Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία Α΄ Γυμνασίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνία Α΄ Γυμνασίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Μια μέρα στο παλιό Σχολείο... με αφορμή το απόσπασμα "Νέα Παιδαγωγική" του Ν. Καζαντζάκη

Στις 11 Οκτωβρίου 2019 στο πλαίσιο του μαθήματος της Λογοτεχνίας επισκεφτήκαμε το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, με αφορμή το απόσπασμα του σχολικού βιβλίου «Νέα Παιδαγωγική» από το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Αναφορά στο Γκρέκο» (1961) του Ν. Καζαντζάκη οι μαθήτριες και οι μαθητές του Α2 μεταφέρθηκαν με βιωματικό τρόπο στο παλιό σχολειό. Κάθισαν στα παλιά ξύλινα θρανία, παρατήρησαν τα αντικείμενα και μια τάξη του «παλιού» σχολείου και μίλησαν για αυτό σχολιάζοντας τα εκθέματα του χώρου (έδρα πάνω στο βάθρο, ξυλόσομπα, τετράδια καλλιγραφίας, σάκα, βέργα, ποδιά κ.λπ). Επίσης, είδαν φωτογραφικά ντοκουμέντα και ανέλαβαν ρόλους...

Στη σχολική τάξη κλείνοντας την ενότητα και στην ερώτηση «Γιατί το σχολείο τότε ήταν διαφορετικό;» Απάντησαν:
-«Γιατί πίστευαν ότι το ξύλο θα βοηθούσε στην πειθαρχία»
....
-«Γιατί υπήρχε φτώχεια»
-«Γιατί  είχαν άλλες αρχές και άλλη νοοτροπία
-«Γιατί ήταν μια άλλη εποχή και ο ρόλος του δασκάλου ήταν διαφορετικός»
Ακριβώς! Άλλες οι ανάγκες, άλλες οι κυρίαρχες νοοτροπίες, οι κυρίαρχοι λόγοι, οι ρητές και οι άρρητες παραδοχές εκείνης της κοινωνίας...

Με «εργαλεία» το κείμενο και την επίσκεψή τους γράφουν:

«Μια μέρα στο παλιό σχολείο....
θα αφήσετε την φαντασία σας ελεύθερη και με βάση τα όσα είδατε και διαβάσατε θα αφηγηθείτε μια μέρα στο παλιό σχολείο... ως συμμαθητές του Ν. Καζαντζάκη»

Σήμερα είναι Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 1900. Ο ήλιος μόλις ανέτειλε και μια ηλιαχτίδα του με ξύπνησε ευχάριστα. Φόρεσα την ποδιά μου και το σκισμένο παλτό μου , έπιασα όσο καλύτερα μπορούσα ψηλά τα μαλλιά μου και κίνησα για το σχολείο κρατώντας ένα βαρύ κούτσουρο.
Τα γυμνά πόδια μου είχαν παγώσει από τον αδίστακτο χειμωνιάτικο άνεμο που φυσούσε με ορμή. Στο δρόμο συνάντησα τη Λενιώ, μια απ’ τις καλύτερες μαθήτριες της τάξης. Εκείνη φορούσε ολόλευκα σαν το χιόνι παπούτσια κι ένα καλοραμμένο παλτό, προσέχοντας την εμφάνισή της, ως κόρη του Δημάρχου. Ζήλεψα, θαρρώ να πω. Στο δρόμο συζητούσαμε για τη γιορτή του κατηχητικού σχολείου, που ήταν το ερχόμενο Σάββατο.
Πριν φτάσουμε στο σχολείο, που έμοιαζε με ερείπιο έτοιμο να καταρρεύσει, έπρεπε να είμαστε καθαρές πριν μπούμε στην τάξη. Μετά από πέντε λεπτά περίπου, ακούσαμε το δάσκαλο να πλησιάζει στην αίθουσα με βροντερά βήματα. Καθώς μπήκε μέσα κρατώντας την δερμάτινη τσάντα του και τον βούρδουλα, όλοι σηκωθήκαμε αμέσως όρθιοι, δείχνοντας σεβασμό. Εκείνος μας καλημέρισε με βαριά φωνή και κάθισε στην έδρα του, η οποία ήταν πιο ψηλά απ’ τους μαθητές για να δείχνει ανωτερότητα και κοίταξε τα χαρτιά του. Έπειτα από λίγο σηκώθηκε και έλεγξε προσεκτικά, τα νύχια και τ’ αυτιά μας. Ο Κώστας φαίνεται πως ξέχασε να καθαρίσει τα νύχια του, γι’ αυτό ο δάσκαλος τον διέταξε ν’ ανοίξει τα χέρια του και μετά άρχισε να τον δέρνει με τον βούρδουλα. Τα χέρια του Κώστα κοκκίνισαν από τη δύναμη του δασκάλου δέρνοντάς τον. Κατόπιν ο κ. Ευαγγέλου πλησίασε προς τη σόμπα για να ζεσταθεί από το βαρύ κρύο του χειμώνα.
Ένα από τα μαθήματα που θεωρούσε ο δάσκαλος σημαντικό, ήταν η ανάγνωση. Σήμερα, διαβάσαμε ένα ποίημα του Ρήγα Φεραίου. Ο καθένας διάβαζε από τρεις στίχους. Ευτυχώς ήμουν από τα λίγα παιδιά που διάβασαν άριστα, γι’ αυτό ο δάσκαλος μου επέτρεψε να ζεσταθώ κοντά στη σόμπα μαζί με τη Λουκία και τον Γιάννη. Αφού ελέγξαμε τις ασκήσεις των μαθηματικών ο κύριος Ευαγγέλου άρχισε να γράφει με την κιμωλία στον μαυροπίνακα λέξεις για να συλλαβίσουμε. Η Μαρία δεν ήταν διαβασμένη στο μάθημα της ημέρας, με αποτέλεσμα να βρεθεί γονατιστή πάνω στα σκληρά καρυδότσουφλα. Όταν σηκώθηκε για να επιστέψει στη θέση της τα πόδια της ήταν πληγωμένα και ματωμένα.
Έτσι κύλησε άλλη μια μέρα με ευχάριστα και δυσάρεστα γεγονότα στο σχολείο. Στο γυρισμό οι σκέψεις της μέρας γίνονταν εικόνες, περνώντας διαδοχικά μπροστά απ’ τα μάτια μου. Οι εικόνες όμως γρήγορα διαλύθηκαν και τη θέση τους πήραν τα παιχνίδια και οι ανέμελες φωνές απ’ τα μικρά αδέρφια μου που έπαιζαν στην αυλή.
Μαρίλια Κ.  Α2


Σήμερα όταν μπήκα στην τάξη ο δάσκαλος με κοιτούσε με ένα άγριο βλέμμα. Κάθισα στη θέση μου και άρχισε να κοιτάζει τα νύχια, τα αυτιά και τα παπούτσια των συμμαθητών μου. Έφτασε η σειρά μου, κοίταξε τα νύχια και μου είπε: Γιατί είναι βρόμικα τα νύχια σου; Σήκω και κάτσε στα καρυδότσουφλα.
Η αλήθεια είναι πως τα νύχια μου ήταν λίγο βρόμικα γιατί το πρωί κουβάλησα το κούτσουρο και λερώθηκαν. Κανένας δεν έκατσε δίπλα στην φωτιά. Ένα αγόρι έφαγε ξύλο με την βέργα που είχε δεκαοχτώ κόμπους. Στο μάθημα της καλλιγραφίας η Ρινιώ έσπασε την πένα της και με γέμισε μελάνι.
Μετά το σχολείο πήγα στον φούρνο, ο δάσκαλος ήταν εκεί, με κοίταξε και μου είπε να γράψω εκατό φορές: «Θα φοράω την στολή μου πάντα και παντού.» Όταν έφτασα σπίτι έγραψα την τιμωρία, έκανα τα μαθηματικά, τη γλώσσα, την καλλιγραφία και τη μουσική. Μετά έφτιαξα την τσάντα μου, ετοίμασα το κούτσουρο, πλύθηκα και κοιμήθηκα.
Εύη Κ Α΄2


Πρωί-πρωί ξεκίνησα για το σκολειό με την σάκα μου, την καθαρή ποδιά μου και τα χτενισμένα, στολισμένα με κορδέλες μαλλάκια μου.
Μπαίνοντας μες την τάξη, καθίσαμε κάτω και περιμέναμε τον δάσκαλο. Μπήκε μέσα στην τάξη με φόρα:
-Καλημέρα παιδιά.
Σηκωθήκαμε απάνω.
-Καλημέρα κυρ δάσκαλε.
Έκατσε στην έδρα του και άνοιξε το βιβλίο του:
-Ζωίδου,  για θύμισέ μας που είχαμε σταματήσει.
Πάγωσα. Δεν είχα προλάβει να διαβάσω την προηγούμενη ημέρα.
-Εμμ… είχαμε πει για…
Σηκώθηκε πάνω και με ρώτησε:
-Ζωίδου παιδί μου, έχεις διαβάσει για σήμερα;
Με κοίταξε με ένα άγριο βλέμμα.
-Έλα εδώ παιδί μου, μου είπε.
Στάθηκα όρθια και προχώρησα αργά-αργά προς το μέρος του. Άνοιξε το ντουλάπι και έβγαλε ένα ξύλο με καρυδότσουφλα:
-Κάτσε κάτω με τα γόνατα, και μη βγάλεις άχνα! Να μάθεις άλλη φορά να έρχεσαι διαβασμένη!
Τα μικρά μου γόνατα ματώσανε.
Την επόμενη ώρα είχαμε Μαθηματικά. Τον καημένο τον Νίκο, έδεσε κόμπο την καρδιά του και σήκωσε το δάχτυλο:
-Που είναι, κυρ δάσκαλε, η Νέα Παιδαγωγική; Γιατί δεν έρχεται  στο σκολειό;
Η Νέα Παιδαγωγική, μας είχε έρθει από την Αθήνα. Θαρρούσαμε πως θα ‘ταν καμιά νέα γυναίκα και την λέγανε Παιδαγωγική.
Τινάχτηκε από την έδρα και ξεκρέμασε από τον τοίχο τον βούρδουλα. Άρχισε να του ρίχνει ξυλιές. Κάποια στιγμή ίδρωσε και σταμάτησε.
-Να η νέα Παιδαγωγική, είπε, και άλλη φορά σκασμός! Πολύ θράσος έχετε σήμερα!
Είπε και ξεφύσησε.
Από εκείνη την ημέρα δεν ξαναπήγα αδιάβαστη στο σκολειό ποτέ.
Ελένη Ζ.  Α’2












Μια μέρα στο σχολείο... δεν ξέρω με τι να ξεκινήσω. Είναι τόσα αυτά που θέλω να πω...
Έβλεπα καθημερινά από το σπίτι μου μέχρι και στο σχολείο βέργες και βούρδουλες. Έβρισκα τρόπους να τα αποφεύγω, αλλά δεν πετύχαιναν κάθε φορά. Ας ξεκινήσουμε με το δάσκαλο της πρώτης Δημοτικού. Ήταν σαν ένας καουμπόης με καπέλο καφέ κάθε φορά. Ξέρετε αυτά που καλύπτουν γύρω – γύρω το κεφάλι. Τέλος πάντων! Αυτός, ο κύριος Σφακιανάκης ήταν πολύ αυστηρός. Μας έλεγε να έχουμε ξυρισμένο το κεφάλι, καθαρά νύχια και αυτιά, αλλιώς, ξύλο με το βούρδουλα.
Τους Χειμώνες, ειδικά όταν χιόνιζε, αν ήσουν αδιάβαστος, σε έβγαζε έξω για 3 με 4 λεπτά, μετά σε έβαζε μέσα και τις έτρωγες! Ξέρετε, πάλι, ότι όταν είσαι κρύος, εκεί να σε δω, αν πονάει, δεν το συζητώ. Αυτό εγώ το είχα πάθει πολλές φορές.
Τέλος, όταν είχες κάνει κάτι πολύ άσχημο, όπως να του πετάξεις ή να φας το κολατσιό του, σε έβαζε με τα γόνατα σε μία πλάκα ξύλου με κολλημένα καρυδότσουφλα πάνω της! Τότε ξέρεις ότι έχεις ματώσει, το νιώθεις από πριν. Δεν γνωρίζω πως πέρασαν αυτά τα χρόνια!
Βασίλης Θ. Α2


Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 1890
Αγαπητό ημερολόγιο,
Μόλις γύρισα από το δημοτικό σχολείο. Είναι η μέρα του αγιασμού και η έναρξη της σχολικής χρονιάς .Πρωί πρωί οι φίλοι μου κι εγώ συγκεντρωθήκαμε για άλλη μια φορά κάτω από το σπίτι μου και ξεκινήσαμε για το σχολείο. ‘Ημασταν πολύ ενθουσιασμένοι για την αρχή της τελευταίας μας σχολικής χρονιάς στο δημοτικό. Ελπίζαμε πως θα είχαμε έναν/μία επιεική και ευγενικό-ή δάσκαλο/δασκάλα.
Όταν φτάσαμε στο σχολείο, συγκεντρωθήκαμε στο προαύλιο σε σειρές, αμίλητοι, ώσπου ξεκίνησε ο αγιασμός. Ενώ ο παπάς μας ράντιζε με αγιασμό κρατώντας ένα κλαδί βασιλικού και τον σταυρό, τα μάτια μας ήταν στραμμένα στον καινούριο δάσκαλο. Ήταν ψηλός, γύρω στα 50, φορούσε γυαλιά και φαινόταν πολύ αυστηρός και σοβαρός. Κρατούσε έναν καφέ, δερμάτινο χαρτοφύλακα και μια μεγάλη βέργα και τη χτυπούσε απειλητικά στον αέρα όταν άκουγε φασαρία.
Μακάρι να μην είναι ο δάσκαλός μας γιατί αν είναι, είμαι σίγουρος πως θα φάω το περισσότερο ξύλο!
Βασίλης Κ. Α2

Σήμερα ήταν μια ξεχωριστή μέρα για μένα και για τους συμμαθητές μου. Το πρωί έβαλα το πηλήκιο και το σακάκι μου,  πήρα την σάκα μου και πήγα στο σχολείο. Μέσα στην αίθουσα υπήρχαν τρείς τάξεις, η Α΄, η Β’, η Δ’. Τα θρανία ήταν ξύλινα και καθόμασταν τρία –τρία  παιδιά. Καθόμουν με τον Καζαντζάκη και τον Παπαθανασίου. Ο δάσκαλος με κοίταξε και μου είπε να σηκωθώ να πω το μάθημα της Γεωγραφίας. Δεν έφτανα στον χάρτη γιατί ήμουν πολύ μικροκαμωμένος και έτσι έλεγα προφορικά το μάθημα. Μάλιστα επειδή δεν είχα διαβάσει καλά ο δάσκαλος με έβαλε να κάτσω πολύ μακριά από την σόμπα. Πιστεύω πως σήμερα την γλύτωσα ακόμα, διότι ούτε στα καρυδότσουφλα γονάτισα ούτε έφαγα πολύ ξύλο. 
  Άννα Κ.  Α’2


Μια μέρα στο παλιό σχολείο. Σηκώθηκα πρωί - πρωί και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να μην ξεχάσω το κούτσουρο. Έτρεξα έξω και πήρα στα χέρια μου ένα κούτσουρο και μπήκα στο σπίτι για να πιω το γάλα μου και να ντυθώ. Αφού το ήπια ντύθηκα με τα χιλιομπαλωμένα αλλά καθαρά ρούχα μου. Πού να πας στο σχολείο με βρόμικα ρούχα και νύχια. Ο δάσκαλος μας έλεγχε κάθε μέρα. Έτσι και σήμερα μόλις μπήκαμε κοίταξε τα ρούχα και τα νύχια μας. Δυστυχώς ο Νίκος δεν είχε κόψει τα νύχια του. Ο δάσκαλος πήρε την βίτσα από την έδρα και άρχισε να του χτυπάει τα χέρια. Λυπήθηκα πάρα πολύ, τα μάτια του βούρκωσαν αλλά δεν έβγαλε μιλιά. Στο διάλειμμα τον ρώτησα αν πονάει. λες και δεν ήξερα. Εκείνος χαμογέλασε και μου είπε δεν πειράζει, ας κοιτάξουμε να φτιάξουμε κάτι...
Γιώργος Κ. Α2


ήμερα ημέρα Τρίτη και ώρα 6 και 30 προ μεσημβρίας η μητέρα μου έρχεται να με σηκώσει για να πάω στο σχολείο.
      Παίρνω ένα λιτό πρωινό, φοράω την ποδιά μου, η μητέρα μου, μου βάζει το πηλήκιο και παίρνω τη σάκα μου για να φύγω δίχως παλτό, δίχως παπούτσια.
      Το κρύο ανυπόφορο και καθώς φτάνω στο σχολείο βλέπω τα άλλα παιδιά να κρατάνε από ένα ξύλο για την ξυλόσομπα και εγώ για δεύτερη μέρα πάω με άδεια χέρια. Στο χώρο του προαυλίου είναι μαζεμένα τα υπόλοιπα παιδιά και πάω και εγώ να δω τι κάνουν. Λίγο αργότερα το κουδούνι χτυπά και μαζευόμαστε για να κάνουμε την καθιερωμένη προσευχή.
      Στη συνέχεια, έρχεται ο δάσκαλος και κατευθυνόμαστε στην τάξη. Με το που μπαίνουμε στην τάξη και ενώ έχουμε κάτσει ήδη στα ξύλινα θρανία ο δάσκαλος μας ζητάει τα κούτσουρα. Από την τάξη μας έχουν φέρει μόνο τα σαράντα από τα εξήντα παιδιά. Για αυτό το λόγο, αρχίζει και φωνάζει, ενώ σε εμάς που δεν είχαμε φέρει περνάει και μας ρίχνει μια με την βίτσα στα χέρια. Ένιωσα ταπείνωση και έσκυψα το κεφάλι. Αμέσως μετά, παρατηρεί αν φοράμε όλοι την ποδιά μας, βλέπει αν φοράμε το πηλήκιό μας και αν τα νύχια και τα παπούτσια μας είναι καθαρά. Μας λέει να βγάλουμε την αριθμητική και όσοι δεν την είχαν τους έβαλε τιμωρία, το ίδιο και με τη γλώσσα. Όρθιοι με το ένα πόδι στον τοίχο κάνοντας τον πελαργό. Την επόμενη ώρα έχουμε γυμναστική και για αυτό πήγαμε να βάλουμε τις φόρμες της γυμναστικής. Εγώ όμως, τις είχα ξεχάσει. Όταν με βλέπει ο γυμναστής με ρωτάει <<Γιατί δε φοράς τις φόρμες σου;>> και εγώ του απαντώ πως τις έχω ξεχάσει, ενώ στην πραγματικότητα η μητέρα μου είχε ξεχάσει να τις πλύνει και δεν είχα δεύτερο ζευγάρι. Με βάζει πάνω σε κάτι καρυδότσουφλα να ακουμπούν τα ήδη γδαρμένα γόνατά μου. Τι ντροπή νιώθω μέσα μου! Αλλά πλέον είναι αργά, το πάτωμα έχει ήδη αρχίσει να πλημμυρίζει με αίματα. Τέλος, περνάμε στο συσσίτιο για να φάμε τον καθιερωμένο χυλό και ύστερα πηγαίνουμε στα σπίτια μας.
      Πέφτω με τα μούτρα στο διάβασμα καθώς δεν υπάρχει φαγητό για να φάω. Φτιάχνω τη σάκα μου και πλέον πηγαίνω στο κρεβάτι παρόλο που είναι ακόμα νωρίς 19:00 η ώρα, για να πάω την άλλη μέρα ξεκούραστη στο σχολείο.
    Ελένη Κ. Α 2


Οι δάσκαλοι στο παλιό σχολειό ήταν αυστηροί, αυταρχικοί και ασκούσαν βία προς τους μαθητές. Την απόλυτη εξουσία μέσα στην τάξη την είχε ο δάσκαλος, ενώ αντίθετα οι μαθητές δεν είχαν λόγο για τίποτα. Τα παιδιά στο διάλειμμα δεν μπορούσαν να παίξουν τα παιχνίδια που τους άρεσαν. Ήταν κάτι απαγορευμένο από τους δασκάλους οι οποίοι δεν ήθελαν να ακούν τις φωνές των παιδιών.
   Μια μέρα λοιπόν ο Καζαντζάκης με τους φίλους του αποφασίσανε να φέρουνε κρυφά στο σχολειό βόλους. Παρά το γεγονός ότι οι δάσκαλοι ήταν πολύ αυστηροί οι μαθητές δεν έχαναν ποτέ την παιδικότητα τους και την όρεξη τους για παιχνίδι. Στο πρώτο διάλειμμα μπήκαν κρυφά στην αποθήκη του σχολείου για να παίξουν το αγαπημένο τους παιχνίδι. Παίζοντας λοιπόν αφαιρέθηκαν πολύ από το παιχνίδι και δεν άκουσαν ποτέ το χτύπημα του κουδουνιού από τον δάσκαλο. Ο δάσκαλος μέσα στην τάξη κατάλαβε πως έλειπαν 5 παιδιά. Άρχισε σαν τρελός να τα ψάχνει παντού μέχρι που τα βρήκε στην αποθήκη. Οι φωνές του ακούστηκαν σε όλο το σχολειό.Έ πειτα τους πήγε στον διευθυντή όπου τους επιβλήθηκε ως αυστηρή τιμωρία ,10 βεργιές και να γράψουν 200 φορές "δεν θα ξανά αργήσω στην τάξη όταν χτυπήσει το κουδούνι" Σίγουρα δεν θα ξεχάσουν ποτέ αυτήν την τιμωρία!

Μάνος Κ. 


Η ανάρτηση θα συμπληρωθεί και με άλλες εργασίες J

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Αστραδενή


Η Μιχαέλα Σ. έκανε μια ακροστιχίδα με το όνομα της ηρωίδας του αποσπάσματος "Η ζωή στη Σύμη".


Αγαπούσε να ακούει τις μανάδες να κουβεντιάζουν καθώς δούλευαν
Στη Σύμη, τις ελεύθερές της ώρες, τις περνούσε παίζοντας με τις φίλες της κουτσό, αγάλματα, κυρίες, κ.α.
Της άρεσε πολύ να ανεβαίνει στο αποκρέβατο και να παίζει με τις φίλες της μαμάδες και παιδιά
Ρομαντική όπως ήταν, αναπολούσε τη ζωή στη Σύμη
Από τα πιο αγαπημένα της δωμάτια στη Σύμη ήταν η κουζίνα
Δεν της άρεσε η γεύση του νερού της Αθήνας και όπως έλεγε και η ίδια είχε γεύση φαρμάκου
Έδειχνε ενδιαφέρον και ευαισθησία για ό,τι συνέβαινε γύρω της
Νοιαζόταν για τη σπατάλη νερού που έκαναν οι Αθηναίοι
Η ζωή στη Σύμη ήταν πιο χαλαρή από τη ζωή στην Αθήνα


                                                    

Τρίτη 27 Φεβρουαρίου 2018

Τα κόκκινα λουστρίνια


Ο μικρός βιοπαλαιστής έχοντας πλέον τελοιοποιήσει τα κόκκινα λουστρίνια ένιωσε απέραντη χαρά και υπερηφάνια για αυτό το κατόρθωμα, καθώς ήταν απολύτως σίγουρος ότι η κόρη του δασκάλου θα κολακευόταν και θα τον ερωτευότανε. Το μόνο που έμελλε να κάνει είναι να της τα δώσει. Βέβαια ήταν τόσο ντροπαλός και αγχωμένος που όταν την έβλεπε έπινε το αμίλητο νέρο. 
Παρόλ’ αυτά το επόμενο πρωί αποφάσισε να κάνει την μεγάλη κίνηση. Φτάνει στο σπίτι της και γεμάτος αγωνία χτυπάει το κουδούνι κρατώντας το ζευγάρι με τα παπούτσια. Η ίδια ανοίγει την πόρτα κι έντρομος της λέει:
-Aυτά τα πήρα... μάλλον τα έφτιαξα για σένα. Μέχρι να απαντήσει η κοπέλα, η η καρδιά του χτύπαγε σαν ταμπούρλο.
-Ευχαριστώ πολύ, είναι υπέροχα! Ψιθυρίζει βιαστικά αγχωμένη και απευθείας αρπάζει τα παπούτσια και κλείνει την πόρτα χωρίς να του πεί άλλη κουβέντα. Για έναν περίεργο λόγο, όμως, τα ρούχα της έδειχναν απεριποίητα.


Το αγόρι είχε μείνει άναυδο από τη συμπεριφορά της. Ήταν αγενέστατη και απαράδεκτη. Εκείνος νόμιζε πως έφταιγαν τα παπούτσια. Σκέφτηκε πως δεν είναι τόσο λαμπερά όσο έπερεπε για την κόρη του δασκάλου. Έτσι όλη την εβδομάδα κόπιασε, δε κοιμόταν πολλές ώρες, σπατάλησε όλο τον μηνιαίο μισθό για να φτιάξει ένα νέο ζευγάρι παπούτσια.
Ύστερα από εβδομάδες ξαναεπισκέφτηκε την κοπέλα για να παραδώσει το δεύτερο ζευγάρι με τα παπούτσια. Μόνο που αυτή τη φορά αισθανόταν υποψιασμένος ότι κάτι συμβαίνει με το κορίτσι. Πρίν χτυπήσει το κουδούνι κρυφάκουσε για λίγα λεπτά κάποιες συζητήσεις μεταξύ μάνας-κόρης.
-Τα πιάτα δεν τα έπλυνες ακόμα; Πότε περιμένεις να καθαρίσεις τη κουζίνα; Απορώ πώς είσαι κόρη μου και αν πάρεις στο επόμενο τετράμηνο χαμηλότερο βαθμό από 19 την πάτησες! Με άκουσες ; Όχι απλά θα στις βρέξω αλλά ξέχνα το κρεβάτι σου θα κοιμάσαι στο πάτωμα.
Ακούγοντας αυτά τα λόγια και τα έντονα κλάματα της κοπέλας άρχιζε να γεμίζει από συναισθήματα θλίψης και απογοήτευσης.  Συνειδητοποίησε ότι ένα «σκηνικό» που μπορεί να φαίνεται σε όλους υπέρχο, θαυμάσιο και καταπληκτικό, πίσω απ’ αυτό να κρύβεται ένα ολοκλήρο παρασκήνιο με πίεση, κόπωση, δυστυχία.  Όλα αυτά για το συμφέρον ή την ικανοποίηση των μεγαλυτέρων.
Αρχικά, το παιδί δίστασε να παραδώσει τα νέα υποδήματα. Έπειτα αποφάσισε να τα αφήσει στην πίσω πόρτα του σπιτιού με ένα σημείωμα που έγγραφε «Κουράγιο, η ζωή δεν είναι κάμπος να διαβαίνεις, αν θέλεις βοήθεια εδώ είμαι εγώ. Νομίζω ξέρεις ποιος είμαι!».
Έφτασε στα χέρια της κοπέλας, καθώς σκούπιζε την αυλή, το διάβασε χαμογέλασε και χάρηκε, αφού συνειδητοποίησε πως υπάρχει ένα πρόσωπο που πραγματικά νοιάζεται για εκείνη.
                                                                             Γεράσιμος Κ.





Ο νεαρός με την κόρη του δασκάλου δεν πήγαιναν στο ίδιο σχολείο. Το κουδούνι για το σχόλασμα του νεαρού χτυπούσε ένα τέταρτο μετά από το κουδούνι του κοριτσιού.
Την έκτη ώρα το νεαρό παιδί ζήτησε από την δασκάλα του να πάει στη διεύθυνση του σχολείου και να πάρει τηλέφωνο τους γονείς του να έρθουν να τον πάρουν, διότι πόναγε πολύ η κοιλιά του. Στην διεύθυνση του σχολείου δεν πήγε ποτέ. Έφυγε από την πίσω πλευρά του σχολείου που υπήρχαν κάτι σπασμένα κάγκελα. Σκαρφάλωσε με όλη του την δύναμη και κατάφερε να βγει έξω από το σχολείο χωρίς να τον δει κανείς.
Έτρεξε γρήγορα να προλάβει το μικρό κορίτσι. Την ακολούθησε μέχρι το σπίτι της. Περίμενε όλο το μεσημέρι και το απόγευμα μέχρι που άρχισε να σουρουπώνει. Έβγαλε από την σχολική τσάντα του μια κολόνια και τα κόκκινα λουστρίνια. Ψεκάστηκε τόσες φορές που άδειασε όλο το μπουκαλάκι με την κολόνια. Στην συνέχεια πήγε στον κήπο του διπλανού σπιτιού και έκοψε ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Με το ένα χέρι στο κουτί και με το άλλο στο κατακόκκινο τριαντάφυλλο χτύπησε το κουδούνι. (ΝΤΙΝ ΝΤΑΝ).


Για καλή του τύχη άνοιξε την πόρτα του σπιτιού το μικρό κορίτσι. Ο νεαρός της είπε: «αυτά είναι για σένα μικρή μου πριγκίπισσά». Το μικρό κορίτσι πήρε το τριαντάφυλλο και το κουτί. Για ανταλλαγή του έδωσε ένα φιλί στο μάγουλο και του είπε: «αύριο έλα να με πάρεις εσύ από το σχολείο, καλό βράδυ» και έκλεισε τη πόρτα. Ο νεαρός είχε γίνει σαν παντζάρι. Την επόμενη μέρα πήγε να πάρει το μικρό κορίτσι από το σχολείο με το ίδιο κόλπο όπως χθες. Όταν αντίκρυσε ο νεαρός το μικρό κορίτσι έγινε πάλι σαν παντζάρι.
Τέλος το μικρό κορίτσι του ζήτησε να φάνε μαζί το μεσημεριανό τους. Και μετά ……. Άστα να πάνε μου τελείωσε και εμένα ο αποθηκευτικός χώρος της κάμερας και δεν πρόλαβα να τραβήξω περισσότερες λεπτομέρειες.   
                                                                                      Εφραίμ Κ.




Το αγόρι σκεφτόταν, να της τα δώσει ή όχι τα λουστρινένια γοβάκια; Μέχρι που αποφάσισε να της μίλησει, σήμερα που θα ερχόταν στο σπίτι τους για να φάνε οι δύο οικογένειες μαζί. Είχε τόσα στο μυαλό του, τόσα που η φαντασία του πλημμύριζε από χαρούμενες αλλά και στενόχωρες σκέψεις.
 Ξαφνικά χτυπά το κουδούνι: Ντιν, Νταν! (ήταν η κόρη του δασκάλου):
 - Γειά σας! (απάντησε με όλο χαρά ο νεαρός).
-Τι θέλεις; (τον κοίταξε με οίκτο, η κόρη του δασκάλου).
-Εμμμμ...(ο νεαρός την κοίταξε κι αμέσως ένιωσε ότι αυτή ήταν το ένα λαμπερό αστέρι που του φώτιζε το δρόμο μέσα στην νύχτα και άλλα πολλά που κόντευε να ξεχάσει το όνομά του).
 -Μου σπαταλάς το χρόνο μου, υπηρέτη, περιμένω ένα αγόρι.
- Ορίστε , συγνώμη που σας εμποδίζω να περάσετε. ( Έτσι απαντά, και δίνει το κουτί με τα λουστρινένια κόκκινα γοβάκια στην κοπέλα και φεύγει για το δωμάτιό του).
 Αμέσως ένιωσε θλίψη να το κυριεύει και ξαφνιακά όλα τα αστέρια του ουρανού και τα πολύχρωμα λουλούδια να χάνονται από τα μάτια του. Δεν ήξερε τι να πει, πως να αντιδράσει.     

Μετά από  το περιστατικό αυτό η κοπέλα ανοίγει το κουτί. Βλέπει τα γοβάκια και δεν μιλά , τα έκρυψε και κατάλαβε πως αυτός ήταν ο νεαρός που τον έβλεπε μερικές φορές στο τσαγκαράδικο.Ύστερα σώπασε, δεν είπε σε κανέναν τίποτα. Κράτησε τα γοβάκια για τον εαυτό της και κάθησε να φάει με τα υπόλοιπα άτομα.  Ως τότε το αγόρι έμεινε στο κρεβάτι του χωρίς να μιλήσει σε κανέναν  και χωρίς να φαει τίποτα.
                                                                               Άρτεμις Κ.

Πέμπτη 8 Φεβρουαρίου 2018

Ένα διαφορετικό τέλος για τον Βάνκα



Την επόμενη μέρα, ανήμερα Χριστουγέννων, ο σαραντάχρονος ταχυδρόμος πέρασε από όλα τα γραμματοκυβώτια της γειτονιάς όπου έμενε ο μικρός Βάνκας, με σκοπό να παραδοθούν όσο πιο γρήγορα γίνεται μιας και ήταν γιορτές. Ήταν ένας καλόκαρδος άνθρωπος, που αγαπούσε τη δουλειά του, και γνώριζε ότι ένα γράμμα ενός πολυαγαπημμένου προσώπου μπορεί να φέρει απέραντη αγάπη σε κάποιον. 
Μέσα στις πολυάριθμες έπιστολες και κάρτες έφτασε στα χέρια του κι ένα γράμμα χωρίς διεύθυνση. Eκείνο του Βάνκα. Γεμάτος απορία ο ταχυδρόμος το άνοιξε κι άρχισε να το διαβάζει. Τότε το μυαλό του άρχιζε να πλημμυρίζει από αμέτρητες σκέψεις και συναισθήματα. Δεν ήταν απλά λυπημένος για τη μοίρα του παιδιού,ήταν βαθύτατα στενοχωρημένος σαν ένα τεράστιο σύννεφο δυστυχίας να σκεπάζει το μυαλό του. Αποκορύφωμα όταν διάβασε <<Θα πεθάνω, να το ξέρεις>>. Ύστερα έτρεξε στο τσαγκαράσικο του Αλιαχίν, με τον οποίο είχε ιδιαίτερη σχέση, καθώς γνώριζε ότι ήταν ο μόνος που θα μπορούσε να κάνει τέτοιο αμάρτημα.

 <<Αλιαχίν, Αλιαχίν>> φώναζει χτυπώντας το παράθυρο. Ο μικρός Βάνκας ανοίγει τη πόρτα κι έντρομος ρωτάει <<Ποιος είστε κύριε >>. <<Δεν έχει σημασία αγόρι μου , έλα μαζι μου για να σε σώσω από αυτό τον άσπλαχνο άνθρωπο >>.
Ο Βάνκας αμέσως ακολούθησε τον ταχυδρόμο θέλοντας επιτέλους, να δραπετεύσει από αυτή την φυλακή και τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης. Με την ελπίδα ότι σύντομα θα επιστρέψει στον παππού του. Ο ταχυδρόμος τον φιλοξένησε σπίτι του που βρίσκοταν στην άλλη πλευρά της Μόσχας. Ο Βάνκας ήθελε να τον ρωτήσει γιατί τον έσωσε αλλα ήταν ντροπαλός και διστακτικός,όμως τον ευχαρίστησε κι έπειτα εκείνος άρχισε να του διηγείται:
«Βάνκα είμαι σίγουρος πως πρέπει να είσαι μπερδεμένος αλλά ευχαρίστως θα σου εξηγήσω. Είμαι ταχυδρόμος κι όπως καταλαβάινεις είδα το γράμμα σου που δεν είχε διεύθυνση. Το διάβασα και οι σκέψεις και τα λόγια με άγγιξαν. Ήμουν κι εγώ ένα ορφανό παιδί σαν εσένα δούλευα από μικρή ηλικία στις χειρότερες συνθήκες, δεν υπήρχε κάποιος να νοιάζεται για εμένα, ώσπου ήρθε ένας κύριος και με έσωσε. Πρέπει να είμαι ευγνώμων, διότι εξαιτίας του απέκτησα μια φυσιολογική ζωή. Για αυτό είμαι πρόθυμος να σε βοηθήσω και να μείνεις κοντά μου όσο θέλεις». Ακούγοντας τα λόγια του ταχυδρόμου που στάζανε μέλι, τον αγκάλιασε και για τα επόμενα δυο χρόνια ανέπτυξαν μια πολύ δυνατή σχέση. Έπαιζαν μαζί, ο Βάνκας έμαθε να διαβάζει και να γράφει ακόμη χόρταινε ύπνο και φαγητό, απολαμβανε τη ζωή.
Μια μέρα χτυπάει τοκουδούνι και παρουσιάζεται ένας άνδρας λέγοντας πως είναι ο παππούς του μικρού και βέβαια ζητάει το παιδί. Εκείνη τη στιγμή ο ταχυδρόμος κοιτώντας το παιδί να τρέχει στην αγκαλιά του παππού του και να πλέει σε πελάγη ευτυχίας συνιδητοποίησε ότι ήταν τα τελευταία λεπτά μαζί του.
Ήταν καταβάθος στεναχωρημένος που δέχτηκε χωρίς καμία αμφιβολία να ζήσει στο χωριό. Τον αποχαιρέτησε προσπαθώντας να φανεί ευτυχισμένος αφού ο ίδιος είχε μια παρόμοια εμπειρία, καθώς είχε αφήσει ένα υπέροχο άνθρωπο για να βρίσκεται κοντά στο θείο του που εξελίχθηκε τέρας, τον Αλαχίν. Δυστυχώς, παρόμοια ήταν και η ζωή του Βάνκα στο χωριό. Δεν ήταν όπως περίμενε, αφού δούλευε, όμως, σε καλύτερες συνθήκες από την πόλη, κι ο παππούς αποδείχτηκε ένας δύσκολος άνθρωπος.
                                                                                               Γεράσιμος Κ.


Ξαφνικά όλα σταματούν. Μία δυνατή πόρτα χτυπά. Ο μικρός ξυπνά.
- Τι γυρεύεις στο γραφείο μου; (ο μικρός δεν μίλησε)
- Άντε , δίνε του από εδώ, πριν σε κάνω μαύρο στο ξύλο και πάρε μαζί και τα πράγματα που μου λέρωσες .
   Ο μικρός με δάκρυα στα μάτια αντιμίλησε στον σταγκάρη.
- Δε αντέχω άλλο! Όλη μέρα με βαράς. Ένα παιδί είμαι και αναζητώ λίγη αγάπη σε αυτό τον κόσμο. Είναι τόσο δύσκολό για εσένα να το καταλάβεις (έτσι είπε ο μικρός και σώπασε ).
    Τότε ο τσαγκάρης τον κλείδωσε σε ένα δωμάτιο. 

Μετά από λίγες ώρες μοναξιάς και θλίψης για τον μικρό Βάνκα μιά φωνούλα ακούστηκε . Ήταν ο παππούς του που του έλεγε πως ότι και αν συμβεί να μη μειώνει τον εαυτό του, να ανακτά δύναμη σε δύσκολές καταστάσεις και ότι θα είναι για πάντα μαζί του ό,τι και αν συμβεί. Έτσι ο μικρός σκούπισε τα δάκρυά του και άρχισε να βάζει σε δράση το σχέδιό του. 
    Το πρωί ο τσαγκάρης μπήκε στο δωμάτιο και ο μικρός βρήκε την ευκαιρία να αρπάξει τα κλειδία. Αργότερα που ο τσαγκάρης έφυγε, ο μικρός άνοιξε την πόρτα του δωματίου και πήρε λίγα χρήματα από τις εισπράξεις του τσαγκαράδικου και βγήκε βιαστικά από το παράθυρο.
Αμέσως πήρε το γρηγορότερο μεταφορικό μέσω και έφτασε στο κοντινότερο χωριό .
Αναζήτησε το σπίτι του παππού του . Ξαφνικά είδε μια γνωστή γειτόνισσα του παππού του να φοράει μαύρα ρούχα και την ακολούθησε.
Πήγαινε προς ένα σπίτι , έτσι γρήγορα κατάλαβε ότι ήταν το σπίτι του παππού του. Έτρεξε βιαστικά με δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλα του και μπήκε στο σπίτι.
    Πρίν λίγες  μέρες  είχε πεθάνει ο παππούς του . Πλέον δεν υπήρχε τίποτα να κάνει ο μικρός Βάνκας για να ξαναδεί το πολυαγαπημένο του παππού, μόνο που τώρα έκανε την προσευχή του να βρει κάπου να ζήσει.
                                                                                                  Άρτεμις Κ.

Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Γράφω το δικό μου παραμύθι...Ο Μάικ ο Αναγνωστάκης, η πεντάμορφη βασίλισσα, ο δειλός βασιλιάς κι άλλα πολλά παραμύθια

Στο πλαίσιο προώθησης της φιλαναγνωσίας, οι μαθητές κι οι μαθήτριες του Α2, στις 9 Νοεμβρίου 2017, συμμετείχαν σε ειδικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα του Ιδρύματος Λασκαρίδη με θέμα:"Γράφω τη δική μου ιστορία" με εισηγήτρια τη Χριστίνα Ανδρέου, θεατρολόγο και συγγραφέα. Στόχος του προγράμματος είναι η εξοικείωση των παιδιών με τη δημιουργική γραφή και τους κανόνες της. Μέσα από τη συζήτηση, αλλά και τις ηλικιακά προσαρμοσμένες ασκήσεις πάνω στην τέχνη του γραψίματος, τα παιδιά έρχονται σε επαφή με τη σύνθετη διαδικασία της συγγραφής. Η προσπάθεια των παιδιών ήταν εξαιρετική. Ευχαριστούμε θερμά την κ. Ανδρέου. Μερικά από τα παραμύθια μας....
(περιμένω και τα υπόλοιπα ;-) )


Μάικ ο Αναγνωστάκης
Μια φορά κι έναν καιρό  γύρω από ένα τεράστιο και επιβλητικό κάστρο ζούσε σε μια συνοικία μια ομάδα χελωνών που διέφεραν από τις υπόλοιπες. Καθημερινά προπονούνταν ατελείωτες ώρες για να μπορούν να κινούνται και να τρέχουν πιο γρήγορα κι από τον άνεμο . Τσακώνονταν για το ποια είναι η πιο γρήγορη . Όμως ο Μάικ ήταν εκείνος που έκανε τη διαφορά. Ήταν ο πιο ταχύς από όλους, μια ταλαντούχα χελώνα. Ωστόσο δεν είχε το ίδιο πάθος με τις άλλες χελώνες . Δεν του άρεσαν καθόλου οι αγώνες ούτε το τρέξιμο. Οι υπόλοιπες χελώνες έλεγαν «Αχ βρε Μάικ, αχ βρε Μάικ » και τον κορόιδευαν . Όμως εκείνος δεν απελπιζόταν. Έψαχνε να βρει τι είναι αυτό που θα το έκανε πραγματικά ευτυχισμένο.
Μια μέρα είχε τη φαεινή ιδέα να μπει στο κάστρο. Καμιά άλλη χελώνα δε τολμούσε να κάνει κάτι παρόμοιο. Έκανε μια βόλτα σκεπτικός και ξαφνικά είδε μπροστά του ένα βιβλίο. Γεμάτος περιέργεια το άνοιξε και ήξερε να διαβάζει. Κατάλαβε ότι ήταν ένα βιβλίο με αρχαίους γρίφους . Έτρεξε γρήγορα να φτάσει στη συνοικία των χελωνών. Άρχιζε να φωνάζει «Ξέρω να διαβάζω, ξέρω να διαβάζω». Όλοι τον αγνόησαν και τον περιφρόνησαν λέγοντας «Σιγά  που ξέρεις και να διαβάζεις» . Ο Μάικ πλήρως απογοητευμένος πήγε και κοιμήθηκε. Την επόμενη μέρα έκανε ακριβώς το ίδιο και πάλι κανείς δεν του έδωσε σημασία. Την τρίτη μέρα έφερε και το βιβλίο μαζί του. «Παιδιά, παιδιά είναι επείγον» φώναξε. Όλες οι χελώνες ήρθαν τρομοκρατημένες . Τότε ο Μάικ άρχισε να διαβάζει το βιβλίο με τους γρίφους . Όλοι έμειναν με ανοιχτό το στόμα  «Μα πώς! Μα πώς!». Τα εύσημα και τα χειροκροτήματα ήταν ασταμάτητα.
Μετά από αυτό κανείς δεν κορόιδεψε το Μάικ, επειδή ήταν διαφορετικός . Ακόμη του έδωσαν κι ένα παρατσούκλι «Μάικ ο Αναγνωστάκης»  κι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Γεράσιμος Κ.

Η πεντάμορφη βασίλισσα
          Μια φορά κι έναν καιρό. Τα πολύ παλιά τα χρόνια, σε ένα τεράστιο και όμορφο παλάτι ζούσε μια πεντάμορφη βασίλισσα η οποία ήταν πολύ ευγενική και γενναιόδωρη με όλο τον κόσμο. Όμως στο παλάτι ζούσε και μια κακιά υπηρέτρια που μισούσε τη βασίλισσα και ήθελε να την ξεφορτωθεί, ώστε να πάρει τη θέση της. Έτσι, λοιπόν, η υπηρέτρια σκέφτηκε πολλά καταχθόνια σχέδια. Τελικά κατέληξε στο πιο φοβερό. Σκέφτηκε να πάρει έναν μαγικό καθρέφτη ο οποίος θα ρουφούσε τη βασίλισσα. Πήρε τον καθρέφτη και τον έβαλε στο δωμάτιο της βασίλισσας. Μόλις εκείνη μπήκε μέσα, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη και τη ρούφηξε. Το σχέδιο της υπηρέτριας φάνηκε να πετυχαίνει. Η καλή ψυχή και η καλή καρδιά, όμως της βασίλισσας έσπασαν τον καθρέφτη και ελευθερώθηκε. Η υπηρέτρια απογοητεύτηκε πάρα πολύ. Η βασίλισσα, όμως, την παρηγόρησε, παρόλο που εκείνη προσπάθησε να την ξεφορτωθεί και της είπε πως θα είναι η καλύτερή της φίλη. Τότε η υπηρέτρια ένιωσε κάτι που δεν είχε νιώσει ποτέ. ΧΑΡΑ! Από τότε η βασίλισσα κι η υπηρέτρια έγιναν οι καλύτερες φίλες. Κι έζησαν αυτές καλά κι εμείς καλύτερα
  Γιάννης Κ. 

Ο ΔΕΙΛΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ
           Μια φορά κι έναν καιρό σε μια πολύ μακρινή χώρα ζούσε ένα πριγκιπόπουλο. Μια ημέρα ο πατέρας του, του ανακοίνωσε πως θα γινόταν η τελετή, για να πάρει την βασιλεία. Την επόμενη ημέρα της τελετής, ο νέος πλέον βασιλιάς που ήταν πολύ δειλός, ζήτησε από τον πατέρα του να πάει ένα ταξίδι. Ήθελε λέει να σκεφτεί. Έτσι, λοιπόν, πήρε το φτερωτό του άλογο και πήγε… στη ζούγκλα για λίγες μέρες. Περπατούσε με τις ώρες, ώσπου κάποια στιγμή άκουσε έναν περίεργο θόρυβο. Το άλογό του τρόμαξε και πέταξε μακριά. Μετά από λίγα λεπτά εμφανίστηκε μέσα από τα φύλλα ένα μικρό ξωτικό. Ο βασιλιάς έπαψε να σκέφτεται πλέον για το βασίλειο και άρχισε να σκέφτεται τρόπους για να γυρίσει πίσω. Το ξωτικό με νοήματα οδήγησε τον δειλό βασιλιά σε ένα καλυβάκι. Μόλις φτάσανε του άνοιξε η όρεξη. Έψαξε αλλά δεν βρήκε τίποτα για να φάει. Έμεινε στην ζούγκλα για χρόνια μαζί με το ξωτικό. Έμαθε να σφάζει ζώα και να κόβει ξύλα, ώστε να εξασφαλίσει τις ανάγκες του για τροφή και ζεστασιά. Πότε δεν πίστευε πως θα μπορούσε να ζήσει χωρίς τα πλούτη του. Ωστόσο τα κατάφερε. Νόμιζε ότι θα έμενε για πάντα στη ζούγκλα. Μια μέρα όμως όλα ανατράπηκαν. Εκεί που άνοιγε τα ντουλάπια της καλύβας ώστε να βρει χώρο να βάλει το κρέας που είχε σφάξει εκείνη την ημέρα, βρήκε ένα κουτί. Το κουτί έγραφε επάνω: ΚΟΥΤΙ ΜΕ ΖΑΧΑΡΩΤΑ. Ο δειλός βασιλιάς ήταν τόσο χαρούμενος που θα έτρωγε μετά από χρόνια κάποιο γλυκό. Όταν άνοιξε το κουτί απογοητεύτηκε. Αμέσως όμως το χαμόγελο εμφανίστηκε πάλι στα χείλη του. Το περιεχόμενο του ήταν….ένα κινητό τηλέφωνο. Με ένα περίεργο τρόπο το κινητό είχε σήμα μέσα στη ζούγκλα. Πήρε κατευθείαν τηλέφωνο στο παλάτι του και το σήκωσε ο μπάτλερ του. Τότε ο βασιλιάς του είπε να στείλει ανθρώπους να τον πάρουν από τη ζούγκλα. Σε δύο μόλις μέρες ο βασιλιάς βρισκόταν, μετά από χρόνια, στο παλάτι. Αυτό φυσικά συνέβη επειδή δεν τα παράτησε ποτέ και είχε ελπίδες μέχρι το τέλος. Έτσι έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα! 
                                                                                             Κωνσταντίνα Μ.

                                             «Ο φαταούλας σεφ»
     Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας φαταούλας σεφ. Αυτός ο σεφ ήταν έξυπνος, είχε ανεπτυγμένο λεξιλόγιο, ήταν ψηλός και μαγείρευε υπέροχα. Παρόλ’ αυτά είχε ένα μεγάλο ελάττωμα: έτρωγε ακατάπαυστα! Όποιο φαγητό κι αν έφτιαχνε, το έτρωγε (αφού ήταν τόσο νόστιμο)!
     Δυστυχώς, μια μέρα καθώς μαγείρευε στην κουζίνα του εστιατορίου του, που λεγόταν «κουφάλα του δέντρου», ακούστηκε ένα τεράστιο φύσημα. Το φύσημα όλο και δυνάμωνε, δυνάμωνε, ώσπου ξαφνικά ο ένας τοίχος του εστιατορίου κατέρρευσε. Τότε, φάνηκε στον ορίζοντα μια γιγαντιαία ηλεκτρική σκούπα που αναφωνούσε «ρουφάω, ρουφάω»!
   Ο φαταούλας σεφ φοβόταν για τα φαγητά (και όχι για τους πελάτες) του τα οποία πλησίαζε όλο και περισσότερο η ηλεκτρική σκούπα. Οι πιατέλες με τα μακαρόνια αναποδογύρισαν, τα κεφτεδάκια έπεσαν στο πάτωμα, οι σαλάτες γέμισαν λάδια όλη την κουζίνα και τα ταρτάκια εκτινάχτηκαν στα πρόσωπα των πελατών. Ο φαταούλας σεφ μέσα σε δευτερόλεπτα, με επιδέξιες κινήσεις ανέβηκε πάνω στην τεράστια ηλεκτρική σκούπα και πάτησε το κουμπί, για να κλείσει. Έτσι δεν καταστράφηκε περισσότερο το εστιατόριο και δεν χάθηκαν άλλα φαγητά και οι πελάτες.
    Τελικά, ο γίγαντας του διπλανού βασιλείου είχε ξεχάσει να κλείσει την ηλεκτρική σκούπα, η οποία είχε αφηνιάσει.
   Όμως χάρη στο γενναίο και φαταούλα σεφ, «η κουφάλα του δέντρου» (καθώς και όλος ο υπόλοιπος κόσμος) σώθηκε. « Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα!!» 
Μάριος Κ.



Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Το σχολείο στα χρόνια των γονιών, του παππού και της γιαγιάς...

Οι μαθητές κι οι μαθήτριες του Α2 παίρνουν συνεντεύξεις...

Μαμά, θα ήθελα να σε ρωτήσω για τα σχολικά σου χρόνια.. 
Πώς ήταν το κτήριο του σχολείου;
To σχολείο ήταν ένα μικρό κτήριο στο κέντρο του χωριού. Διέθετε δύο μικρές αίθουσες και το γραφείο του δασκάλου, όπου έμενε, καθώς δεν υπήρχε σπίτι στο χωριό να νοικιάσει. Η σχολική αυλή ήταν στρωμένη με χώμα και στην άκρη της υπήρχαν δυο πανύψηλα πεύκα όπου περνάγαμε ευχάριστα το διάλλειμα μας.
Τότε οι μαθητές φορούσαν ό,τι ήθελαν;

Τότε τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά σε σχέση με σήμερα. Θυμάμαι ότι μέχρι την Τρίτη δημοτικού, γιατί στη συνέχεια ευτυχώς άλλαξε το σύστημα, εμείς τα κορίτσια ήμασταν υποχρεωμένες να φοράμε μπλε ποδιές σαν ρόμπες που έκλειναν με κουμπιά, ενώ τα αγόρια ένα μπλε πουκάμισο.
Οι δάσκαλοι πως συμπεριφέρονταν στους μαθητές ;
H συμπεριφορά των δασκάλων εκείνη την εποχή θεωρείται αδιανόητη σήμερα. Συνήθιζαν  να τιμωρούν αυστηρά τους μαθητές ακόμη κι όταν ο λόγος ήταν ασήμαντος. Η ξύλινη βέργα βρισκόταν μονίμως πάνω στην έδρα του δασκάλου και καθημερινά τη χρησιμοποιούσε. Οι μαθητές δεν τολμούσαν να αντιμιλήσουν και τους φοβόντουσαν. Έδειχναν σεβασμό και υπήρχε απόσταση στην επικοινωνία μεταξύ τους.

Υπάρχει κάποιο περιστατικό που δε θα ξεχάσεις ποτέ ;
Θυμάμαι το οργισμένο ύφος του δασκάλου όταν εκείνος ετοιμαζόταν να δείρει με τη βέργα το μαθητή στο χέρι κι ο μαθητής τελευταία στιγμή τράβηξε το χέρι και η βέργα προσγειώθηκε στο πόδι του δασκάλου. Εκείνος άρχισε να ουρλιάζει, ο μαθητής εξαφανίστηκε από το σχολείο, ενώ τα υπόλοιπα παιδιά προσπαθούσαν με δυσκολία να κρύψουν τη χαρά τους από το πάθημα του δασκάλου.  Για καλή μας τύχη η σχολική χρονιά βρισκόταν στο τέλος της.
Τα μαθήματα διέφεραν από τα σημερινά και πώς ήταν τα βιβλία;
Tα περισσότερα μαθήματα ήταν ίδια αλλά τα βιβλία εντελώς διαφορετικά. Εκείνα τα χρόνια μόνο η γλώσσα και τα μαθηματικά περιλάμβαναν ασκήσεις, όλα τα υπόλοιπα ήταν κατεβατά κείμενα που έπρεπε να μάθουμε απ’ έξω. Μάλιστα στις πρώτες τάξεις του δημοτικού ίσχυε το πολυτονικό σύστημα που μας έκανε τη ζωή δύσκολη αλλά σύντομα 
καταργήθηκε. Όσον αφορά τα βιβλία είχαν πολλές λεπτομέρειες και ήταν δύσκολο να τα απομνημονεύσει κανείς.
Τέλος πώς περνούσες στο σχολείο ;
Δεν μπορώ να πω ότι το απολάμβανα γιατί υπήρχε μεγάλη αυστηρότητα και έλεγχος της ζωής των μαθητών και μέσα και έξω από το σχολείο. Μην ξεχνάς ότι ζούσα σε μικρό χωριό όπου ο δάσκαλος κυκλοφορούσε τα απογεύματα και γνώριζε τα πάντα για εμάς .
                                                                                                                                                                                    Γεράσιμος Κ.


Ε: Γιαγιά, θα ήθελα να σε ρωτήσω κάτι για μια εργασία μου στο σχολείο. Πως ήταν το εκπαιδευτικό σύστημα όταν εσύ πήγαινες σχολείο;
Γ: Τι μου θύμισες τώρα! Ακόμα δεν μπορώ να ξεχάσω το ξύλο και τις τιμωρίες των δασκάλων.
Ε:  Ποιο ξύλο; Τι εννοείς;
Γ: Στην δική μου εποχή τα πράγματα στο σχολείο ήταν πολύ πολύ αυστηρά. Οι δάσκαλοι θεωρούσαν ότι απαραίτητο εργαλείο της μαθησιακής διαδικασίας ήταν η βίτσα.
Ε: Τι είναι η βίτσα; 
Γ: Ένας μεγάλος ξύλινος χάρακας. Κάθε φορά που κάναμε κάποιο λάθος η αταξία οι δάσκαλοι, μας βάραγαν με αυτό. Επίσης, πολλές φορές μας έκλειναν σε σκοτεινές αποθήκες, μας έβαζαν να γονατίζουμε με τις ώρες στα χαλίκια ή το χειρότερο από όλα: μας έβαζαν με το κεφάλι στον τοίχο, όρθιους, μπροστά σε όλη την τάξη.
Ε: Μα γιατί τα έκαναν αυτά; Είναι εντελώς αντιπαιδαγωγικό.
Γ: Γιατί πίστευαν πως μόνο έτσι θα διαβάσουμε. Νόμιζαν πως αν τους φοβόμαστε, θα είμαστε και καλοί  μαθητές. Ποτέ δεν κατάλαβαν ότι με αυτό που έκαναν μας τρομοκρατούσαν.
Ε: Ευχαριστώ, γιαγιά, με βοήθησες πολύ!
Γ: Τίποτα εγγονάκι μου. Πήγαινε τώρα να συνεχίσεις το διάβασμα.
                                                                                            
                                                                                                            Εφραίμ Κ.


-Μαμά θέλω να σου πάρω μια συνέντευξη για τις αναμνήσεις σου από τα μαθητικά χρόνια!
-Για πες μου.
-Ποια είναι η πιο έντονη ανάμνηση σου από το σχολείο;
-Η πιο έντονη μου ανάμνηση ήταν όταν πήγα μια μέρα αδιάβαστη. Με τσάκωσε ο δάσκαλος και με χτύπησε με τον χάρακα στα χέρια και από τότε δεν πήγα ποτέ αδιάβαστη!

-Πιστεύεις ότι αυτό το σύστημα είναι απαραίτητο και τώρα;
-Φυσικά και όχι!!! Καταρχάς είναι κακοποίηση και πλέον παράνομο. Βέβαια στην δικιά σου περίπτωση κάτι τέτοιο πρέπει να γίνει.
-Αστείο! Εσύ φορούσες στολή για να πας σχολείο.
-Ναι αλλά μόνο στο δημοτικό. Στο γυμνάσιο και στο λύκειο πήγαινα κανονικά με τα ρούχα μου.
-Θυμάσαι καμία καλή ανάμνηση από το σχολείο;
-Αυτό που μου έχει σημαδέψει τις αναμνήσεις είναι το παιχνίδι που κάναμε με τους συμμαθητές μου! Όπως η Αντάνα δηλαδή το σημερινό κουτσό ή όπως το Ζούγκα τα πλακάκια ή ρίξε τα πετράκια, όπως θα το λέγαμε σήμερα.

-Ωραία! Πιστεύεις ότι η τότε εποχή του σχολείου είναι πιο ωραία από την τωρινή;
-Ναι ήταν πιο ωραία γιατί τότε κατά την δική μου άποψη ήταν πιο ανέμελα δηλαδή αντί να είμαστε μπροστά από έναν υπολογιστή ή από ένα κινητό ήμασταν έξω και παίζαμε στους δρόμους και τα στενάκια!
-Ευχαριστώ πολύ για τον χρόνο σου! έμαθα πολλά πράγματα για την τότε εποχή και για σένα!
                                                                                                                                                                                      Μελίνα Κ.




Ο παππούς και το εγγονάκι

Οι μαθητές κι οι μαθήτριες του Α2 μπαίνουν στη θέση του παππού, του Μίσα, της μητέρας ή του πατέρα και γράφουν στο ημερολόγιό τους...                                                                            

                                                                                                                15/12/1890

Αγαπημένο ημερολόγιο,


Τις τελευταίες μέρες συμβαίνουν αρκετά περίεργα γεγονότα στο σπίτι. Εδώ και καιρό έχω παρατηρήσει ότι οι γονείς μου συμπεριφέρονται με αγένεια και ασέβεια προς το πρόσωπο του παππού. Είναι τόσο ευγενικός και φιλικός εκείνος κι αναρωτιέμαι μήπως έχει κάνει κάτι και δεν το έχω πάρει είδηση, γιατί εμένα δε θα μ’ άρεσε να με σιχαίνονται ή να με απεχθάνονται τα παιδιά μου. Πολλές φορές οι μεγάλοι εμάς τα παιδιά μας μπερδεύουν. Ό,τι πράττουν νομίζουν πώς είναι σωστό. Είναι λυπηρό να αντιμετωπίζουμε με αυτόν τον τρόπο τους ηλικιωμένους. 
Ειδικά χθές η μαμά προσέβαλε και φώναξε στον παππού μόνο και μόνο, γιατί έπεσε ένα πιάτο με φαγητό. Ήθελα εκείνη τη στιγμή να πάρω θέση και να πω κάτι στη μαμά, αλλά παρά ήμουν διστακτικός. Έτσι κι αλλιώς ο μπαμπάς συνέχεια λέει "η μαμά έχει πάντα δίκιο". Μου φαίνεται ότι την υπακούει ότι κι αν πει και (ίσως) έχω ψιλιαστεί ότι την φοβάται. Θα έλεγα ότι η μαμά είναι ο αρχηγός και ο μπαμπάς ο βοηθός της.  Μπορεί να κάνω και λάθος, αλλά στο σχολείο μας είπαν ότι οι γονείς είναι παράδειγμα προς μίμηση. Τώρα που το σκέφτομαι αύριο πρωί πρωί να φτιάξω μια γαβάθα να είναι έτοιμη όταν οι γονείς μου γεράσουν.Έτσι όπως έκαναν και στον παππού.                                                                                   
                                                                                       Γεράσιμος Κ.


Αγαπητέ ημερολόγιο,
Είναι μια από τις λίγες στιγμές που μου δόθηκε η ευκαιρία να σκεφτώ. Σήμερα προς το μεσημεράκι έγινε πάλι ένα συμβάν με την νύφη μου και με τον υιό μου που με συγκλόνισε.
Όπως και τις προηγούμενες μέρες καθόμουν για να φάω στην μεγάλη χτιστή χωριάτικη θερμάστρα, όπου συνήθως πλάγιαζα. Καθώς έτρωγα η πήλινη γαβάθα που είχε μέσα το φαί μου ξέφυγε από τα χέρια μου έπεσε και έσπασε. Τότε η νύφη μου άρχισε να μου φωνάζει και μου είπε πως θα έτρωγα σε ξύλινη γαβάθα. Εκείνη την στιγμή δεν είχα άλλες επιλογές, το μόνο που έκανα ήταν να αναστενάξω.
Δεν είπα τίποτα άλλο, δεν είχα κουράγιο ούτε να μιλήσω. Σκέφτηκα πως ο υιός μου δεν μου έδινε πια σημασία ούτε έλεγε κάτι στην νύφη μου για τον τρόπο που μου συμπεριφερόταν. Αυτή η κατάσταση που ζούσα τόσα χρόνια με έκανε να αισθάνομαι περιθωριοποιημένος, μόνος και πολλές φορές βάρος για τα ίδια μου τα παιδιά. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός και κάτι εντελώς απρόσμενο συνέβη. Η πόρτα άνοιξε και μπροστά μου αντίκρισα τον υιό και την νύφη μου, δακρυσμένους. Μου ζήτησαν από εδώ και στο εξής να τρώμε όλοι μαζί το τραπέζι, σαν οικογένεια. Αυτή η μέρα με έκανε να νιώσω ευτυχισμένος, ενθουσιασμένος και ξανά ένα αγαπητό μέλος της οικογένειάς μου.
                                                                                   Εφραίμ Κ.


Σάββατο 8 Οκτωβρίου 1897

Αγαπητό ημερολόγιο,
Σήμερα ήταν μία τέλεια ημέρα με λιακάδα έξω. Εγώ πέρασα πολύ ευχάριστα την ημέρα μου, αλλά δεν μπορώ να καταλάβω γιατί η μαμά κι ο μπαμπάς δεν βάζουν τον παππού να τρώει μαζί μας πλέον.Μονίμως κάθεται στην χτιστή χωριάτικη θερμάστρα. Επίσης, με στεναχώρησε το περιστατικό που έγινε σήμερα το μεσημέρι. Ο παππούς καθόταν δίπλα στην χτιστή χωριάτικη θερμάστρα και έτρωγε την σούπα του, στο πήλινο πιάτο. Ξαφνικά ξέφυγε από τα χέρια του έπεσε στο πάτωμα και έσπασε. Τότε η μαμά άρχισε να τον μαλώνει και να του φωνάζει.

Αισθάνθηκα πολύ άσχημα. Το μεσημέρι έφτιαχνα μία ξύλινη γαβάθα και ο μπαμπάς και η μαμά καθόντουσαν σε δύο καρεκλίτσες του δωματίου μου και μιλούσανε.Ξαφνικά ο μπαμπάς με ρώτησε:
-Τι φτιάχνεις εκεί;
Κι εγώ του απάντησα:
-Φτιάχνω μία ξύλινη γαβάθα, για να σας ταΐζω εσένα και την μαμά, όταν γεράσετε. Τότε και οι δύο συγκινήθηκαν...
                                                                                                                     Άρτεμις Κ.

15 Δεκεμβρίου  1895
Σήμερα νιώθω πολύ στενοχωρημένος, επειδή η νύφη μου με μάλωσε που της έσπασα το πήλινο πιάτο. Εγώ όμως που είμαι ενενήντα δύο χρονών δεν μπορώ να πιάσω καλά τα πιάτα ή τα πιρούνια, ούτε μπορώ να ακούσω καλά και ούτε να βλέπω τόσο καλά. Μου λέει ότι όλα της τα χαλάω!
16 Δεκεμβρίου 1895
Ξύπνησε μια παγωμένη ημέρα. Όλοι ήταν μέσα στο ζεστό σπίτι, εκτός από τον εγγονό μου. Μια στιγμή κοίταξα έξω από το παράθυρό μου και παρατήρησα τον Μίσα. Μάλλον έφτιαχνε κάτι με ένα κομμάτι από ένα κούτσουρο.   

17 Δεκεμβρίου 1895
Ξύπνησα νωρίς, διότι άκουγα φωνές από την κουζίνα. Ήταν η νύφη μου που με φώναζε. Μου έλεγε ότι μου είχε ετοιμάσει ένα πεντανόστιμο πρωινό. Ξαφνιάστηκα που μου το είπε αυτό, γιατί συνήθως δεν θέλει να τρώω μαζί τους. Ένιωσα μεγάλη έκπληξη, αλλά ταυτόχρονα και χαρά!

                                                                        Παναγιώτα Κ.