Γρήγορα-γρήγορα
ο Βάνκας έτρεξε στο κοντινότερο κουτί, για να περάσει το πολύτιμό του μήνυμα
από τη χαραμάδα. Μαζί του πήρε και ένα γράμμα του Αλιάχιν. Το γράμμα αυτό
προοριζόταν για κάποιον συγγενή του. Ο Βάνκας, παρόλη την περιέργειά του, δεν
το άνοιξε. Καθώς έτρεχε προς το κουτί, προσπαθούσε να φορέσει ένα λεπτό
ζακετάκι, διότι έκανε κρύο, τσουχτερό κρύο. Όμως ήταν ακατόρθωτο να φορέσει το
ζακετάκι κρατώντας δύο γράμματα στο ένα του χέρι. Ξαφνικά το γράμμα του Αλιάχιν
γλιστρά από το χεράκι του εννιάχρονου παιδιού και προσγειώνεται σε μια λακκούβα
γεμάτη λάσπη. Ο Βάνκας σάστισε!
Τι
να κάνει δεν ήξερε! Δίχως σκέψη βούτηξε την παλάμη του στη λακκούβα, ενώ
ταυτόχρονα προσπαθούσε να βρει μια δικαιολογία η οποία θα τον έσωζε από τα
χτυπήματα του αφεντικού του. Ο Βάνκας απελπισμένος έπιασε το μουσκεμένο γράμμα
και το έβαλε στην τσέπη του. Έριξε το μήνυμα που πίστευε πως ήταν η μοναδική
του ελπίδα σωτηρίας και τρέχοντας έφτασε στην εξώπορτα του τσαγκαράδικου. Ο
Βάνκας μπήκε μέσα και έκανε τον ανήξερο. Ο Αλιάχιν τον ρώτησε αν έστειλε το
γράμμα. Απάντηση δεν πήρε. Το ύφος του έγινε ακόμα πιο σοβαρό και αυστηρό. Ο
Βάνκας αποφάσισε να του πει την αλήθεια. Εξοργισμένος ο Αλιάχιν τον άφησε ηστικό για τρείς ολόκληρες μέρες. Ο Βάνκας
δεν άντεξε. Το φαγητό το έβλεπε μόνο στα όνειρα του και βλέποντας ένα από αυτά
....... άφησε και την στερνή του την πνοή.
Έλενα
Παππά Α΄5
Μόλις ο Βάνκας πέταξε το
γράμμα μέσα στο κουτί, θυμήθηκε ότι κάτι είχε ξεχάσει να γράψει. Ο Βάνκας
πλησίασε τον Κύριο Σέρχιο Αραούχο, ο οποίος είχε τα κλειδιά για το κουτί και
τον παρακάλεσε να το ανοίξει για να διορθώσει το γράμμα. Μόλις ο Κύριος Σέρχιο
ανοίγει το κουτί, είδαν πως δεν υπήρχε κανένα γράμμα και έτσι απόρησαν. Μια κυρία
που καθόταν στην στάση του λεωφορείου, η οποία ήταν απέναντι από το γραμματοκιβώτιο
τούς είπε πως μόλις ο Βάνκας πήγε να ζητήσει τα κλειδιά, ένα φορτηγό μάζεψε όλα
τα γράμματα για να τα δώσει στους παραλήπτες.
Ο Βάνκας προσπάθησε να
τρέξει όσο πιο γρήγορα γινόταν, για να προλάβει το φορτηγό αλλά ήταν
εξαντλημένος από τη συνεχή δουλειά. Ο Βάνκας πίστεψε πως όλες οι ελπίδες
του χάθηκαν και θα ήταν αναγκασμένος να ζει στη Μόσχα μέχρι να πεθάνει αλλά ο
άνθρωπος που οδηγούσε το φορτηγό γνώριζε τον κύριο Κωνσταντή Μακάριτς και πήγε
ως το χωριό που ζούσε για να του παραδώσει το γράμμα. Την άλλη μέρα ο παππούς
εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά στον Βανκα την ώρα που εργαζόταν και τον πήρε στο
χωριό.
Εντι Σαντσες (Α5)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου