Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνικό Β΄ Γυμνασίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Λογοτεχνικό Β΄ Γυμνασίου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Μια μπαλάντα για τη Ρεβέκκα: Ένα πρόσωπο που τράβηξε την προσοχή μου...


Εντύπωση μου έκανε η μαμά της Ρεβέκκας, γιατί παρόλο που ζει δύσκολες καταστάσεις παραμένει ψύχραιμη (τις περισσότερες φορές) και προτείνει λύσεις για πολλά προβλήματα. Ακόμη, βρίσκεται πάντα κοντά στα παιδιά της. Παρουσιάζεται μέσα από τα λόγια της Ρεβέκκας στοργική, ήρεμη κι έξυπνη. Προσπαθεί να κρατήσεις την οικογένειά της ενωμένη και εξαφανίζει εντάσεις και διαφωνίες με τον δικό της γλυκό τρόπο. Το γεγονός ότι προσπαθεί με κάθε τρόπο να προστατέψει τα παιδιά της φαίνεται και στο τέλος του βιβλίου. Στο χωριό που βρισκόταν, ο Οβαδίας ο μικρός αδερφός της Ρεβέκκας αρρώστησε και επειδή δεν υπήρχε ιατρείο στο χωριό, η μητέρα αποφάσισε να τον πάει στην πόλη....μέχρι και το τελευταίο λεπτό προσπάθησε με κάθε τρόπο να σώσει τον γιο της.
Κωνσταντίνα Γ & Αναστασία Β

Το πρόσωπο που μου τράβηξε την προσοχή για τον (άσχημο) χαρακτήρα του είναι ο κύριος Εμμανουήλ, ο ανιψιός του παππού Χριστόφορο, που πρόδωσε την πατρίδα του κι έλεγε ότι δεν είναι Έλληνας αλλά αγωνιστής στο πλευρό των Ιταλών και των Γερμανών. Πρόκειται για έναν καιροσκόπο. Μάλιστα με προβλημάτισε και με στενοχώρησε το γεγονός ότι χαιρέτισε τους Γερμανούς λέγοντας «Χάι Χίτλερ!»
                                                                 Αλεξάνδρα Δ. Β1

Το πρόσωπο που μου τράβηξε την προσοχή ήταν ο Οβαδίας, ο αδερφός της Ρεβέκκας. Μου έκανε εντύπωση που μπήκε στο δωμάτιό της φωνάζοντας "Πό-λε-μος" σαν να ήταν κάτι ευχάριστω. Λόγω της ηλικίας του δεν ήξερε τι σημαίνει πόλεμος και τον αντιμετώπιζε σαν παιχνίδι. 
                                                                                  Μάριος Π.


Ο Αντρίκος είναι ένα αγόρι με πολύ δυναμικό χαρακτήρα και αυτοπεποίθηση. Παρόλο τον έρωτά του με τη Ρεβέκκα, αποφασίζει να υπηρετήσει στο ανταρτικό μόλις από την εφηβική του ηλικία. Από αυτή του την πράξη φαίνεται ο αυθορμητισμός του αλλά και η επιπολαιότητά του ταυτόχρονα. Επίσης, έγινε για ένα χρονικό διάστημα μέλος μιας εφηβικής αντιστασιακής οργάνωσης, της Ε.Π.Ο.Ν., όπου πέρασε άλλοτε καταπληκτικές και άλλοτε υπερβολικά τρομακτικές εμπειρίες. Επιπλέον, από τότε που αποφάσισε να ανέβει στα βουνά, παρόλο την αντίθετη άποψη της Ρεβέκκας, έχασε κάθε επαφή μαζί της. Πιστεύω είναι ένα αρκετά σημαντικό πρόσωπο που με την συνέχεια του έργου όλο και εξαφανίζεται.   
                                                                           Γιώργος Σ. 
                                                                                 


Ένα διαφορετικό τέλος για τη Ρεβέκκα...

Αφού η Ρεβέκκα έμαθε από τον μαστρο –Γιάννη ότι ο πόλεμος τελείωσε, δανείστηκε το ποδήλατό του και πήγε στο σπίτι των παππούδων της. Εκεί τους βρήκε όλους συγκεντρωμένους σε ένα κλίμα αισιοδοξίας με γέλια, φωνές κι αγκαλιές. Τότε κι εκείνη άφησε πίσω της όλες τις δύσκολες στιγμές και τις στενοχώριες και χάρηκε μαζί τους. Ξαφνικά γύρισε το κεφάλι της και στην κουζίνα του σπιτιού είδε τη μητέρα της και τν αδερφό της, τον Οβαδία να την κοιτάνε γεμάτοι συγκίνηση. Έτρεξε στην αγκαλιά τους και τους ρώτησε πώς κατάφεραν κι επέστρεψαν. Τότε η μητέρα της είπε: «Ελευθερωθήκαμε χάρη στον κύριο Εμμανουήλ, τον ανιψιό του παππού Χριστόφορου, ο οποίος μας είδε ότι ήμασταν ανάμεσα στους αιχμαλώτους, στενοχωρήθηκε που είχε προδώσει την οικογένειά του και μας είπε ότι το λιγότερο που μπορούσε να κάνει είναι να μας βοηθήσει να βγούμε από τη δύσκολη κατάσταση. Γι’ αυτό λοιπόν είπε στους Γερμανούς ότι είμαστε δικοί του άνθρωποι. Μάλιστα είπε ψέματα ότι δεν είμαστε Εβραίοι και δεν είναι σωστό να μας φέρονται έτσι». Η Ρεβέκκα έκλαιγε από συγκίνηση. Επιτέλους ήταν ξανά όλοι μαζί! 

          Στη συνέχεια, η γιαγιά έδωσε ένα γράμμα στη Ρεβέκκα και της είπε ότι το έδωσε ένας νεαρός στο χωριό. Εκείνη το άνοιξε και αφού είδε ότι ήταν μια χειρόγραφη παρτιτούρα από τον Κωνσταντίνο, πήρε το ποδήλατο και πήγε στο πατρικό της σπίτι το οποίο ήταν άδειο. Μόνο το πιάνο υπήρχε κι έτσι η Ρεβέκκα άρχισε να παίζει τη μπαλάντα. Προς το τέλος της μελωδίας παρατήρησε ότι μια νότα του πιάνου ήταν χαλασμένη... Εκείνη τη στιγμή εμφανίστηκε στην πόρτα ο Κωνσταντής που με ένα πλατύ χαμόγελο της είπε ότι και χωρίς τη νότα τη μπαλάντα την έπαιζε εξαιρετικά. Εκείνη τη στιγμή η Ρεβέκκα αποφάσισε να αφήσει πίσω της όλες τις δυσκολίες και να συνεχίσει τη ζωή της.
                                                                   Αλεξάνδρα Δ.  Β1

          Η Ρεβέκκα βγαίνει από τη σοφίτα. Το λαμπερό φως του ήλιου την τυφλώνει Κατεβαίνει τη μικρή σκαλίτσα του μύλου και πατάει πάνω στο γρασίδι. Αν και ήθελε να μάθει πού ήταν όλοι, βαθιά μέσα της φοβόταν. Ένα μεγάλο κομμάτι, όμως, είχε πάψει να νοιάζεται για το τι θα γίνει. Είχε στερηθεί τόσα πολλά που απλά ήθελα να ζήσει. Ακόμα κι αν κινδύνευε. Προχωρά ως την άκρη του δρόμου ξυπόλητη και κοντοστέκεται στην ερημιά... στη συνέχεια αποφασίζει να προχωρήσει. Τα βήματά της την οδηγούν στην κεντρική πλατεία από την οποία ακούγονται φωνές. Όλοι είχαν μαζευτεί στην πλατεία, χόρευαν, γελούσαν και τραγουδούσαν. Στη μέση της πλατείας ήταν υψωμένη η ελληνική σημαία. Αμέσως η Ρεβέκκα έτρεξε στο σπίτι των παππούδων της. Χτύπησε το κουδούνι. Η πόρτα άνοιξε και τότε αντίκρισε όλους τους συγγενείς της να γελούν και να τραγουδούν. Από το βάθος άκουσε μια κραυγή «Ρεβέκκα! Ρεβέκκα»! Γύρισε κι είδε τον Οβαδία. Η Ρεβέκκα τα ‘χασε. Έτρεξε και τον πήρε αγκαλιά. Οι δύσκολες στιγμές είχαν πια περάσει.
                                                                     Αναστασία Β. Β 1

          Η Ρεβέκκα αφού έπαιξε την μπαλάντα που της είχε γράψει ο Κωνσταντής, άκουσε δυνατές φωνές χαράς έξω από το πατρικό της. Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο κατώφλι της εξώπορτας και αντίκρισε τους παππούδες της, μαζί με τη μητέρα της, τον πατέρα της,  τον Οβαδία και όλους τους φίλους της χριστιανούς κι εβραίους. Μαζί τους ήταν και η Αύρα, η καλή της φίλη που μόλις την είδε, έτρεξε στην αγκαλιά της. Τότε πίσω της άκουσε δυο γνώριμες αγορίστικες φωνές να συζητούν. Γύρισε ξαφνιασμένη και είδε τον Κωνσταντή με τον Αντρίκο να την κοιτάζουν με χαρά. Τους χαιρέτισε και τους αγκάλιασε όλους.

          Στη συνέχεια πήρε το ποδήλατό της και χωρίς λόγια έδωσε ένα πεταχτό φιλί στη μαμά της κι έφυγε προς το βουνό. Την ακολούθησαν ο Κωνσταντής κι ο Αντρίκος...
          Μόλις έφτασε στο βουνό, άφησε το ποδήλατό της και ξάπλωσε στη σκιά μιας βελανιδιάς. Τα αγόρια κάθισαν δίπλα της. Της εξήγησαν πως γνωρίζονταν από παλιά, καθώς ήταν μακρινά ξαδέρφια. Η Ρεβέκκα έμεινε άφωνη. Ο καθένας της εξέφρασε τα συναισθήματά του και η Ρεβέκκα δεν έβγαλε μιλιά. Η Ρεβέκκα ήξερε πως ο ένας από αυτούς θα μπορούσε να είναι μόνο φίλος, ενώ ο άλλος ο αγαπημένος της. Σηκώθηκε, έτρεξε κι έπεσε στην αγκαλιά του και του ψιθύρισε «Επιλέγω να είμαι μαζί σου».                 
                                                                Κωνσταντίνα Γ. Β 1

          «Η Ελένη...» Προφέρει το όνομα με δυσκολία, λες κι οι συλλαβές έχουν μπλεχτεί στο λαρύγγι του. Βήχει νευρικά και κατευθύνεται προς τον τοίχο, όπου κρέμεται το πορτρέτο του μακεδονομάχου θείου του.. Το κατεβάζει και στον τοίχο εμφανίζεται έν μυστικό χρηματοκιβώτιο. Ο παππούς σχηματίζει κάποιους αριθμούς και ύστερα γυρίζει το πόμολο. Αμέσως βγάζει το μαργαριταρένιο περιδέραιο της γιαγιάς. Μα προς τι αυτή η κίνηση; Το πολύτιμο αυτό κόσμημα είχε συναισθηματική αξία. Ήταν τόσο μοναδικό όσο κι ακριβό. Πάνω απ’ όλα, όμως, έβαζε τη ζωή της μητέρας. Αν οι Γερμανοί βρουν Εβραίους στα σπίτια, τους φορτώνουν στα καμιόνια υπογράφοντας έτσι την καταδίκη τους. Φυσικά κάποιοι πληρώνουν λύτρα για να συνεχίσουν το ταξίδι της ζωής... Για το καλό, λοιπόν, της μαμάς και του αδερφού μου, ο δωσίλογος  Εμμανουήλ προσφέρθηκε να μας βοηθήσει προτείνοντας σε έναν γερμανό αξιωματούχο την ανταλλαγή: το μαργαριταρένιο κολιέ με τη ζωή της μαμάς και του αδερφού μου.... Έτσι, την ημέρα λήξης του πολέμου η μαμά κι ο Οβαδίας ήταν στο σπίτι σώοι.
Από τότε, κάθε φορά που θυμόμαστε ιστορίες από την κατοχή, προτιμούμε να τις κρατάμε για τον εαυτό μας. Μα θα έρθει κάποτε η μέρα που τα παιδιά μου θα με ρωτάνε: «Μαμά, θυμάσαι να μας πεις κάτι από την περίοδο της Κατοχής;»

                                                                 Έλενα Π.  Β 5

Μια μπαλάντα για τη Ρεβέκκα: Βιβλιοπαρουσιάσεις μαθητών/ριων

Στο βιβλίο «Μια μπαλάντα για τη Ρεβέκκα» της Μαρούλας Κλιάφα περιγράφονται τα γεγονότα της Κατοχής μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, της Ρεβέκκας. Το βιβλίο πρωτοεκδόθηκε τον Μάρτιο του 2011.        

          Η Ρεβέκκα, μια νεαρή εβραιοπούλα χάνει την πρώτη μέρα του πολέμου εξαιτίας της αμυγδαλίτιδας. Αυτό το γεγονός την κάνει να πάρει την απόφαση να είναι παρούσα σε όλες τις μεγάλες στιγμές που έρχονται. Η Ρεβέκκα πολλά συνταρακτικά γεγονότα που σημαδεύουν την εφηβεία της. Η ηρωίδα παρά τα δυσάρεστα γεγονότα που έζησε, στέκεται στα πόδια της δημιουργώντας καινούριες φιλίες, κάνοντας όνειρα και συμμετέχοντας ενεργά σε διαδηλώσεις γράφοντας συνθήματα με τα άλλα μέλη της αντιστασιακής ομάδας. Όλες αυτές οι δυσκολίες που περνά την κάνουν πιο ώριμη και της δίνουν κουράγιο και δύναμη να κάνει μια νέα αρχή μετά το τέλος του πολέμου.
Η συγγραφέας με το να προσθέσει ιστορικά γεγονότα στο βιβλίο μας δίνει τη δυνατότητα να γνωρίζουμε με έναν διαφορετικό τρόπο εκείνη την περίοδο. Επίσης, πληροφορηθήκαμε για τις γιορτές, τον πολιτισμό και τις διατροφικές συνήθειες των Εβραίων.
          Ο λόγος είναι άμεσος και σου δίνει την εντύπωση ότι τα γεγονότα διαδραματίζονται μπροστά σου. Η περιγραφή των γεγονότων είναι αρκετά λεπτομερής, δίνοντας συγχρόνως πολλά ιστορικά στοιχεία. Τα επίθετα που χρησιμοποιεί η συγγραφέας δημιουργούν πολλές εικόνες στο μυαλό των αναγνωστών. Η χρήση του διαλόγου κάνει το κείμενο πιο ζωντανό και παραστατικό. Η ιστορία είναι πλούσια σε πλοκή, συναισθήματα και διδάγματα που αποκλείεται να μη σε συγκινήσει. Μέσα από τις σελίδες του βιβλίου ταξιδεύεις σε εκείνη την εποχή, αφήνοντας πίσω την καθημερινότητά σου.
                                                                                          Ιωάννα Χ. Β 5
         
Στο βιβλίο αυτό πρωταγωνίστρια είναι η Ρεβέκκα, μια νεαρή εβραιοπούλα που ζει με την οικογένειά της την περίοδο της Κατοχής. Το βιβλίο δεν περιγράφει μόνο την κατοχή και τη σκληρότητα του πολέμου μέσα από τα παιδικά μάτια μιας έφηβης κοπέλας. Συγκρίνει τη ζωή της Ρεβέκκας πριν και κατά τη διάρκεια του πολέμου και μας δείχνει την πορεία της προς την ενηλικίωση. Φιλίες, συνθήματα, αποχαιρετισμοί και πρώτοι έρωτες σε καθηλώνουν σε αυτό το βιβλίο.
          Αν και θα προτιμούσα ένα διαφορετικό τέλος, με εντυπωσίασε η δύναμη και η υπομονή της Ρεβέκκας, καθώς και η αισιοδοξία της για το μέλλον. Το ίδιο συναρπαστικό είναι και το θάρρος που έχουν τα παιδιά να γράφουν συνθήματα και να αντιστέκονται για το καλό της πατρίδας τους. Είναι ένα βιβλίο που αξίζει κανείς να διαβάσει.                               
                                                                                             Ναταλία Τ. Β 5
         





Στο βιβλίο «Μια μπαλάντα για τη Ρεβέκκα» περιγράφονται μερικά στοιχεία της καθημερινότητας της Ρεβέκκας, μιας νεαρής εβραιοπούλας, την περίοδο της Κατοχής. Το ταξίδι της προς την ενηλικίωση περιλαμβάνει γεγονότα, όπως επώδυνους και οριστικούς αποχωρισμούς, καινούριες φιλίες και διάφορα άλλα περιστατικά που αξίζει να ανακαλύψει κανείς στις σελίδες του. Η σκληρότητα, η ασπλαχνία, το αίσθημα της στέρησης, ο πόνος κι η αγωνία παρουσιάζονται μέσα από τα παιδικά μάτια και την αθωότητα. Ακόμη, στις σελίδες του ανακαλύπτουμε τον πολιτισμό, τις γιορτές και τις διατροφικές συνήθειες των Εβραίων.

Η συγγραφέας μας δίνει τη δυνατότητα να πληροφορηθούμε για την ελληνική ιστορία και να αντιληφθούμε τις δυσκολίες του πολέμου.
Κατά τη γνώμη μου, η συγγραφέας χρησιμοποιεί έναν τρόπο γραφής που σε μεταφέρει σε εκείνη την εποχή σαν να ζεις κι εσύ τα γεγονότα. Τέλος, κάτι που μου κίνησε το ενδιαφέρον είναι το γεγονός ότι η Ρεβέκκα δείχνει θαρραλέα, δυνατή και διαθέτει μια νότα αισιοδοξίας για το μέλλον. Πρόκειται για ένα βιβλίο που σου «διδάσκει» να ξεπερνάς τις δυσκολίες της ζωής και σου κρατάει μια όμορφη συντροφιά, καθώς σε μεταφέρει σε μια άλλη εποχή.
                                                                                              Έλενα Π. Β 5