Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2020

«Όμως θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα σκεφτείς τη συνέχεια της ιστορίας»....


 «Όμως θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα σκεφτείς τη συνέχεια της ιστορίας» (σελ. 40 από το βιβλίο η Ιστορία ενός νεαρού gamer). Αξιοποιώντας διάφορους αφηγηματικούς τρόπους (μονόλογο, περιγραφή, διάλογο, αφήγηση) και με οδηγό τη φαντασία να δώσετε εσείς τη συνέχεια της ιστορίας. 

Μου είπες για ένα παιδί που το πούλησαν σκλάβο στα παζάρια της Ανατολής. Σου φαίνεται απίστευτο έτσι; Κι όμως είναι ΑΛΗΘΙΝΟ! Δυστυχώς! Ακούμε παζάρι και μας έρχεται στο μυαλό πάγκοι με παιχνίδια, ρούχα, βιβλία. Πιο κάτω να σε παρασύρουν οι μυρωδιές των λουκουμάδων, των ποπ κορν. Να βλέπεις παιδιά να κρατάνε στα χέρια τους μαλλί της γριάς, άλλα πιο ΄κει να παίζουνε στα συγκρουόμενα και σε άλλα παιχνίδια που έχουν στηθεί εκεί σαν ένα μικρό λούνα πάρκ.     
             

      Υπάρχουν όμως και άλλα παζάρια στον κόσμο. Εκεί που εικόνες σε αφήνουν μουδιασμένο. Που ανοιγοκλείνεις τα μάτια σου για να συνειδητοποιήσεις ότι αυτό που βλέπεις είναι αληθινό! Εικόνες φρίκης, δυστυχίας και θλίψης.
            Σε ένα τέτοιο παζάρι, πουλήθηκε σκλάβος  ο μικρός Ασουμάν. Το όνομά του σημαίνει ουρανός, αλλά η ζωή του δεν έχει τίποτα απ΄ ότι θα ήθελε να ζει ένα παιδί στην ηλικία του. Ο Ασουμάν  είναι δέκα χρονών. Βρέθηκε σ΄ ένα σκλαβοπάζαρο για λίγα χρήματα που έδωσαν αντίτιμο στους  γονείς του για να φάνε για μία εβδομάδα το πολύ.

        Τον έμαθαν να κατασκευάζει βόμβες, να κλέβει και να είναι πληροφοριοδότης. Βλέπεις του «έκοβε» του Ασουμάν, γιατί είχε προλάβει να πάει για λίγο σχολείο. Τα « έπαιρνε» γρήγορα τα γράμματα. «Τα ρούφαγε σαν σφουγγάρι». Αυτά τα λίγα χρόνια σχολείου τον έκαναν να μη  σκύβει το κεφάλι, να μη σκλαβωθεί ποτέ η ψυχή του, να βλέπει με αισιοδοξία το μέλλον.
             Ο Ασουμάν την ώρα που έφτιαχνε τις βόμβες, που προορίζονταν να σκοτώσουν πολύ κόσμο, ονειρευόταν να ξαναπάει σχολείο, να το τελειώσει, να σπουδάσει και να γίνει δάσκαλος. Να μάθει και σε άλλα παιδιά, γράμματα, γνώσεις, γιατί μόνο μέσα απ’ αυτές μπορείς να δραπετεύσεις, να γίνεις δυνατός.
           Μια μέρα ήρθε η ώρα της ελευθερίας του ένας πλούσιος, αλλά καλός άνθρωπος βρέθηκε σε εκείνο το σκλαβοπάζαρο, τον είδε και τον αγόρασε δίνοντας ένα μεγάλο ποσό. Δεν τον χρησιμοποίησε όμως ως σκλάβο του, αλλά τον βοήθησε να ζήσει όπως αξίζει σε κάθε παιδί. Με τη βοήθεια του, πήγε ξανά σχολείο και όλα τα όνειρά του, άρχισαν να πραγματοποιούνται.
         Λίγα χρόνια μετά, ο Ασουμάν έγινε δάσκαλος σ’ ένα σχολείο και έλεγε την ιστορία του στους μαθητές του. Η θέληση και η πίστη του για τη ζωή τον είχαν λευθερώσει!
                                                                                 Νεφέλη Ζ.  Α΄1


Η αλήθεια ήταν πως και οι δυο τους είχαν προβληματιστεί με τη ζωή σε εκείνη την σπηλιά. Εκείνοι αγαπούσαν το φως του ήλιου, του φεγγαριού και των αστεριών και όχι εκείνο το ζοφερό σκοτάδι. Ο Οράτιος στεναχωριόταν για την τύχη των ανθρώπων-σκιών που ζούσαν σε αυτήν την τρομακτική σπηλιά χωρίς επαφή με τον έξω κόσμο αλλά και χωρίς ελπίδα. Έτσι κατασκεύασε μαζί με το κορίτσι μια άρπα με την οποία θα μπορούσαν να μάθουν στους ανθρώπους-σκιές να ξαναμιλούν. Το κορίτσι τότε του είπε:
-Είσαι σίγουρος ότι θα λειτουργήσει;
-Δεν χάνουμε τίποτα να δοκιμάσουμε, απάντησε ο Οράτιος. Η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία.
-Εντάξει τότε, αποκρίθηκε το κορίτσι.
            Την επόμενη μέρα ο Οράτιος και το κορίτσι, που πλέον είχε όνομα- την έλεγαν Νεφέλη, κίνησαν για την σπηλιά κρατώντας την άρπα στα χέρια τους. Μπαίνοντας μέσα, η Νεφέλη άρχισε να παίζει τις χορδές της άρπας και οι σκιές να κατευθύνονται μαγικά προς το μέρος τους. Τις έβγαλαν έξω στο φως και παρατήρησαν πως οι κεραίες είχαν εξαφανιστεί από τα κεφάλια τους, πως ήταν κανονικοί άνθρωποι και μιλούσαν ο ένας με τον άλλον. Τα πρόσωπά τους ήταν χαμογελαστά και χαίρονταν το φως του ήλιου. Ο Οράτιος και η Νεφέλη ένιωσαν σαν μικροί θεοί επειδή έδωσαν ζωή στις σκιές.   
   

            Από τότε έζησαν μαζί χαρούμενοι και ευτυχισμένοι στην έρημο ξεναγώντας τους τουρίστες με τις καμήλες τους.

Βασίλης Κ.,Α΄2















Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2020

Αν η νεραϊδα του πίνακα σας έπαιρνε μαζί της, ανοίγατε το παράθυρο και φρρρ...πού θα δραπευτεύατε;

Μια καλογραμμένη ιστοριούλα από τη μαθήτρια του Α1,  Νεφάλη Ζ. 
Η ιστοριούλα γράφτηκε με αφορμή το μυθιστόρημα της Μ. Κλιάφα "Η ιστορία ενός νεαρού gamer"

Αν άνοιγα το παράθυρο και η νεράιδα  του πίνακα με έπαιρνε μάζι της, θα ήθελα να δραπετεύσω στη Νέα Υόρκη! 
Θα ήθελα έτσι μαγικά, να βρεθώ σ' αυτήν την πολύβουη πόλη. Να δω από κοντά τις τεράστιες λεωφόρους της και τους ψηλούς ουρανοξίστες της. Να περπατήσω ως την Time Square για να δω όλες αυτές τις τεράστιες  διαφημίσεις που έχουν τα κτήρια και τους κάθε λογής ανθρώπους που περνάνε από 'κει. Φεύγοντας από το "Σταυροδρόμι του κόσμου" να πάρω ένα ποδήλατο και να βρεθώ στο Central Park. Να περπατήσω ανάμεσα σε όλα τα ζώα που έχει μέσα. Αφού επισκεφθώ και το άγαλμα της Ελευθερίας, με πιάσει η νύχτα και ρεμβάσω από μακριά την ολοφώτιστη  γέφυρα του Brooklyn θα ήθελα να καταλήξω στην Αστόρια. Το μέρος που γεννήθηκε και μεγάλωσε για λίγα χρόνια η μαμά μου.
Εύχομαι κάποια στιγμή να πραγματοποιηθεί αυτή η επιθυμία μου!

Κυριακή 2 Φεβρουαρίου 2020

Στο άλογό μου...

Οι μαθητές/ριες των τμημάτων Γ4 και Γ5, με αφορμή το κείμενο "Τα ζα" του Μυριβήλη και αφού διαβάσουν το διήγημα "Στο αλογό μου" του Ν. Καββαδία, γράφουν υιοθετώντας το ύφος του Καββαδία...




Αν γνώριζα ότι θα σε χάσω για πάντα θα σου έλεγα όλα αυτά που θα σου γράψω, αλλά  γνωρίζουμε και οι δυο μας ότι στον πόλεμο δεν ξέρεις πότε θα χάσεις τον άλλον ή ακόμη και τον ίδιο σου τον εαυτό.
Όταν έπρεπε να διαλέξω άλογο για τον πόλεμο ήσουν αυτό που μου κίνησε το ενδιαφέρον, στεκόσουν υπερήφανο και το ελαφρύ αεράκι κινούσε την καφετιά σου χαίτη, ενώ όλα τα υπόλοιπα ζώα έμοιαζαν τρομαγμένα εσύ καθόσουν ψύχραιμο, ακίνητο. Τα μάτια σου αντανακλούσαν στον ήλιο και η λάμψη τους με τραβούσε πιο πολύ για να σε διαλέξω, ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι εσύ θα ήσουν ο σύμμαχος μου στον πόλεμο και έτσι έγινε, ήσουν υπάκουο και ποτέ δεν δίστασες, με προστάτευες και σε προστάτευα, η μόνη μου ελπίδα αλλά και παρέα.
Τώρα όμως σε έχασα για πάντα και ενώ εγώ κλαίω πάνω από το γράμμα που σου γράφω που ποτέ δεν θα διαβάσεις κάποιοι άλλοι απλά με προστάζουν να βρω τον αντικαταστάτη σου, δεν θα μπορέσω όμως, δεν θα μπορέσω να βρεθώ τόσο κοντά με ένα ζώο ξανά.  Μου λένε ότι είμαι υπερβολικός και ότι η απώλεια δεν είναι μεγάλη και αυτό γιατί;  Επειδή δεν μπορούμε να μιλήσουμε; Έτσι νομίζουν οι άλλοι, γνωρίζαμε πολύ καλά ότι μπορούσαμε να συνεννοηθούμε καλυτέρα και από τους ανθρώπους που μιλούν την ίδια γλώσσα.
Η καρδιά μου όμως δεν θα αντέξει άλλο, διότι το γράφω μέσα από την καρδιά μου και το μόνο που σκέπτομαι είναι η εικόνα σου, να κείτεσαι νεκρό μέσα σε λίμνη αίματος και εγώ από πάνω σου να σε ποτίζω με τα δάκρυα μου.
Ιωάννας Φ. Γ’5

Θα ήταν, θα έλεγε κανείς, δύσκολο αλλά ταυτόχρονα και εύκολο να κάτσω να γράψω για σένα, δηλαδή να αφηγηθώ όλες αυτές τις όμορφες και δύσκολες στιγμές που περάσαμε μαζί. Τι να πρωτοθυμηθώ μαζί σου; Τις βόλτες μας με μόνο οδηγό το φως του φεγγαριού; τις κρύες νύχτες με τα κρυοπαγήματα να κατακλύζουν τόσο τα πόδια μου όσο και τα δικά σου; ή την στιγμή που σε γνώρισα και αντίκρισα για πρώτη φορά κάτι μοναδικό, κάτι ξεχωριστό που όμοιό του κανένα άλλο. Κάθισα και μέτρησα τις μέρες και τις νύχτες που περάσαμε μαζί. Τα όνειρά μας να τελειώσει ο πόλεμος και να σε πάρω να πάμε σε ένα μέρος που δεν θα υπήρχε όλο αυτό το χάος και η βοή. Και το ήξερα ότι συμφωνείς! Φαινόταν στο βλέμμα σου κάθε φορά που σου μιλούσα. Το καταλάβαινα από το χλιμίντρισμά σου. Δεν ξεχνώ, όμως, ποτέ την ημέρα που έμαθες πως μια σφαίρα με βρήκε στο πόδι. Δεν ξεχνώ πως έτρεξες γρήγορα και ήρθες να με βρεις για να με βοηθήσεις. Δεν ήταν κανένας εκεί! Ήμουν μόνος και ξαφνικά εμφανίστηκες εσύ. Μόνο εσύ! Δεν το περίμενα αυτό, να σου πω την αλήθεια, όταν σε πρωτογνώρισα. Νόμιζα πως κάτι τόσο επιβλητικό σαν εσένα δεν θα έδινε σημασία σε κάτι τόσο ασήμαντο όπως ήμουν εγώ. Αλλά... αλλά όσο περνούσε ο καιρός, σε γνώριζα καλύτερα, καταλάβαινα το μεγαλείο σου. Μπορεί να μην έχεις μυαλό αλλά έχεις ψυχή καλύτερη και από αγγέλου. Αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να το ξεχάσεις ποτέ. Όσος καιρός και να περάσει, να το θυμάσαι! Όπως να θυμάσαι και εμένα όσο μπορείς. Έτσι αμυδρά να σκέφτεσαι εκείνον τον καλό σου φίλο. Τις στιγμές που περάσατε μαζί και την δερμάτινη σέλα που σου είχε κάνει δώρο. Ίσως αυτά να είναι τα μοναδικά πράγματα που μας κρατάνε κοντά τώρα που φεύγω για το μεγάλο ταξίδι. Εγώ να ξέρεις δεν θα σε ξεχάσω! Θα μείνει ανεξίτηλη η εικόνα σου όχι πλέον στα ανθρώπινά μου μάτια αλλά στα μάτια της ψυχής που δεν κλείνουν ποτέ! Έτσι θα παραμείνει και η αναπνοή για να μην σε λησμονήσω και να μην αισθανθώ καμία στιγμή μόνος και ας είμαι πια μακριά σου...
Αφροδίτη Τ. Γ΄5



Καλέ μου γάιδαρε,
Πόσο μεγάλος είναι ο παραλογισμός του πολέμου; Ανάμεσα στα θύματά του βρίσκεστε και εσείς, τα αθώα ζώα, οι αθώες ψυχές που δεν φταίτε σε τίποτα. Έτσι και εσύ, απλά έτυχε να βρίσκεσαι στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Νόμιζα ότι έτρεχες και εσύ δίπλα μου και έκανα τα πάντα για να σε γλιτώσω. Δεν είχα καταλάβει όμως ο καημένος ότι το μόνο που έσερνα μαζί μου ήταν το κεφάλι σου. Η εικόνα που αντίκρισα ήταν τρομακτική. Εσύ, ο γαϊδαράκος μου, το δικό μου ζώο, που με τόσο κόπο απέκτησα, ήταν νεκρό και μέσα στα δόντια σου κρατούσες σφιχτά ακόμα μια τούφα κίτρινες μαργαρίτες ματωμένες. Σου ζητώ συγγνώμη εκ μέρους όλης της ανθρωπότητας για όλο αυτό τον θάνατο και τη φρίκη του πολέμου. Θα σε θυμάμαι πάντα και θα μου λείψεις πολύ!
Με πολλή αγάπη, ο ιδιοκτήτης σου.

Μιχάλης Τ. Γ΄5


Αγαπημένο μου γαϊδουράκι,
Τα χρόνια έχουν περάσει και θα ήθελα να σου πω λίγα πράγματα που κρατάω καιρό μέσα μου.
Αρχικά, θα ήθελα να σου ζητήσω ένα τεράστιο συγγνώμη που σε ταλαιπώρησα τόσο εγώ όσο και η ανθρωπότητα. Δεν μας έφταιξες σε τίποτα και να που κοίτα, εσύ την πλήρωσες. Ακόμα θυμάμαι την μέρα που σ’ αντίκρισα πρώτη φορά. Τόσο όμορφο γαϊδουράκι, τόσο χαρούμενο και χνουδωτό, μου έφτιαχνες πολύ την διάθεση.
Μαζί περάσαμε κάθε δυσκολία αυτού του αισχρού γεγονότος που ονομάζεται πόλεμος. Αχ, και τι δεν θα ‘δινα να σε είχα πίσω γαϊδουράκι μου, να σου μιλούσα, να σε κοιτούσα μες τα μάτια και να σε χάιδευα. Όσα χρόνια ζω, γνώρισα τους ανθρώπους πάρα πολύ καλά, γι’ αυτό αγαπάω τα ζώα τόσο πολύ. Θυμάμαι τις κρύες νύχτες του χειμώνα, πώς με ζέσταινες εσύ όταν είχε κρύο και ταυτόχρονα πόσο το λάτρευα αλλά και το εκτιμούσα. Ήμουν τόσο ευγνώμων για σένα μικρό μου.
Σαν χθες θυμάμαι όμως και την τελευταία φορά που σ’ αντίκρισα, που σου μίλησα και που σε χάιδεψα. Ήσουν τόσο χαρούμενο μετά από καιρό μέσα σ’ αυτή την δυστυχία, τρώγοντας παίζοντας και ζώντας τον ερχομό της άνοιξης. Μακάρι να μπορούσα να σε είχα προστατέψει. Μέσα στον πανικό, δεν γύρισα να κοιτάξω τι τραβούσα. Έπιασα το χαλινάρι σου και άρχισα να τρέχω ελπίζοντας ότι θα σε σώσω. Και με κορόιδευαν οι άλλοι και νόμιζα ότι γιούχαραν την αγάπη που σου είχα, αλλά όχι. Με το που γύρισα να σε κοιτάξω και να σου πω «δεν θα έχουν ποτέ αυτό που έχουμε εμείς, δεν θα το καταλάβουν, μην τους κρατάς κακία», είδα το πιο θλιβερό πράγμα που θα μπορούσα να αντικρίσω ποτέ. Το κεφάλι σου. Σκέτο. Το σωματάκι σου κάπου είχε ξεμείνει και με ακολούθησε μόνο το κεφάλι σου. Μέσα στη θλίψη παρατήρησα το στόμα σου. Κρατούσες μία τούφα κίτρινες μαργαρίτες που όμως ήταν ματωμένες. Τι ειρωνεία! Ένα λουλούδι που συμβολίζει τόσο χαρά, να είναι βαμμένο με το αίμα σου που άδικα κύλησε. Πήγα μετά από καιρό σε εκείνο το σημείο και έκοψα λίγες μαργαρίτες και τις έχω κρατήσει. Να θυμάμαι πως ακόμα και σε μια τόσο σκοτεινή και θλιβερή στιγμή σαν τον πόλεμο, πάντα θα υπάρξει κάτι που θα μπορεί να σε κάνει χαρούμενο αρκεί να το ψάξεις. Για μένα λοιπόν αυτό το κάτι ήσουν εσύ γαϊδουράκι. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Μου λείπεις πολύ… Συγγνώμη που έπρεπε να τα περάσεις όλα αυτά. 
Εύα Στ. Γ΄4

Δεν περίμενα να φτάσω σε αυτό το σημείο. Να να μην σε έχω δίπλα μου να με συντροφεύεις. Να μην σε έχω, όταν δεν είμαι καλά. Να μην... να μην... χίλια και άλλα πόσα να μην σε έχω. Όχι δεν ήθελα να τελειώσει τόσο γρήγορα. Δεν θέλω ό,τι ζήσαμε να μείνουν αναμνήσεις που θα μου θυμίζουν την παρουσία σου ενώ δεν σε έχω πια κοντά μου. Πω πω... και τι δεν πέρασα μαζί σου! Θυμάσαι τότε που κάθε απόγευμα του καλοκαιριού σε έπαιρνα και κάναμε βόλτες να ξεσκάσουμε; Αχ και αυτούς τους κουραστικούς χειμώνες που κάθε φορά που αρρώσταινα μου έτριβες την μούρη σου στο ζεστό κεφάλι μου. Τις μέρες που σου βούρτσιζα την ουρά και την χαίτη, τις μέρες που κουβαλούσες ότι μπορούσες μόνο και μόνο για να πάρουμε κάνα φράγκο, τις μέρες που εσύ έτρωγες το γρασίδι σου και εγώ κοιμόμουν στο δέντρο, θα μου λείψουν όλα. Μετανιώνω κάθε δευτερόλεπτο που ο νους μου σκέφτηκε ότι εκεί θα ζούσες πιο ελεύθερα. Έπρεπε να είχαμε μείνει πίσω κι ας ήταν δύσκολα τα πράγματα, θα σε είχα δίπλα μου. Ίσως να ξέρεις ότι τώρα δακρύζω όσο γραφώ για εσένα αλλά δεν μπορώ να κρατηθώ. Προσπάθησα να σε σώσω κι όμως το μόνο που έσωσα ήταν ένα μέρος σου και εσύ κακόμοιρε το μόνο που ήθελες ήταν να ζήσεις. Να ζήσεις, τίποτα άλλο! Ο καταραμένος ο πόλεμος φταίει για όλα πανάθεμα. Τα ζώα τι φταίνε μου λέτε; Μέχρι και τα λουλούδια της χαράς που προσπαθούσες να φας κόκκινα έγιναν από την κόλαση αυτή...
Αντζελίνα Π. Γ4

Αγαπημένε μου φίλε,
Γνωρίζω ότι προφανώς δεν θα διαβάσεις ποτέ αυτό το γράμμα αλλά έχω την ανάγκη να σου γράψω. Θυμάσαι τότε πριν περίπου 13 χρόνια που σε είδα να περιπλανιέσαι μόνος σου στο λιμάνι; Κατάλαβα ότι θα ταιριάζαμε πολύ. Σε είδα έτσι όπως ήσουν ταλαιπωρημένος και σε περιποιήθηκα, σε φρόντισα σαν παιδί μου. Στο ορκίζομαι ήσουν η καλύτερη παρέα που θα μπορούσα να έχω. Όταν ήσουν μαζί μου η μοναξιά ήταν μια λέξη που δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο μου. Με προστάτευες πάντα και αυτό προσπάθησα να κάνω και εγώ, αλλά απέτυχα. Σε παρακαλώ πίστεψέ με από την αγάπη μου για εσένα έκανα τα πάντα επειδή ήθελα να σε προστατέψω. Όταν μου ανακοίνωσαν ότι έπρεπε να σε αφήσω και να σε πάω στο λιμάνι για να σε χρησιμοποιήσουν στον πόλεμο και να σε πάρουν μακριά μου στεναχωρήθηκα αφάνταστα. Με το που σκέφτηκα όμως ότι θα μπορούσα να έρθω μαζί σου δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη απλώς ήρθα. Σκέφτηκα ότι θα ήταν άλλη μια δυσκολία που θα αντιμετωπίζαμε παρέα. Μετά από μια μεγάλη περιπέτεια και αφού κουβαλούσες πυρομαχικά και ήσουν εξαντλημένος επιτέλους σε είδα να ξεκουράζεσαι. Είδα πόσο χαρούμενος ήσουν και χαμογέλασε η ψυχή μου. Βέβαια όλα σβήστηκαν από το μυαλό μου όταν άκουσα τα αεροπλάνα και τους πρώτους βομβαρδισμούς. Με κυριάρχησε ο φόβος και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να μας προστατέψω. Άρχισα να τρέχω σαν τρελός και σκεφτόμουν πως θα μας σώσω. Καθώς έτρεχα για να ξεφύγω άκουσα φωνές και γέλια. Νόμιζα ότι κορόιδευαν αυτήν την ιδιαίτερη σχέση μου είχαμε ανάπτυξη αλλά τελικά δεν ήταν αυτό. Όταν σταμάτησα για να κοιτάξω πίσω κατάλαβα ότι τόση ώρα έσερνα το όμορφο κεφάλι σου. Όλα σβήστηκαν και ήταν αν όχι η χειρότερη, μία από τις χειρότερες μέρες της ζωής μου. Μετανιώνω την ώρα και την στιγμή που συνέβη. Θα είσαι για πάντα μέσα στην καρδιά μου και δεν σε ξεχάσω ποτέ!

Εβίτα Σ. Γ4

Παρασκευή 10 Ιανουαρίου 2020

Σύνθεση ιστοριών μέσα από εικόνες..


Οι μαθητές/ριες του Α2 στο πλαίσιο του μαθήματος της νεοελληνικής γλώσσας (3η ενότητα) επιλέγουν 4 από τις παρακάτω εικόνες και δημιουργούν ιστορίες με θέμα το περιβάλλον...


Μια φορά κι έναν καιρό σ' έναν πλανήτη που λεγόταν Γη, ζούσε μια φάλαινα, η Μπέτση. Η Μπέτση ζούσε ξέγνοιαστα στους καταγάλανους ωκεανούς της Γης κι έπαιζε παρέα με τις φίλες της. Στον ειρηνικό και φιλόξενο αυτό πλανήτη ζούσαν και οι άνθρωποι, όντα με αισθήματα, εφευρετικότητα αλλά και πονηριά. Ωστόσο, μέχρι τότε η Μπέτση δεν είχε δεχτεί απειλή απ' αυτούς. Με το πέρασμα του χρόνου, οι άνθρωποι άρχισαν να μολύνουν σιγά σιγά τη θάλασσα, πετώντας πλαστικά και απορρίμματα. Η Μπέτση είχε αρχίσει ν' ανησυχεί αλλά αποφάσισε να μην τρομοκρατήσει και τις άλλες φάλαινες. Μετά από δύο χρόνια όλη η θάλασσα είχε γεμίσει από σκουπίδια και αρκετές φορές η Μπέτση είχε δει φάλαινες να πεθαίνουν και να υποφέρουν επειδή είχαν αρρωστήσει βαριά. Γι' αυτό το λόγο η γενναία Μπέτση αποφάσισε να ιδρύσει μια περιβαλλοντική οργάνωση, για να σώσει τους ωκεανούς από τη μόλυνση που προκαλούσαν οι άνθρωποι. Αμέσως όλες οι υγιείς φάλαινες έσπευσαν να βοηθήσουν για τη σωτηρία των ωκεανών. Τι λέτε? Θα τα καταφέρουν?
Μαρίλια Κ. Α2


Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε σε ένα μακρινό σύμπαν ένας πλανήτης που ονομαζόταν γη. Ο πλανήτης αυτός ήταν γεμάτος από ζωή. Φιλοξενούσε πολλούς οργανισμούς, φυτά και ζώα. Ένα πολύ σπάνιο ζώο που ζούσε εκεί ήταν η φάλαινα. Μετά από δισεκατομμύρια χρόνια η γη αρρώστησε και είχε πάρα πολύ πυρετό, επειδή κάποια πλάσματα που ζούσαν εκεί, οι άνθρωποι, μόλυναν τόσο τον πλανήτη πετώντας σκουπίδια παντού. Μάλιστα, οι φάλαινες αρρώστησαν και αυτές και αντί για να πετάνε νερό από τους φυσητήρες τους πετούσαν σκουπίδια. Τα χρόνια περνούσαν και η κατάσταση της γης όλο και χειροτέρευε. Η γη ήταν πια πολύ άρρωστη και ήταν αργά για να γίνει καλά. Έτσι,  ένα βράδυ ανατινάχτηκε και ένας τόσο όμορφος πλανήτης χάθηκε.
Γιώργος Θ. Α2



Κάποτε η γη ήταν το πιο όμορφο μέρος του γαλαξία. Οι θάλασσες ήταν καθαρές και τα ζώα ζούσαν ευτυχισμένα στον πλανήτη. Όμως με την πάροδο των χρόνων και μέσα από τις συνεχείς λανθασμένες πράξεις των ανθρώπων ο πλανήτης όλο και εξασθενούσε. Mια φάλαινα, που ζούσε στο καθαρό πέλαγος κοντά σε ένα ξερονήσι, ήταν τόσο ευτυχισμένη με την ομορφιά που απλωνόταν γύρω της. Κολυμπούσε γύρω από τις πεντακάθαρες ακτές του νησιού απολαμβάνοντας την ομορφιά του. Κάποια μέρα όμως η φάλαινα άρχιζε να πλημμυρίζει από δυστυχία αφού έβλεπε παντού σκουπίδια. Δεν της άρεσε το θέαμα των σκουπιδιών και για να μην τα βλέπει τα έτρωγε. Έτσι, έφτασε μια μέρα που δεν ένιωθε καλά, διότι ο οργανισμός της ήθελε να τα βγάλει. Ξαφνικά ακούστηκε ένας δυνατός ήχος και σκουπίδια άρχιζαν να πετάγονται στον ουρανό.
Έλενα Κ. & Άννα Κ. Α2


Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας πλανήτης που περιστρεφόταν χαρούμενος για πάρα πολλά χρόνια. Όλα κυλούσαν αρμονικά και κανένα σοβαρό πρόβλημα δεν είχε παρουσιαστεί.
            Μια νύχτα όμως, καθώς κοιμόταν, ένιωσε έναν μεγάλο πόνο στο στομάχι και ξύπνησε με την απορία: <<Ποιος θα μπορούσε να με διακόψει από τον ύπνο μου;>>. Ξαφνικά η θερμοκρασία του άρχισε να ανεβαίνει. Ο πλανήτης φοβισμένος άρπαξε το θερμόμετρο και το έβαλε στο στόμα του. Σε τρία λεπτά το θερμόμετρο έδειχνε 40 βαθμούς Κελσίου. Άρχισε να φτερνίζεται πολύ δυνατά και να ζαλίζεται σαν να περιστρεφόταν με υπερβολική ταχύτητα. Αμέσως κάλεσε τον γιατρό. Αφού εκείνος τον εξέτασε, του είπε πως είχε ένα απλό κρυολόγημα και του συνέστησε ξεκούραση και πολλές ζεστές σούπες.
            Οι μέρες όμως περνούσαν και η κατάστασή του συνεχώς χειροτέρευε. Τότε άρχισε να πιστεύει πως κάτι άσχημο του συνέβαινε. Πετάχτηκε από το κρεβάτι και άρπαξε στα χέρια του την υδρόγειο. Παρατήρησε πολύ προσεκτικά και διέκρινε πως στον Ατλαντικό Ωκεανό μια ανεξέλεγκτη φάλαινα φτερνιζόταν όγκους σκουπιδιών.
Ο πλανήτης όμως δεν ήταν εκδικητικός. Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να σώσει τη φάλαινα. Εξάλλου δεν έφταιγε εκείνη για τις πράξεις των ανθρώπων που πετάνε τα σκουπίδια τους στις ακτές και τις θάλασσες. Πήρε λοιπόν μια τεράστια απόχη, έβγαλε τη φάλαινα έξω από τον ωκεανό, την έριξε σε ένα γιγάντιο ενυδρείο και πέταξε μέσα στο νερό τα απαραίτητα φάρμακα για να αναρρώσει.
Έτσι η φάλαινα και ο πλανήτης γιατρεύτηκαν. Ο πλανήτης άρχισε να περιστρέφεται και πάλι με τον φυσικό του τρόπο, η φάλαινα να κολυμπά χαρούμενη και ο κόσμος συνέχισε τη ζωή του.
Βασίλης Κ. , Α2


Κάποτε η γη ήταν πιο καθαρή .Τα φυτά, τα πλάσματα της θάλασσας και της ξηράς ζούσαν ανέμελα χωρίς τον φόβο πως κινδυνεύουν να αφανιστούν. Όλα μαζί ζούσαν αρμονικά και ελεύθερα. Με το πέρασμα  του χρόνου μαζί με την εξέλιξη της τεχνολογίας οι περισσότεροι άνθρωποι έχασαν κάθε είδος οικολογικής συνείδησης και πετούσαν σκουπίδια στους δρόμους , στις θάλασσες και οπουδήποτε δεν είχε κάδο απορριμμάτων με αποτέλεσμα η γη να μολύνεται όλο και περισσότερο. Τα φυτά μαραίνονταν, τα ζώα αρρώσταιναν ή τα σκότωναν και τα ψάρια έτρωγαν ό,τι είχαμε πετάξει στη θάλασσα καθώς το περνούσαν για τροφή. Κοινός η γη αρρώσταινε…


Μαρία Κ. Α2

Η γη μας πριν πολλά–πολλά χρόνια ζούσε ξέγνοιαστα. Ήταν χαρούμενη καθαρή και δεν υπέφερε από τις ανθρώπινες παρεμβάσεις. Τα ζώα στη θάλασσα, στον ουρανό και στη γη ζούσαν ελευθέρα. Οι φάλαινες ευτυχισμένες έκαναν βουτιές στο βυθό και όλα μαζί ζούσαν αρμονικά. Οι άνθρωποι  όμως δυστυχώς παρεμβαίνουν έντονα και προκλητικά στον πλανήτη μας. Η γη μας αρρωσταίνει.  Οι παραλίες, οι δρόμοι είναι γεμάτοι σκουπίδια και πλαστικά που μολύνουν το γήινο οικοσύστημα. Και όλα αυτά οφείλονται στην έλλειψη οικολογικής συνείδησης των ανθρώπων.

ΑΘΑΝΑΣΙΑ Κ. Α2



Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2019

Ακροστιχίδες για τον Καζαντζάκη


Κατάγεται από την Κρήτη
Αυτοβιογραφικά ήταν τα περισσότερα έργα του
Ζεί από το 1883 εώς το 1957
Αναγκάστηκε να φύγει απο την Κρήτη λόγω της επανάστασης του 1897
Νίκος Καζαντζάκης λέγεται ένα μουσείο αφιερωμένο σε αυτόν  στην Μυρτιά Ηρακλείου
Το διάστημα του 1902-1906 σπούδαζε Νομικά στην Αθήνα
Ζορμπάς ήρωας απο το μυθιστόρημα ¨Βίος και πολιτεία¨
Αναγνωρισμένος ως ο πιο μεταφρασμένος Έλληνας
Κλήθηκε στο Παρίσι ως σύμβουλος Λογοτεχνίας της UNESCO
Ηταν πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών
Σημαντικό σταθμό στη ζωή του αποτελούσε η γνωριμία του με τον Αγγελο Σικελιανό
                                                                         Άννα Κ. Α’2


                                                                                                         (Κολάζ της Χριστίνας Κ. )

Kαταγόταν από την Κρήτη.
Aναφορά στον Γκρέκο, ήταν ένα από τα έργα του.
Zωή με συκοφαντίες, ύβρεις και προπηλακισμούς.
Aλέξης Ζορμπάς, ταινία του Κακογιάννη που βασίστηκε σε μυθιστόρημά του.
Nικηφόρος Φωκάς, έργο του Καζαντζάκη βασισμένο στον Βυζαντινό αυτοκράτορα.
Tελευταίος Πειρασμός, είναι βιβλίο του που απαγόρευσε η εκκλησία.
Zήτημα Καζαντζακικό στην Ιερά Σύνοδο-Αφορισμός του Καζαντζάκη.
Aπεβίωσε στις 26/10/1957.
Kρατικό λογοτεχνικό βραβείο το 1956 για «Θέατρο Α’, Β, Γ’».
H επιγραφή του τάφου του: Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι τίποτα, είμαι λέφτερος.
Στη Βιέννη τιμήθηκε με το Παγκόσμιο Βραβείο Ειρήνης.
                                                                                                Βασίλης Κ. Α΄2

Κατάγεται από την Κρήτη
Αναφορά στον Γκρέκο
Ζούσε για αρκετά χρόνια στη Γερμανία
Απεβίωσε το 1957
Νυμφεύθηκε δύο γυναίκες
Τόπος ταφής Ηράκλειο Κρήτης
Ζούσε με πολλά προβλήματα υγείας, που προκάλεσαν το θάνατό του.
Αναγνωρίζεται ως ένας απ’ τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες.
Καζαντζάκη Γαλάτεια ονόμαζαν την πρώτη σύζυγό του.
Ήταν γιός εμπόρου γεωργικών προϊόντων.

Στο τέλος της ζωής του έγραψε μια σειρά μυθιστορημάτων για τον Αλέξη Ζορμπά.
                                                                      Μαρίλια Κ Α΄2




Τετάρτη 23 Οκτωβρίου 2019

Μια μέρα στο παλιό Σχολείο... με αφορμή το απόσπασμα "Νέα Παιδαγωγική" του Ν. Καζαντζάκη

Στις 11 Οκτωβρίου 2019 στο πλαίσιο του μαθήματος της Λογοτεχνίας επισκεφτήκαμε το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης. Συγκεκριμένα, με αφορμή το απόσπασμα του σχολικού βιβλίου «Νέα Παιδαγωγική» από το αυτοβιογραφικό πεζογράφημα «Αναφορά στο Γκρέκο» (1961) του Ν. Καζαντζάκη οι μαθήτριες και οι μαθητές του Α2 μεταφέρθηκαν με βιωματικό τρόπο στο παλιό σχολειό. Κάθισαν στα παλιά ξύλινα θρανία, παρατήρησαν τα αντικείμενα και μια τάξη του «παλιού» σχολείου και μίλησαν για αυτό σχολιάζοντας τα εκθέματα του χώρου (έδρα πάνω στο βάθρο, ξυλόσομπα, τετράδια καλλιγραφίας, σάκα, βέργα, ποδιά κ.λπ). Επίσης, είδαν φωτογραφικά ντοκουμέντα και ανέλαβαν ρόλους...

Στη σχολική τάξη κλείνοντας την ενότητα και στην ερώτηση «Γιατί το σχολείο τότε ήταν διαφορετικό;» Απάντησαν:
-«Γιατί πίστευαν ότι το ξύλο θα βοηθούσε στην πειθαρχία»
....
-«Γιατί υπήρχε φτώχεια»
-«Γιατί  είχαν άλλες αρχές και άλλη νοοτροπία
-«Γιατί ήταν μια άλλη εποχή και ο ρόλος του δασκάλου ήταν διαφορετικός»
Ακριβώς! Άλλες οι ανάγκες, άλλες οι κυρίαρχες νοοτροπίες, οι κυρίαρχοι λόγοι, οι ρητές και οι άρρητες παραδοχές εκείνης της κοινωνίας...

Με «εργαλεία» το κείμενο και την επίσκεψή τους γράφουν:

«Μια μέρα στο παλιό σχολείο....
θα αφήσετε την φαντασία σας ελεύθερη και με βάση τα όσα είδατε και διαβάσατε θα αφηγηθείτε μια μέρα στο παλιό σχολείο... ως συμμαθητές του Ν. Καζαντζάκη»

Σήμερα είναι Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 1900. Ο ήλιος μόλις ανέτειλε και μια ηλιαχτίδα του με ξύπνησε ευχάριστα. Φόρεσα την ποδιά μου και το σκισμένο παλτό μου , έπιασα όσο καλύτερα μπορούσα ψηλά τα μαλλιά μου και κίνησα για το σχολείο κρατώντας ένα βαρύ κούτσουρο.
Τα γυμνά πόδια μου είχαν παγώσει από τον αδίστακτο χειμωνιάτικο άνεμο που φυσούσε με ορμή. Στο δρόμο συνάντησα τη Λενιώ, μια απ’ τις καλύτερες μαθήτριες της τάξης. Εκείνη φορούσε ολόλευκα σαν το χιόνι παπούτσια κι ένα καλοραμμένο παλτό, προσέχοντας την εμφάνισή της, ως κόρη του Δημάρχου. Ζήλεψα, θαρρώ να πω. Στο δρόμο συζητούσαμε για τη γιορτή του κατηχητικού σχολείου, που ήταν το ερχόμενο Σάββατο.
Πριν φτάσουμε στο σχολείο, που έμοιαζε με ερείπιο έτοιμο να καταρρεύσει, έπρεπε να είμαστε καθαρές πριν μπούμε στην τάξη. Μετά από πέντε λεπτά περίπου, ακούσαμε το δάσκαλο να πλησιάζει στην αίθουσα με βροντερά βήματα. Καθώς μπήκε μέσα κρατώντας την δερμάτινη τσάντα του και τον βούρδουλα, όλοι σηκωθήκαμε αμέσως όρθιοι, δείχνοντας σεβασμό. Εκείνος μας καλημέρισε με βαριά φωνή και κάθισε στην έδρα του, η οποία ήταν πιο ψηλά απ’ τους μαθητές για να δείχνει ανωτερότητα και κοίταξε τα χαρτιά του. Έπειτα από λίγο σηκώθηκε και έλεγξε προσεκτικά, τα νύχια και τ’ αυτιά μας. Ο Κώστας φαίνεται πως ξέχασε να καθαρίσει τα νύχια του, γι’ αυτό ο δάσκαλος τον διέταξε ν’ ανοίξει τα χέρια του και μετά άρχισε να τον δέρνει με τον βούρδουλα. Τα χέρια του Κώστα κοκκίνισαν από τη δύναμη του δασκάλου δέρνοντάς τον. Κατόπιν ο κ. Ευαγγέλου πλησίασε προς τη σόμπα για να ζεσταθεί από το βαρύ κρύο του χειμώνα.
Ένα από τα μαθήματα που θεωρούσε ο δάσκαλος σημαντικό, ήταν η ανάγνωση. Σήμερα, διαβάσαμε ένα ποίημα του Ρήγα Φεραίου. Ο καθένας διάβαζε από τρεις στίχους. Ευτυχώς ήμουν από τα λίγα παιδιά που διάβασαν άριστα, γι’ αυτό ο δάσκαλος μου επέτρεψε να ζεσταθώ κοντά στη σόμπα μαζί με τη Λουκία και τον Γιάννη. Αφού ελέγξαμε τις ασκήσεις των μαθηματικών ο κύριος Ευαγγέλου άρχισε να γράφει με την κιμωλία στον μαυροπίνακα λέξεις για να συλλαβίσουμε. Η Μαρία δεν ήταν διαβασμένη στο μάθημα της ημέρας, με αποτέλεσμα να βρεθεί γονατιστή πάνω στα σκληρά καρυδότσουφλα. Όταν σηκώθηκε για να επιστέψει στη θέση της τα πόδια της ήταν πληγωμένα και ματωμένα.
Έτσι κύλησε άλλη μια μέρα με ευχάριστα και δυσάρεστα γεγονότα στο σχολείο. Στο γυρισμό οι σκέψεις της μέρας γίνονταν εικόνες, περνώντας διαδοχικά μπροστά απ’ τα μάτια μου. Οι εικόνες όμως γρήγορα διαλύθηκαν και τη θέση τους πήραν τα παιχνίδια και οι ανέμελες φωνές απ’ τα μικρά αδέρφια μου που έπαιζαν στην αυλή.
Μαρίλια Κ.  Α2


Σήμερα όταν μπήκα στην τάξη ο δάσκαλος με κοιτούσε με ένα άγριο βλέμμα. Κάθισα στη θέση μου και άρχισε να κοιτάζει τα νύχια, τα αυτιά και τα παπούτσια των συμμαθητών μου. Έφτασε η σειρά μου, κοίταξε τα νύχια και μου είπε: Γιατί είναι βρόμικα τα νύχια σου; Σήκω και κάτσε στα καρυδότσουφλα.
Η αλήθεια είναι πως τα νύχια μου ήταν λίγο βρόμικα γιατί το πρωί κουβάλησα το κούτσουρο και λερώθηκαν. Κανένας δεν έκατσε δίπλα στην φωτιά. Ένα αγόρι έφαγε ξύλο με την βέργα που είχε δεκαοχτώ κόμπους. Στο μάθημα της καλλιγραφίας η Ρινιώ έσπασε την πένα της και με γέμισε μελάνι.
Μετά το σχολείο πήγα στον φούρνο, ο δάσκαλος ήταν εκεί, με κοίταξε και μου είπε να γράψω εκατό φορές: «Θα φοράω την στολή μου πάντα και παντού.» Όταν έφτασα σπίτι έγραψα την τιμωρία, έκανα τα μαθηματικά, τη γλώσσα, την καλλιγραφία και τη μουσική. Μετά έφτιαξα την τσάντα μου, ετοίμασα το κούτσουρο, πλύθηκα και κοιμήθηκα.
Εύη Κ Α΄2


Πρωί-πρωί ξεκίνησα για το σκολειό με την σάκα μου, την καθαρή ποδιά μου και τα χτενισμένα, στολισμένα με κορδέλες μαλλάκια μου.
Μπαίνοντας μες την τάξη, καθίσαμε κάτω και περιμέναμε τον δάσκαλο. Μπήκε μέσα στην τάξη με φόρα:
-Καλημέρα παιδιά.
Σηκωθήκαμε απάνω.
-Καλημέρα κυρ δάσκαλε.
Έκατσε στην έδρα του και άνοιξε το βιβλίο του:
-Ζωίδου,  για θύμισέ μας που είχαμε σταματήσει.
Πάγωσα. Δεν είχα προλάβει να διαβάσω την προηγούμενη ημέρα.
-Εμμ… είχαμε πει για…
Σηκώθηκε πάνω και με ρώτησε:
-Ζωίδου παιδί μου, έχεις διαβάσει για σήμερα;
Με κοίταξε με ένα άγριο βλέμμα.
-Έλα εδώ παιδί μου, μου είπε.
Στάθηκα όρθια και προχώρησα αργά-αργά προς το μέρος του. Άνοιξε το ντουλάπι και έβγαλε ένα ξύλο με καρυδότσουφλα:
-Κάτσε κάτω με τα γόνατα, και μη βγάλεις άχνα! Να μάθεις άλλη φορά να έρχεσαι διαβασμένη!
Τα μικρά μου γόνατα ματώσανε.
Την επόμενη ώρα είχαμε Μαθηματικά. Τον καημένο τον Νίκο, έδεσε κόμπο την καρδιά του και σήκωσε το δάχτυλο:
-Που είναι, κυρ δάσκαλε, η Νέα Παιδαγωγική; Γιατί δεν έρχεται  στο σκολειό;
Η Νέα Παιδαγωγική, μας είχε έρθει από την Αθήνα. Θαρρούσαμε πως θα ‘ταν καμιά νέα γυναίκα και την λέγανε Παιδαγωγική.
Τινάχτηκε από την έδρα και ξεκρέμασε από τον τοίχο τον βούρδουλα. Άρχισε να του ρίχνει ξυλιές. Κάποια στιγμή ίδρωσε και σταμάτησε.
-Να η νέα Παιδαγωγική, είπε, και άλλη φορά σκασμός! Πολύ θράσος έχετε σήμερα!
Είπε και ξεφύσησε.
Από εκείνη την ημέρα δεν ξαναπήγα αδιάβαστη στο σκολειό ποτέ.
Ελένη Ζ.  Α’2












Μια μέρα στο σχολείο... δεν ξέρω με τι να ξεκινήσω. Είναι τόσα αυτά που θέλω να πω...
Έβλεπα καθημερινά από το σπίτι μου μέχρι και στο σχολείο βέργες και βούρδουλες. Έβρισκα τρόπους να τα αποφεύγω, αλλά δεν πετύχαιναν κάθε φορά. Ας ξεκινήσουμε με το δάσκαλο της πρώτης Δημοτικού. Ήταν σαν ένας καουμπόης με καπέλο καφέ κάθε φορά. Ξέρετε αυτά που καλύπτουν γύρω – γύρω το κεφάλι. Τέλος πάντων! Αυτός, ο κύριος Σφακιανάκης ήταν πολύ αυστηρός. Μας έλεγε να έχουμε ξυρισμένο το κεφάλι, καθαρά νύχια και αυτιά, αλλιώς, ξύλο με το βούρδουλα.
Τους Χειμώνες, ειδικά όταν χιόνιζε, αν ήσουν αδιάβαστος, σε έβγαζε έξω για 3 με 4 λεπτά, μετά σε έβαζε μέσα και τις έτρωγες! Ξέρετε, πάλι, ότι όταν είσαι κρύος, εκεί να σε δω, αν πονάει, δεν το συζητώ. Αυτό εγώ το είχα πάθει πολλές φορές.
Τέλος, όταν είχες κάνει κάτι πολύ άσχημο, όπως να του πετάξεις ή να φας το κολατσιό του, σε έβαζε με τα γόνατα σε μία πλάκα ξύλου με κολλημένα καρυδότσουφλα πάνω της! Τότε ξέρεις ότι έχεις ματώσει, το νιώθεις από πριν. Δεν γνωρίζω πως πέρασαν αυτά τα χρόνια!
Βασίλης Θ. Α2


Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 1890
Αγαπητό ημερολόγιο,
Μόλις γύρισα από το δημοτικό σχολείο. Είναι η μέρα του αγιασμού και η έναρξη της σχολικής χρονιάς .Πρωί πρωί οι φίλοι μου κι εγώ συγκεντρωθήκαμε για άλλη μια φορά κάτω από το σπίτι μου και ξεκινήσαμε για το σχολείο. ‘Ημασταν πολύ ενθουσιασμένοι για την αρχή της τελευταίας μας σχολικής χρονιάς στο δημοτικό. Ελπίζαμε πως θα είχαμε έναν/μία επιεική και ευγενικό-ή δάσκαλο/δασκάλα.
Όταν φτάσαμε στο σχολείο, συγκεντρωθήκαμε στο προαύλιο σε σειρές, αμίλητοι, ώσπου ξεκίνησε ο αγιασμός. Ενώ ο παπάς μας ράντιζε με αγιασμό κρατώντας ένα κλαδί βασιλικού και τον σταυρό, τα μάτια μας ήταν στραμμένα στον καινούριο δάσκαλο. Ήταν ψηλός, γύρω στα 50, φορούσε γυαλιά και φαινόταν πολύ αυστηρός και σοβαρός. Κρατούσε έναν καφέ, δερμάτινο χαρτοφύλακα και μια μεγάλη βέργα και τη χτυπούσε απειλητικά στον αέρα όταν άκουγε φασαρία.
Μακάρι να μην είναι ο δάσκαλός μας γιατί αν είναι, είμαι σίγουρος πως θα φάω το περισσότερο ξύλο!
Βασίλης Κ. Α2

Σήμερα ήταν μια ξεχωριστή μέρα για μένα και για τους συμμαθητές μου. Το πρωί έβαλα το πηλήκιο και το σακάκι μου,  πήρα την σάκα μου και πήγα στο σχολείο. Μέσα στην αίθουσα υπήρχαν τρείς τάξεις, η Α΄, η Β’, η Δ’. Τα θρανία ήταν ξύλινα και καθόμασταν τρία –τρία  παιδιά. Καθόμουν με τον Καζαντζάκη και τον Παπαθανασίου. Ο δάσκαλος με κοίταξε και μου είπε να σηκωθώ να πω το μάθημα της Γεωγραφίας. Δεν έφτανα στον χάρτη γιατί ήμουν πολύ μικροκαμωμένος και έτσι έλεγα προφορικά το μάθημα. Μάλιστα επειδή δεν είχα διαβάσει καλά ο δάσκαλος με έβαλε να κάτσω πολύ μακριά από την σόμπα. Πιστεύω πως σήμερα την γλύτωσα ακόμα, διότι ούτε στα καρυδότσουφλα γονάτισα ούτε έφαγα πολύ ξύλο. 
  Άννα Κ.  Α’2


Μια μέρα στο παλιό σχολείο. Σηκώθηκα πρωί - πρωί και το πρώτο πράγμα που σκέφτηκα ήταν να μην ξεχάσω το κούτσουρο. Έτρεξα έξω και πήρα στα χέρια μου ένα κούτσουρο και μπήκα στο σπίτι για να πιω το γάλα μου και να ντυθώ. Αφού το ήπια ντύθηκα με τα χιλιομπαλωμένα αλλά καθαρά ρούχα μου. Πού να πας στο σχολείο με βρόμικα ρούχα και νύχια. Ο δάσκαλος μας έλεγχε κάθε μέρα. Έτσι και σήμερα μόλις μπήκαμε κοίταξε τα ρούχα και τα νύχια μας. Δυστυχώς ο Νίκος δεν είχε κόψει τα νύχια του. Ο δάσκαλος πήρε την βίτσα από την έδρα και άρχισε να του χτυπάει τα χέρια. Λυπήθηκα πάρα πολύ, τα μάτια του βούρκωσαν αλλά δεν έβγαλε μιλιά. Στο διάλειμμα τον ρώτησα αν πονάει. λες και δεν ήξερα. Εκείνος χαμογέλασε και μου είπε δεν πειράζει, ας κοιτάξουμε να φτιάξουμε κάτι...
Γιώργος Κ. Α2


ήμερα ημέρα Τρίτη και ώρα 6 και 30 προ μεσημβρίας η μητέρα μου έρχεται να με σηκώσει για να πάω στο σχολείο.
      Παίρνω ένα λιτό πρωινό, φοράω την ποδιά μου, η μητέρα μου, μου βάζει το πηλήκιο και παίρνω τη σάκα μου για να φύγω δίχως παλτό, δίχως παπούτσια.
      Το κρύο ανυπόφορο και καθώς φτάνω στο σχολείο βλέπω τα άλλα παιδιά να κρατάνε από ένα ξύλο για την ξυλόσομπα και εγώ για δεύτερη μέρα πάω με άδεια χέρια. Στο χώρο του προαυλίου είναι μαζεμένα τα υπόλοιπα παιδιά και πάω και εγώ να δω τι κάνουν. Λίγο αργότερα το κουδούνι χτυπά και μαζευόμαστε για να κάνουμε την καθιερωμένη προσευχή.
      Στη συνέχεια, έρχεται ο δάσκαλος και κατευθυνόμαστε στην τάξη. Με το που μπαίνουμε στην τάξη και ενώ έχουμε κάτσει ήδη στα ξύλινα θρανία ο δάσκαλος μας ζητάει τα κούτσουρα. Από την τάξη μας έχουν φέρει μόνο τα σαράντα από τα εξήντα παιδιά. Για αυτό το λόγο, αρχίζει και φωνάζει, ενώ σε εμάς που δεν είχαμε φέρει περνάει και μας ρίχνει μια με την βίτσα στα χέρια. Ένιωσα ταπείνωση και έσκυψα το κεφάλι. Αμέσως μετά, παρατηρεί αν φοράμε όλοι την ποδιά μας, βλέπει αν φοράμε το πηλήκιό μας και αν τα νύχια και τα παπούτσια μας είναι καθαρά. Μας λέει να βγάλουμε την αριθμητική και όσοι δεν την είχαν τους έβαλε τιμωρία, το ίδιο και με τη γλώσσα. Όρθιοι με το ένα πόδι στον τοίχο κάνοντας τον πελαργό. Την επόμενη ώρα έχουμε γυμναστική και για αυτό πήγαμε να βάλουμε τις φόρμες της γυμναστικής. Εγώ όμως, τις είχα ξεχάσει. Όταν με βλέπει ο γυμναστής με ρωτάει <<Γιατί δε φοράς τις φόρμες σου;>> και εγώ του απαντώ πως τις έχω ξεχάσει, ενώ στην πραγματικότητα η μητέρα μου είχε ξεχάσει να τις πλύνει και δεν είχα δεύτερο ζευγάρι. Με βάζει πάνω σε κάτι καρυδότσουφλα να ακουμπούν τα ήδη γδαρμένα γόνατά μου. Τι ντροπή νιώθω μέσα μου! Αλλά πλέον είναι αργά, το πάτωμα έχει ήδη αρχίσει να πλημμυρίζει με αίματα. Τέλος, περνάμε στο συσσίτιο για να φάμε τον καθιερωμένο χυλό και ύστερα πηγαίνουμε στα σπίτια μας.
      Πέφτω με τα μούτρα στο διάβασμα καθώς δεν υπάρχει φαγητό για να φάω. Φτιάχνω τη σάκα μου και πλέον πηγαίνω στο κρεβάτι παρόλο που είναι ακόμα νωρίς 19:00 η ώρα, για να πάω την άλλη μέρα ξεκούραστη στο σχολείο.
    Ελένη Κ. Α 2


Οι δάσκαλοι στο παλιό σχολειό ήταν αυστηροί, αυταρχικοί και ασκούσαν βία προς τους μαθητές. Την απόλυτη εξουσία μέσα στην τάξη την είχε ο δάσκαλος, ενώ αντίθετα οι μαθητές δεν είχαν λόγο για τίποτα. Τα παιδιά στο διάλειμμα δεν μπορούσαν να παίξουν τα παιχνίδια που τους άρεσαν. Ήταν κάτι απαγορευμένο από τους δασκάλους οι οποίοι δεν ήθελαν να ακούν τις φωνές των παιδιών.
   Μια μέρα λοιπόν ο Καζαντζάκης με τους φίλους του αποφασίσανε να φέρουνε κρυφά στο σχολειό βόλους. Παρά το γεγονός ότι οι δάσκαλοι ήταν πολύ αυστηροί οι μαθητές δεν έχαναν ποτέ την παιδικότητα τους και την όρεξη τους για παιχνίδι. Στο πρώτο διάλειμμα μπήκαν κρυφά στην αποθήκη του σχολείου για να παίξουν το αγαπημένο τους παιχνίδι. Παίζοντας λοιπόν αφαιρέθηκαν πολύ από το παιχνίδι και δεν άκουσαν ποτέ το χτύπημα του κουδουνιού από τον δάσκαλο. Ο δάσκαλος μέσα στην τάξη κατάλαβε πως έλειπαν 5 παιδιά. Άρχισε σαν τρελός να τα ψάχνει παντού μέχρι που τα βρήκε στην αποθήκη. Οι φωνές του ακούστηκαν σε όλο το σχολειό.Έ πειτα τους πήγε στον διευθυντή όπου τους επιβλήθηκε ως αυστηρή τιμωρία ,10 βεργιές και να γράψουν 200 φορές "δεν θα ξανά αργήσω στην τάξη όταν χτυπήσει το κουδούνι" Σίγουρα δεν θα ξεχάσουν ποτέ αυτήν την τιμωρία!

Μάνος Κ. 


Η ανάρτηση θα συμπληρωθεί και με άλλες εργασίες J