα Π.

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

Ένα διαφορετικό τέλος για τον Βάνκα



Την επόμενη μέρα, ανήμερα Χριστουγέννων, ο σαραντάχρονος ταχυδρόμος πέρασε από όλα τα γραμματοκυβώτια της γειτονιάς όπου έμενε ο μικρός Βάνκας, με σκοπό να παραδοθούν όσο πιο γρήγορα γίνεται μιας και ήταν γιορτές. Ήταν ένας καλόκαρδος άνθρωπος, που αγαπούσε τη δουλειά του, και γνώριζε ότι ένα γράμμα ενός πολυαγαπημμένου προσώπου μπορεί να φέρει απέραντη αγάπη σε κάποιον. 
Μέσα στις πολυάριθμες έπιστολες και κάρτες έφτασε στα χέρια του κι ένα γράμμα χωρίς διεύθυνση. Eκείνο του Βάνκα. Γεμάτος απορία ο ταχυδρόμος το άνοιξε κι άρχισε να το διαβάζει. Τότε το μυαλό του άρχιζε να πλημμυρίζει από αμέτρητες σκέψεις και συναισθήματα. Δεν ήταν απλά λυπημένος για τη μοίρα του παιδιού,ήταν βαθύτατα στενοχωρημένος σαν ένα τεράστιο σύννεφο δυστυχίας να σκεπάζει το μυαλό του. Αποκορύφωμα όταν διάβασε <<Θα πεθάνω, να το ξέρεις>>. Ύστερα έτρεξε στο τσαγκαράσικο του Αλιαχίν, με τον οποίο είχε ιδιαίτερη σχέση, καθώς γνώριζε ότι ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να κάνει τέτοιο αμάρτημα.

 <<Αλιαχίν, Αλιαχίν>> φώναζει χτυπώντας το παράθυρο. Ο μικρός Βάνκας ανοίγει τη πόρτα κι έντρομος ρωτάει <<Ποιος είστε κύριε >>. <<Δεν έχει σημασία αγόρι μου , έλα μαζι μου για να σε σώσω από αυτό τον άσπλαχνο άνθρωπο >>.
Ο Βάνκας αμέσως ακολούθησε τον ταχυδρόμο θέλοντας επιτέλους, να δραπετεύσει από αυτή την φυλακή και τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης. Με την ελπίδα ότι σύντομα θα επιστρέψει στον παππού του. Ο ταχυδρόμος τον φιλοξένησε σπίτι του που βρίσκοταν στην άλλη πλευρά της Μόσχας. Ο Βάνκας ήθελε να τον ρωτήσει γιατί τον έσωσε αλλα ήταν ντροπαλός και διστακτικός,όμως τον ευχαρίστησε κι έπειτα εκείνος άρχισε να του διηγείται:
«Βάνκα είμαι σίγουρος πως πρέπει να είσαι μπερδεμένος αλλά ευχαρίστως θα σου εξηγήσω. Είμαι ταχυδρόμος κι όπως καταλαβάινεις είδα το γράμμα σου που δεν είχε διεύθυνση. Το διάβασα και οι σκέψεις και τα λόγια με άγγιξαν. Ήμουν κι εγώ ένα ορφανό παιδί σαν εσένα δούλευα από μικρή ηλικία στις χειρότερες συνθήκες, δεν υπήρχε κάποιος να νοιάζεται για εμένα, ώσπου ήρθε ένας κύριος και με έσωσε. Πρέπει να είμαι ευγνώμων, διότι εξαιτίας του απέκτησα μια φυσιολογική ζωή. Για αυτό είμαι πρόθυμος να σε βοηθήσω και να μείνεις κοντά μου όσο θέλεις». Ακούγοντας τα λόγια του ταχυδρόμου που στάζανε μέλι, τον αγκάλιασε και για τα επόμενα δυο χρόνια ανέπτυξαν μια πολύ δυνατή σχέση. Έπαιζαν μαζί, ο Βάνκας έμαθε να διαβάζει και να γράφει ακόμη χόρταινε ύπνο και φαγητό, απολαμβανε τη ζωή.
Μια μέρα χτυπάει τοκουδούνι και παρουσιάζεται ένας άνδρας λέγοντας πως είναι ο παππούς του μικρού και βέβαια ζητάει το παιδί. Εκείνη τη στιγμή ο ταχυδρόμος κοιτώντας το παιδί να τρέχει στην αγκαλιά του παππού του και να πλέει σε πελάγη ευτυχίας συνιδητοποίησε ότι ήταν τα τελευταία λεπτά μαζί του.
Ήταν καταβάθος στεναχωρημένος που δέχτηκε χωρίς καμία αμφιβολία να ζήσει στο χωριό. Τον αποχαιρέτησε προσπαθώντας να φανεί ευτυχισμένος αφού ο ίδιος είχε μια παρόμοια εμπειρία, καθώς είχε αφήσει ένα υπέροχο άνθρωπο για να βρίσκεται κοντά στο θείο του που εξελίχθηκε τέρας, τον Αλαχίν. Δυστυχώς, παρόμοια ήταν και η ζωή του Βάνκα στο χωριό. Δεν ήταν όπως περίμενε, αφού δούλευε, όμως, σε καλύτερες συνθήκες από την πόλη, κι ο παππούς αποδείχτηκε ένας δύσκολος άνθρωπος.
                                                                                               Γεράσιμος Κ.


Ξαφνικά όλα σταματούν. Μία δυνατή πόρτα χτυπά. Ο μικρός ξυπνά.
- Τι γυρεύεις στο γραφείο μου; (ο μικρός δεν μίλησε)
- Άντε , δίνε του από εδώ, πριν σε κάνω μαύρο στο ξύλο και πάρε μαζί και τα πράγματα που μου λέρωσες .
   Ο μικρός με δάκρυα στα μάτια αντιμίλησε στον σταγκάρη.
- Δε αντέχω άλλο! Όλη μέρα με βαράς. Ένα παιδί είμαι και αναζητώ λίγη αγάπη σε αυτό τον κόσμο. Είναι τόσο δύσκολό για εσένα να το καταλάβεις (έτσι είπε ο μικρός και σώπασε ).
    Τότε ο τσαγκάρης τον κλείδωσε σε ένα δωμάτιο. 

Μετά από λίγες ώρες μοναξιάς και θλίψης για τον μικρό Βάνκα μιά φωνούλα ακούστηκε . Ήταν ο παππούς του που του έλεγε πως ότι και αν συμβεί να μη μειώνει τον εαυτό του, να ανακτά δύναμη σε δύσκολές καταστάσεις και ότι θα είναι για πάντα μαζί του ό,τι και αν συμβεί. Έτσι ο μικρός σκούπισε τα δάκρυά του και άρχισε να βάζει σε δράση το σχέδιό του. 
    Το πρωί ο τσαγκάρης μπήκε στο δωμάτιο και ο μικρός βρήκε την ευκαιρία να αρπάξει τα κλειδία. Αργότερα που ο τσαγκάρης έφυγε, ο μικρός άνοιξε την πόρτα του δωματίου και πήρε λίγα χρήματα από τις εισπράξεις του τσαγκαράδικου και βγήκε βιαστικά από το παράθυρο.
Αμέσως πήρε το γρηγορότερο μεταφορικό μέσω και έφτασε στο κοντινότερο χωριό .
Αναζήτησε το σπίτι του παππού του . Ξαφνικά είδε μια γνωστή γειτόνισσα του παππού του να φοράει μαύρα ρούχα και την ακολούθησε.
Πήγαινε προς ένα σπίτι , έτσι γρήγορα κατάλαβε ότι ήταν το σπίτι του παππού του. Έτρεξε βιαστικά με δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλα του και μπήκε στο σπίτι.
    Πρίν λίγες  μέρες  είχε πεθάνει ο παππούς του . Πλέον δεν υπήρχε τίποτα να κάνει ο μικρός Βάνκας για να ξαναδεί το πολυαγαπημένο του παππού, μόνο που τώρα έκανε την προσευχή του να βρει κάπου να ζήσει.
                                                                                                  Άρτεμις Κ.

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

Eκπαιδευτικό πρόγραμμα/διαγωνισμός «Κύπρος-Ελλάδα-Ομογένεια: Εκαιδευτικές γέφυρες»

Η ιστοσελίδα με την οποία συμμετέχουμε στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα/διαγωνισμό «Κύπρος-Ελλάδα-Ομογένεια: εκπαιδευτικές γέφυρες». Με αφορμή το διήγημα του Χ. Μηλιώνη «Το συρματόπλεγμα του αίσχους», οι μαθητές/ριες του Β1 & Β5 του 2ο Γυμνασίου Αγίου Δημητρίου προβληματίζονται πάνω στο κυπριακό ζήτημα και μέσα από τις δημιουργίες τους (κειμενικές και εικαστικές) δείχνουν τις συνέπειες της διχοτόμησης, αλλα και προβάλλουν τη σημασία της επανένωσης του νησιού, την αξία της ειρήνης και της ομόνοιας. Μέσα από μουσικα ακούσματα «γνωρίζουν» την κυπριακή ελληνική. Τέλος, οπτικοποιούν κείμενα της κυπριακής λογοτεχνίας μέσα από τη ζωγραφική και την τεχνική του black out poetry.
Για να επισκεφτείτε τη σελίδα μας, κάνετε κλίκ στην εικόνα
 

Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2017

Ένα διαφορετικό τέλος για το βιβλίο" Ο δρόμος για τον παράδεισο είναι μακρύς"

      7 Mαϊου 2017

Αγαπημένη μου Ελένη,

Χαίρομαι που το πάρτι σου είχε επιτυχία αλλά έχω κάποιες απορίες που θέλω να μου λύσεις. Αρχικά, πριν από λίγες μέρες πήγα στο Βόλο να σου κάνω έκπληξη επειδή ήξερα για τους αγώνες, αλλά δεν σε είδα πουθενά. Δε νομίζω πως αγωνίστηκες, αφού κανένα κορίτσι απ’ όσο έμαθα λεγόταν Ελένη. Ήταν μόνο μια κοπέλα απ’ την Ελλάδα. Οι υπόλοιπες ήταν από Νιγηρία, Κένυα. Μήπως σου συνέβη τίποτα και δεν μπόρεσες να πας. Πες μου τι έγινε, ανησυχώ πολύ.

Με αγάπη
 Βερόνικα.

Υ.Γ. Βασικά ήταν ένα κορίτσι που ήταν μαύρη, με το όνομά σου αλλά αποκλείεται να σουν εσύ. Εσύ είσαι Ελληνίδα.



                                                                   
 12 Μαϊου 2017

Αγαπημένη μου Βερόνικα,

Καταρχάς σ’ ευχαριστώ πού που πήγες στο Βόλο για μένα. Αυτό σημαίνει πολλά. Σημαίνει ότι είσαι μια αληθινή φίλη. Ήρθε τώρα όμως η στιγμή να σου αποκαλύψω κάτι. Ναι,  εγώ ήμουν εκείνη η κοπέλα που γράφει. Είμαι σίγουρη πως τώρα είσαι λίγο μπερδεμένη και θα σου εξηγήσω. Ο μπαμπάς μου είναι  από τη Νότια Αφρική και η μαμά μου από την Ελλάδα. Από τότε που γεννήθηκα μένω μόνιμα στην Αθήνα. Απλά έτυχε να πάρω το χρώμα του πατέρα μου. Όλα αυτά που σου έγγραφα δεν ήταν ψέματα. Έχω μια κολλητή, είχα γενέθλια πρόσφατα , παίζω μπάσκετ.  Δεν ήθελα να στο πω νωρίτερα γιατί φοβόμουν την απόρριψη. Πια όμως σε έχω γνωρίσει, έχω καταλάβει τι χαρακτήρας είσαι, έχεις μπεί κι εσύ στη θέση μου και για μένα είσαι μια πραγματική φίλη και πιστεύω κάποια στιγμή να τα πούμε από κοντά.

                                                                                      Φιλιά
Ελένη



                                                                                      29 Ιουνίου 2017


Αγαπημένη μου Βερόνικα,
Δε καταλαβαίνω τι συνέβη. Γιατί δεν απαντάς. Περιμένω τόσο καιρό.  Τι σου έκανα; Δε πιστεύω να φταίει αυτό που σου είπα τις προάλλες. Γιατί Βερόνικα ; Tόσο καιρό αλληλογραφούσαμε και ήταν όλα μια χαρά. Πραγματικά, δεν μπορώ να σου κρύψω τη στεναχώρια μου. Νόμιζα πως ειδικά εσύ, δε θα είχες πρόβλημα κι ήσουν διαφορετική. Όμως καταβάθος όλοι είμαστε ρατσιστές, κι ας μη το παραδεχόμαστε. Βερόνικα, γλυκιά μου, αυτό είναι ίσως το τελευταίο γράμμα που σου στέλνω. Με πιέζει ο χρόνος γιατί έχω προπόνηση και πρέπει να τελειώσω.

                                                                                         Με αγάπη
Ελένη

                                   
                                       


 02 Ιουλίου 2017

Αγαπημένη μου Ελένη,

Στεναχωριέμαι μόνο και μόνο που σκέφτηκες αυτό για μένα, αλλά σε δικαιολογώ. Εγώ ήθελα απευθείας να σου απαντήσω, όμως ο μπαμπάς μου διάβασε το τελευταίο σου γράμμα και συμπεριφέρθηκε άσπλαχνα. Αρχισε να μου λέει «Πώς τολμάς να μιλάς με μια μαύρη» κι όπως καταλαβαίνεις πολλά ακόμη. Αυτοί οι μεγάλοι συνέχεια μας λένε «Μη κάνεις παρέα με αυτόν, με εκείνον. Είναι μαύρος, είναι ξένος».  Ακόμη κι αυτοί που δέχονται ρατσισμό είναι ρατσιστές. Εμείς τα παιδιά σ’ αυτό το θέμα πρέπει να τους αγνοήσουμε, πρέπει να είμαστε όλοι ενωμένοι για ένα καλύτερο μέλλον. Είμαστε η νέα γενιά και πρέπει να εξαφανίσουμε τη λέξη «Ρατσισμός» από το λεξιλόγιο μας. Μη ξεχνάς ότι είμαστε όλοι διαφορετικοί αλλά και όλοι ίσοι.

                             Με πολλή πολλή αγάπη
                                               Βερόνικα

Γεράσιμο Κ.


Θυμάμαι από τα χρόνια του Πολέμου και της Κατοχής...

Με αφορμή το βιβλίο της Μαρούλας Κλιάφα "Μια μπαλάντα για τη Ρεβέκκα", οι μαθητές/ριες ρωτούν παππούδες/γιαγιάδες για τα χρόνια του Πολέμου και της Κατοχής. Εκείνοι θυμούνται ή ανασύρουν μνήμες από άλλες διηγήσεις και αφηγούνται...

    Δημιουργία του μαθητή Ευάνθη Ρ.       Β΄5

Ο παππούς θυμάται...
Η Κατοχή της Ελλάδας κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε τον Απρίλιο του 1941 με τη γερμανική εισβολή. Ήμουν πολύ μικρός και θυμάμαι ότι τα παιδιά της γειτονιάς μαζευόμασταν και πηγαίναμε να ζητήσουμε από τους Γερμανούς φαγητό, γιατί υπήρχε πολύ πείνα. Οι Γερμανοί μας έδινα κάτι χάρτινα κουτάκια που είχαν μέσα οδοντόκρεμα. Από την πείνα μας και μην ξέροντας τι είναι τα τρώγαμε και οι Γερμανοί γελούσαν...

Ένα ακόμη γεγονός που θυμάται...
Μετά την Κατοχή είχε δημιουργηθεί ένας οργανισμός, η ΟΥΝΤΡΑ που πρόσφερε βοήθεια κυρίως ρουχισμό στον ελληνικό λαό. Θυμάμαι πως με ανυπομονησία περίμενα να πάρω κάποιο ρούχο.Περίμενα να έρθει η Ούντρα.Μου έτυχε ένα μάλλινο πράσινο γυναικείο παλτό σε μεγαλύτερο νούμερο. Παρόλο που κρύωνα, δεν το φόρεσα ποτέ, γιατί θα με κορόιδευαν...
                                                                                                Θεοφανία Γ.


-Παππού,μπορείς να μου διηγηθείς μια εμπειρία σου απο την Κατοχή;
-Βεβαίως, αλλά επειδή ήμουν πολύ μικρός μπορώ να σου διηγηθώ μία περιπέτεια του πατέρα μου. Ο προπάππους σου, Γεώργιος Κώτης, κατετάγη εθελοντής στο Ναυτικό την περίοδο της Κατοχής. Σε μία αποστολή, το πολεμικό πλοίο στο οποίο υπηρετούσε, πήρε εντολή να πάει να καταλάβει ενα γερμανικό πλοίο στα παράλια της Αφρικής φορτωμένο με πολεμοφόδια, το οποίο επέβλεπε μια μικρή φρουρά Γερμανών. Σαν έφτασαν ξημερώματα και πλησίασαν, άναψαν οι προβολείς από το γερμανικό πλοίο και άρχισαν να πυροβολούν οι Γερμανοί. Οι Έλληνες κατάφεραν και πήδηξαν στο εχθρικό πλοίο. Ο παππούς φάνηκε άτυχος. Πηδώντας γλίστρησε και η κουμπωμένη του χλαίνη γαντζώθηκε στη δέστρα του πλοίου. Στα πέντε μέτρα τον σημάδευε ένας Γερμανός. Πατάει την σκανδάλη αλλά το όπλο δεν εκπυρσοκροτούσε. Βλέποντας αυτά ο παππούς τραβάει την ξιφολόγχη του, κόβει το κουμπί από τη χλαίνη και πέφτει στη θάλασσα. Αυτό ήταν η σωτηρία του. Μετά απο λίγη ώρα βγήκαν νικητές οι Έλληνες, μάζεψαν τον παππού απο τη θάλασσα και επέστρεψαν συνοδεύοντας το γερμανικό πλοίο με τα πολεμοφόδια στο λιμάνι της Χάιφα(Λίβανος), όπου βρισκόταν το Ελληνικό στρατηγείο. Τους υποδέχτηκαν σαν ήρωες!!
-Ευχαριστώ πολύ παππού!!
-Τίποτα αγόρι μου.
                                                                                             Γιώργος Σ.


Ο παππούς μου μου διηγήθηκε ένα περιστατικό που αφορούσε τον προπάππου μου...
Κατά τη διάρκεια της κατοχής οι γερμανοί έδωσαν τον έλεγχο των περιοχών ανατολικά του Στρυμόνα ποταμού, στους συμμάχους τους Βουλγάρους. Οι Γερμανοί έδρασαν με αυτόν τον τρόπο από ανάγκη, διότι έπρεπε να μεταφέρουν τα στρατεύματα τους στην Ευρώπη και την Αφρική όπου ακόμη έκανα επεκτατικούς  πολέμους .                          
 Το χωριό μου ,η Μονοκκλησιά Σερρών ήταν από τις περιοχές ανατολικά του Στρυμόνα που κατέλαβαν τελικά οι Βούλγαροι. Οι Βούλγαροι ήταν πιο σκληροί από τους Γερμανούς και προκάλεσαν πολλά περιστατικά. Σε ένα από αυτά συγκέντρωσαν ανήλικα αγόρια, σχετικά, μεγάλα σε ηλικία. Ήταν και ο προπάππους μου εκεί. Τους έδειραν όλους πάρα πολύ. Τον προπάππου μου αφού τον έδειραν, τον μαχαίρωσαν στο κεφάλι,  πίσω από το αυτί,  με αποτέλεσμα να χάσει την ακοή του και να είναι αναγκασμένος να φοράει ακουστικό για όλη την υπόλοιπη ζωή του. 
                                                                              Κωνσταντίνα Γ.


Δευτέρα 11 Δεκεμβρίου 2017

Ερωτήσεις για τη συγγραφέα...

Την Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου η συγγραφέας Μαρούλα Κλιάφα θα  μας κάνει την τιμή και θα επισκεφτεί το σχολείο μας. Οι μαθητές/ριες του Α2 διάβασαν το βιβλίο "Ο δρόμος για τον παράδεισο είναι μακρύς" και θέλουν να τη ρωτήσουν...
1) Πώς αποφασίσατε να γίνετε συγγραφέας;
2) Σε ποια ηλικία ξεκινήσατε να γράφετε βιβλία;
3) Όταν ήσασταν παιδί ποιο βιβλίο σας άρεσε; Είχατε κάποιον αγαπημένο συγγραφέα;
4) Πόσο καιρό σας πήρε να γράψατε το βιβλίο «Ο δρόμος για τον Παράδεισο είναι μακρύς»;
5) Το βιβλίο που διαβάσαμε περνάει πολλά μηνύματα. Είναι πραγματικά καταπληκτικό και συγκινητικό. Από πού εμπνευστήκατε το θέμα;
6) Η ιστορία είναι βασισμένη σε αληθινά γεγονότα; Είδαμε ότι είναι αφιερωμένο σε μια Μαρία από το Φιέρι και σε μια Βερονίκη από το Αργυρόκαστρο
7) Ποιο θα είναι το επόμενο βιβλίο σας;
8) Ως μαθήτρια ήσασταν καλή στην έκθεση;
9) Είναι δύσκολο να γράφει κανείς λογοτεχνικά βιβλία;
10) Σκοπεύετε να γράψετε δεύτερο μέρος του βιβλίου;
11) Σε εσάς ποιος χαρακτήρας του βιβλίου άρεσε περισσότερο; Η Ελένη ή η Βερόνικα;

Μια μπαλάντα για τη Ρεβέκκα: το πιάνο της Ρεβέκκας

Ο Γιάννης Π. κατασκεύασε ένα πιάνο από χαρτόνι και οδοντογλυφίδες. Κάπως έτσι φαντάζεται και το πιάνο στο οποίο η Ρεβέκκα έπαιξε τη μπαλάντα που της έστειλε ο Κωνσταντής