Συνέντευξη από τη γιαγιά μου για τα μαθητικά της χρόνια και το σχολείο της....
- Γιαγιά θα ήθελα να σου κάνω κάποιες ερωτήσεις σχετικές με το σχολείο, όταν ήσουν εσύ μαθήτρια...
-Πώς ήταν το κτήριο και το προαύλιο;
-Το σχολείο ήταν ορθογώνιο και η σκεπή είχε κεραμίδια. Δεν υπήρχαν όροφοι, όπως σήμερα. Οι αίθουσες ήταν μεγάλες γιατί κάθε τμήμα είχε πολλά παιδιά. Το προαύλιο ήταν στρωμένο με χώμα. Το αγαπημένο παιχνίδι που έπαιζα στο διάλειμμα ήταν το κουτσό.
-Πώς ήταν τα θρανία κι ο πίνακας;
-Τα θρανία ήταν ξύλινα. Το θρανίο με την καρέκλα ήτα κολλημένα κι έμοιαζε με παγκάκι. Ήταν μεγάλα, γιατί θυμάμαι ότι καθόμουν μαζί με άλλες δύο συμμαθήτριές μου. Μια φορά ξεχάστηκα να σηκωθώ όρθια, για να πω το μάθημα κι ο δάσκαλος με έβαλε τιμωρία. Κάθε μέρα κουβαλούσαμε κι ένα ξύλο για τη σόμπα της τάξης. Ο πίνακας ήταν μαύρος και γράφαμε με κιμωλία.
-Θυμάσαι πώς ήταν ο δάσκαλός σου;
-Ο δάσκαλος ήταν πολύ αυστηρός. Χρησιμοποιούσε τη Βέργα για να μας τιμωρήσει.
-Τι φορούσες στο σχολείο;
-Ήμουν υποχρεωμένη να φοράω μαθητική ποδιά. Ήταν μπλε. Των κοριτσιών ήταν σαν ρόμπα που έκλεινε με κουμπιά. Στη μέση είχε μια ζώνη. Είχε δαντελένιο γιακά. Στα μαλλιά μου φορούσα άσπρη κορδέλα.
-Τα τετράδιά σου πώς ήταν;
-Τα τετράδιά μου δεν είχαν πολύχρωμες ζωγραφιές. Τα κρατούσα ατσαλάκωτα, γιατί όπως έλεγε ο δάσκαλος «το τετράδιο είναι ο καθρέφτης του μαθητή»
-Τι φορούσαν οι δάσκαλοι και τι οι δασκάλες;
-Ήταν καλοντυμένοι, Οι άντρες φορούσαν κοστούμι κι οι γυναίκες ταγέρ με μακριές φούστες.
-Πώς ήταν η συμπεριφορά των παιδιών προς τους δασκάλους;
-Τα παιδιά φοβούνταν τους δασκάλους και τους συμπεριφέρονταν με σεβασμό. Υπήρχε πάντα μια απόσταση στην επικοινωνία μεταξύ τους.
-Περνούσες ευχάριστα στο σχολείο και γιατί;
-Περνούσα ευχάριστα, γιατί αν δεν πήγαινα στο σχολείο θα έμενα σπίτι ή θα δούλευα. Εκεί έπαιζα, τραγουδούσα και μάθαινα καινούρια πράγματα που δεν μπορούσα να τα μάθω πουθενά αλλού.
Ιωάννα Χρ. Α 5
Ο παππούς μου θυμάται την πρώτη μέρα στο σχολείο...
Το προηγούμενο Σάββατο επισκέφτηκα, μαζί με την οικογένεια μου, την γιαγιά μου και τον παππού μου. Ο παππούς μού λέει αμέτρητες ιστορίες από το παρελθόν του και έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία μα μάθω για την πρώτη του μέρα στο σχολείο. Μου την περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια. Άρχισε το σχολείο το 1946 και το τελείωσε το 1952. Αλλά ας πάρω τα πράγματα από την αρχή. Ο παππούς μου ξύπνησε ενθουσιασμένος και γεμάτος αγωνιά μιας και δεν είχε ξανάπαει στο σχολείο αλλά ταυτόχρονα ένιωσε και ένα έντονο χτύπο στην καρδιά για το τι θα συναντήσει .Αργότερα έφαγε και ντύθηκε με πρόχειρα ρούχα εφόσον τότε δεν υπήρχαν ποδιές. Επίσης, στην εποχή του υπήρχε φτώχεια και δεν υπήρχαν χρήματα για να ντυθείς επίσημα. Έπειτα χαιρέτησε τους γονείς του και κίνησε για το σχολείο .Όμως η μητέρα του τον τράβηξε από το χέρι και του είπε να είναι καλός μαθητής και του ευχήθηκε καλή πρόοδο. Έπειτα τον άφησε να φύγει. Στην συνέχεια κράτησε τον μεγαλύτερο αδερφό του από το χέρι και πήγε στο σχολείο που βρισκόταν στην άλλη άκρη του χωριού. Ο παππούς μου κατοικούσε σε ένα χωριό στον νόμο Βοιωτίας ,το οποίο ήταν σχετικά μικρό και ο χρόνος που έκανε για να πάει από την μια άκρη του χωριού στην άλλη ήταν πέντε λεπτά περίπου .Μόλις έφτασε στο σχολείο έκανε από το πρώτο λεπτό κιόλας φίλους. Όπως είπα και πριν το χωριό ήταν μικρό και όλα τα παιδιά ήξεραν κάποιους. Ο παππούς μου όταν αντίκρισε την δασκάλα του την κ. Αλεξάνδρα (μου έκανε εντύπωση πως θυμόταν το όνομα της δασκάλας του) του φάνηκε συμπαθητική, αγαπητή και μου εξήγησε πως έδινε θάρρος στα παιδία για το τι θα συναντήσουν .Η δασκάλα αυτή από την πρώτη μέρα τους ξενάγησε στον μοναδικό χώρο του σχολείου. Υπήρχε μια πολύ μεγάλη αίθουσα στην οποία υπήρχε
ένας πίνακας και μια έδρα .Πάνω στην έδρα της δασκάλας υπήρχε μια βέργα η οποία τράβηξε όλα τα βλέμματα των παιδιών. Όλοι οι μαθητές φοβήθηκαν και η κυρία τους καθησύχασε λέγοντας τους πως θα τη χρησιμοποιεί σπάνια.
Στα θρανία κάθονταν 6-6 μαθητές και το σχολείο ήταν μονοθέσιο. Επίσης υπήρχε μια αυλή στην οποία τα παιδιά έκαναν διάλειμμα μόνο μια φορά την μέρα. Γύρω από το σχολείο δεν υπήρχαν κάγκελα και έτσι τα παιδιά την ώρα του διαλείμματος μπορούσαν να πάνε και να φάνε στα σπίτια τους το κολατσιό τους .Αφού το τελείωναν γυρνούσαν στο σχολείο και άρχιζαν το μάθημα .Μέσα στην αίθουσα υπήρχαν 70 παιδιά. Κάτι ακόμα είναι πως έκαναν μάθημα όλες τις μέρες εκτός από τη Κυριακή. Κάθε πρωί άρχιζαν το σχολείο στις 08.00 και τελείωναν το μάθημα στις 12.30 περίπου ενώ το απόγευμα πήγαιναν στο σχολείο από τις 03.00 και τελείωναν το μάθημα στις 06.00. Τις Τετάρτες και τα Σάββατα δεν έκαναν μάθημα τα απογεύματα.
Τέλος, ο παππούς μου έπαιρνε πάντα μια τσάντα η οποία είχε ραφτεί στον αργαλειό από την μητέρα του. Μέσα σε αυτήν την τσάντα υπήρχε ένα κονδύλι και μια μαύρη πλάκα .Το κονδύλι ήταν ένα αντικείμενο σαν μολύβι το οποίο έγραφε μόνο πάνω στην μαύρη πλάκα. Η μαύρη πλάκα είχε δυο πλευρές .Από την μια πλευρά η επιφάνεια της ήταν όλη μαύρη και από την άλλη υπήρχαν τετραγωνάκια σαν αυτά που υπάρχουν και σήμερα στα τετράδια αριθμητικής.
Έλενα Παππά
Α’5
Ας πάμε λοιπόν λίγο πίσω στο χρόνο. Χρονολογία 1943-44. Πόλεμος στην Ελλάδα. Κατοχή. Παρόλα αυτά ένα μικρό κορίτσι με μπλε ποδιά, όπως όλα τα άλλα, πηγαίνει τα πρωινά σχολείο.
Ένα μικρό κορίτσι με ξανθά και σγουρά μαλλιά και μπλέ ματάκια αναπολεί εκείνες τις μέρες μετά από 73 χρόνια. Αυτό το μικρό, τότε κορίτσι αποφάσισε να μου διηγηθεί τα παιδικά του χρόνια ως μαθήτρια. Έγινε γυναίκα, μητέρα και γιαγιά όταν αποφάσισε να πει στην εγγονή της πως περνούσε τότε.
Άρχισε να εξιστορεί αυτά που ήθελε να πει λέγοντας << Τα χρόνια μου ήταν δύσκολα , με φτώχεια και πείνα. Για εμένα μόνο μια χαρά υπήρχε τότε, το σχολείο>>. Συνέχισα να την ρωτάω πως ήταν τότε οι δάσκαλοι και πως φέρονταν στους μαθητές τους. Μετά από μια μικρή παύση, για να σκεφτεί, άρχισε λέγοντας ότι οι δάσκαλοι ήταν καλοί άνθρωποι και πάνω από όλα ευγενικοί και καθόλου βάναυσοι. Όμως συνέχισε λέγοντας ότι η χαρά της δεν κράτησε για πολύ. Ο θείος της, αδερφός, του πατέρα της, επειδή ήταν φτωχοί άνθρωποι, τους υποχρέωσε να σταματήσουν την κόρη τους από το σχολείο και να την άρει στο εργοστάσιο ως λογίστρια. Η γιαγιά μου μικρή τότε, δεν μπορούσε να φέρει αντίρρηση. Έτσι πήγε να δουλέψει σταματώντας το σχολείο.
Μέρα με τη μέρα η γιαγιά μου κουραζόταν όλο και πιο πολύ ως παιδί. Ώσπου, ξαφνικά ο θείος της έπαθε ανακοπή καρδιάς. Το εργοστάσιο φαλίρισε και αγοράστηκε από άλλον. Η γιαγιά μου μετακόμισε στον συνοικισμό των Μικρασιατών στο Ρέντη, εκεί γνώρισε τον παππού μου και συνέχισε τη ζωή της.
Μετά από αυτή τη διήγηση συγκλονίστηκα! Πόσα άραγε, σκέφτηκα έχουν τα παιδιά σήμερα; Πόσες ευκολίες, σχολεία, φροντιστήρια, ρούχα, βιβλία και όμως η μάθηση για αυτά δεν είναι τόσο σημαντική. Με πόση λαχτάρα τα τότε παιδιά ήθελαν να πάνε σχολείο... Ενώ τώρα προσπαθούν να απαλλαγούν ακόμα και από ένα λεπτό μαθήματος.
Εύχομαι να συνειδητοποιήσουμε όλοι μας πόσο σημαντική είναι η γνώση στον άνθρωπο και πόσο ωραίο είναι που έχουμε τη δυνατότητα να πάμε σχολείο και να λάβουμε αυτή τη γνώση.
Έφη Τσ. Α΄5
- Παππού, μπορείς να μου περιγράψεις μια μέρα στο σχολείο σου;
- Φυσικά, παιδί μου. Πρώτα απ’όλα το σχολείο άρχιζε στις 8:00π.μ και γι’αυτό έπρεπενα φεύγω από το σπίτι δεκαπέντε λεπτά νωρίτερα, διότι ήταν 1,5 χιλιόμετρο μακριά από το σχολείο. Όταν χτύπαγε το κουδούνι ο Γυμνασιάρχης φώναζε έναν μαθητή να πει την προσευχή. Όταν τέλειωνε, ανέβαινε μία μία τάξη και δεν έπρεπε να αργήσεις, γιατί έτσι και ερχόσουν μετά τον καθηγητή έτρωγες τιμωρία.
-
Τιμωρούσαν και πώς;
Βεβαίως τιμωρούσαν, με γραπτές ή σωματικές τιμωρίες. Για παράδειγμα αν έκανα αταξία μου έλεγε ο καθηγητής να γράψω εκατό φορές «θα είμαι άλλη φορά φρόνιμος» ή μου έδινε μία με τη βίτσα.
Μπορείς να μου περιγράψεις ένα περιστατικό;
Ναι, για άσε με λίγο να σκεφτώ, γιατί έγιναν πολλά.....Α, θυμήθηκα!!! Μία μέρα το πρωί είχαμε πιάσει έναν κοκκινολαίμη. Την επόμενη μέρα πήγαμε στο σχολείο, βάλαμε τον κοκκινολαίμη στο συρτάρι του καθηγητή και μόλις ανέβηκε και το άνοιξε, πετάχτηκε στον αέρα. Επειδή αυτός ο καθηγητής ήταν πολύ δειλός και τον τρομάξαμε έβαλε τετραήμερη αποβολή σε όλη την τάξη.
- Ευχαριστώ πολύ παππού για το χρόνο σου.
- Να ξέρεις παιδί μου ότι οι παλιές ιστορίες με γυρίζουν χρόνια πίσω και με κάνουν να νιώθω και πάλι νέος.
Γιώργος Σ.