Οι μαθητές/ριες των τμημάτων Γ4 και Γ5, με αφορμή το κείμενο "Τα ζα" του Μυριβήλη και αφού διαβάσουν το διήγημα "Στο αλογό μου" του Ν. Καββαδία, γράφουν υιοθετώντας το ύφος του Καββαδία...
Αν γνώριζα ότι θα σε χάσω για πάντα θα σου έλεγα όλα αυτά που θα σου γράψω, αλλά γνωρίζουμε και οι δυο μας ότι στον πόλεμο δεν ξέρεις πότε θα χάσεις τον άλλον ή ακόμη και τον ίδιο σου τον εαυτό.
Όταν έπρεπε να διαλέξω άλογο για τον πόλεμο ήσουν αυτό που μου κίνησε το ενδιαφέρον, στεκόσουν υπερήφανο και το ελαφρύ αεράκι κινούσε την καφετιά σου χαίτη, ενώ όλα τα υπόλοιπα ζώα έμοιαζαν τρομαγμένα εσύ καθόσουν ψύχραιμο, ακίνητο. Τα μάτια σου αντανακλούσαν στον ήλιο και η λάμψη τους με τραβούσε πιο πολύ για να σε διαλέξω, ήξερα από την πρώτη στιγμή ότι εσύ θα ήσουν ο σύμμαχος μου στον πόλεμο και έτσι έγινε, ήσουν υπάκουο και ποτέ δεν δίστασες, με προστάτευες και σε προστάτευα, η μόνη μου ελπίδα αλλά και παρέα.
Τώρα όμως σε έχασα για πάντα και ενώ εγώ κλαίω πάνω από το γράμμα που σου γράφω που ποτέ δεν θα διαβάσεις κάποιοι άλλοι απλά με προστάζουν να βρω τον αντικαταστάτη σου, δεν θα μπορέσω όμως, δεν θα μπορέσω να βρεθώ τόσο κοντά με ένα ζώο ξανά. Μου λένε ότι είμαι υπερβολικός και ότι η απώλεια δεν είναι μεγάλη και αυτό γιατί; Επειδή δεν μπορούμε να μιλήσουμε; Έτσι νομίζουν οι άλλοι, γνωρίζαμε πολύ καλά ότι μπορούσαμε να συνεννοηθούμε καλυτέρα και από τους ανθρώπους που μιλούν την ίδια γλώσσα.
Η καρδιά μου όμως δεν θα αντέξει άλλο, διότι το γράφω μέσα από την καρδιά μου και το μόνο που σκέπτομαι είναι η εικόνα σου, να κείτεσαι νεκρό μέσα σε λίμνη αίματος και εγώ από πάνω σου να σε ποτίζω με τα δάκρυα μου.
Ιωάννας Φ. Γ’5
Θα ήταν, θα έλεγε κανείς, δύσκολο αλλά ταυτόχρονα και εύκολο να κάτσω να γράψω για σένα, δηλαδή να αφηγηθώ όλες αυτές τις όμορφες και δύσκολες στιγμές που περάσαμε μαζί. Τι να πρωτοθυμηθώ μαζί σου; Τις βόλτες μας με μόνο οδηγό το φως του φεγγαριού; τις κρύες νύχτες με τα κρυοπαγήματα να κατακλύζουν τόσο τα πόδια μου όσο και τα δικά σου; ή την στιγμή που σε γνώρισα και αντίκρισα για πρώτη φορά κάτι μοναδικό, κάτι ξεχωριστό που όμοιό του κανένα άλλο. Κάθισα και μέτρησα τις μέρες και τις νύχτες που περάσαμε μαζί. Τα όνειρά μας να τελειώσει ο πόλεμος και να σε πάρω να πάμε σε ένα μέρος που δεν θα υπήρχε όλο αυτό το χάος και η βοή. Και το ήξερα ότι συμφωνείς! Φαινόταν στο βλέμμα σου κάθε φορά που σου μιλούσα. Το καταλάβαινα από το χλιμίντρισμά σου. Δεν ξεχνώ, όμως, ποτέ την ημέρα που έμαθες πως μια σφαίρα με βρήκε στο πόδι. Δεν ξεχνώ πως έτρεξες γρήγορα και ήρθες να με βρεις για να με βοηθήσεις. Δεν ήταν κανένας εκεί! Ήμουν μόνος και ξαφνικά εμφανίστηκες εσύ. Μόνο εσύ! Δεν το περίμενα αυτό, να σου πω την αλήθεια, όταν σε πρωτογνώρισα. Νόμιζα πως κάτι τόσο επιβλητικό σαν εσένα δεν θα έδινε σημασία σε κάτι τόσο ασήμαντο όπως ήμουν εγώ. Αλλά... αλλά όσο περνούσε ο καιρός, σε γνώριζα καλύτερα, καταλάβαινα το μεγαλείο σου. Μπορεί να μην έχεις μυαλό αλλά έχεις ψυχή καλύτερη και από αγγέλου. Αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να το ξεχάσεις ποτέ. Όσος καιρός και να περάσει, να το θυμάσαι! Όπως να θυμάσαι και εμένα όσο μπορείς. Έτσι αμυδρά να σκέφτεσαι εκείνον τον καλό σου φίλο. Τις στιγμές που περάσατε μαζί και την δερμάτινη σέλα που σου είχε κάνει δώρο. Ίσως αυτά να είναι τα μοναδικά πράγματα που μας κρατάνε κοντά τώρα που φεύγω για το μεγάλο ταξίδι. Εγώ να ξέρεις δεν θα σε ξεχάσω! Θα μείνει ανεξίτηλη η εικόνα σου όχι πλέον στα ανθρώπινά μου μάτια αλλά στα μάτια της ψυχής που δεν κλείνουν ποτέ! Έτσι θα παραμείνει και η αναπνοή για να μην σε λησμονήσω και να μην αισθανθώ καμία στιγμή μόνος και ας είμαι πια μακριά σου...
Αφροδίτη Τ. Γ΄5
Καλέ μου γάιδαρε,
Πόσο μεγάλος είναι ο
παραλογισμός του πολέμου; Ανάμεσα στα θύματά του βρίσκεστε και εσείς, τα αθώα
ζώα, οι αθώες ψυχές που δεν φταίτε σε τίποτα. Έτσι και εσύ, απλά έτυχε να
βρίσκεσαι στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή. Νόμιζα ότι έτρεχες και εσύ δίπλα μου
και έκανα τα πάντα για να σε γλιτώσω. Δεν είχα καταλάβει όμως ο καημένος ότι το
μόνο που έσερνα μαζί μου ήταν το κεφάλι σου. Η εικόνα που αντίκρισα ήταν
τρομακτική. Εσύ, ο γαϊδαράκος μου, το δικό μου ζώο, που με τόσο κόπο απέκτησα,
ήταν νεκρό και μέσα στα δόντια σου κρατούσες σφιχτά ακόμα μια τούφα κίτρινες
μαργαρίτες ματωμένες. Σου ζητώ συγγνώμη εκ μέρους όλης της ανθρωπότητας για όλο
αυτό τον θάνατο και τη φρίκη του πολέμου. Θα σε θυμάμαι πάντα και θα μου
λείψεις πολύ!
Με πολλή αγάπη, ο ιδιοκτήτης
σου.
Μιχάλης Τ. Γ΄5
Αγαπημένο μου γαϊδουράκι,
Τα χρόνια έχουν περάσει και θα ήθελα να σου πω λίγα πράγματα που κρατάω καιρό μέσα μου.
Αρχικά, θα ήθελα να σου ζητήσω ένα τεράστιο συγγνώμη που σε ταλαιπώρησα τόσο εγώ όσο και η ανθρωπότητα. Δεν μας έφταιξες σε τίποτα και να που κοίτα, εσύ την πλήρωσες. Ακόμα θυμάμαι την μέρα που σ’ αντίκρισα πρώτη φορά. Τόσο όμορφο γαϊδουράκι, τόσο χαρούμενο και χνουδωτό, μου έφτιαχνες πολύ την διάθεση.
Μαζί περάσαμε κάθε δυσκολία αυτού του αισχρού γεγονότος που ονομάζεται πόλεμος. Αχ, και τι δεν θα ‘δινα να σε είχα πίσω γαϊδουράκι μου, να σου μιλούσα, να σε κοιτούσα μες τα μάτια και να σε χάιδευα. Όσα χρόνια ζω, γνώρισα τους ανθρώπους πάρα πολύ καλά, γι’ αυτό αγαπάω τα ζώα τόσο πολύ. Θυμάμαι τις κρύες νύχτες του χειμώνα, πώς με ζέσταινες εσύ όταν είχε κρύο και ταυτόχρονα πόσο το λάτρευα αλλά και το εκτιμούσα. Ήμουν τόσο ευγνώμων για σένα μικρό μου.
Σαν χθες θυμάμαι όμως και την τελευταία φορά που σ’ αντίκρισα, που σου μίλησα και που σε χάιδεψα. Ήσουν τόσο χαρούμενο μετά από καιρό μέσα σ’ αυτή την δυστυχία, τρώγοντας παίζοντας και ζώντας τον ερχομό της άνοιξης. Μακάρι να μπορούσα να σε είχα προστατέψει. Μέσα στον πανικό, δεν γύρισα να κοιτάξω τι τραβούσα. Έπιασα το χαλινάρι σου και άρχισα να τρέχω ελπίζοντας ότι θα σε σώσω. Και με κορόιδευαν οι άλλοι και νόμιζα ότι γιούχαραν την αγάπη που σου είχα, αλλά όχι. Με το που γύρισα να σε κοιτάξω και να σου πω «δεν θα έχουν ποτέ αυτό που έχουμε εμείς, δεν θα το καταλάβουν, μην τους κρατάς κακία», είδα το πιο θλιβερό πράγμα που θα μπορούσα να αντικρίσω ποτέ. Το κεφάλι σου. Σκέτο. Το σωματάκι σου κάπου είχε ξεμείνει και με ακολούθησε μόνο το κεφάλι σου. Μέσα στη θλίψη παρατήρησα το στόμα σου. Κρατούσες μία τούφα κίτρινες μαργαρίτες που όμως ήταν ματωμένες. Τι ειρωνεία! Ένα λουλούδι που συμβολίζει τόσο χαρά, να είναι βαμμένο με το αίμα σου που άδικα κύλησε. Πήγα μετά από καιρό σε εκείνο το σημείο και έκοψα λίγες μαργαρίτες και τις έχω κρατήσει. Να θυμάμαι πως ακόμα και σε μια τόσο σκοτεινή και θλιβερή στιγμή σαν τον πόλεμο, πάντα θα υπάρξει κάτι που θα μπορεί να σε κάνει χαρούμενο αρκεί να το ψάξεις. Για μένα λοιπόν αυτό το κάτι ήσουν εσύ γαϊδουράκι. Δεν θα σε ξεχάσω ποτέ. Μου λείπεις πολύ… Συγγνώμη που έπρεπε να τα περάσεις όλα αυτά.
Εύα Στ. Γ΄4
Δεν περίμενα να φτάσω σε αυτό το σημείο. Να να μην σε έχω δίπλα μου να με συντροφεύεις. Να μην σε έχω, όταν δεν είμαι καλά. Να μην... να μην... χίλια και άλλα πόσα να μην σε έχω. Όχι δεν ήθελα να τελειώσει τόσο γρήγορα. Δεν θέλω ό,τι ζήσαμε να μείνουν αναμνήσεις που θα μου θυμίζουν την παρουσία σου ενώ δεν σε έχω πια κοντά μου. Πω πω... και τι δεν πέρασα μαζί σου! Θυμάσαι τότε που κάθε απόγευμα του καλοκαιριού σε έπαιρνα και κάναμε βόλτες να ξεσκάσουμε; Αχ και αυτούς τους κουραστικούς χειμώνες που κάθε φορά που αρρώσταινα μου έτριβες την μούρη σου στο ζεστό κεφάλι μου. Τις μέρες που σου βούρτσιζα την ουρά και την χαίτη, τις μέρες που κουβαλούσες ότι μπορούσες μόνο και μόνο για να πάρουμε κάνα φράγκο, τις μέρες που εσύ έτρωγες το γρασίδι σου και εγώ κοιμόμουν στο δέντρο, θα μου λείψουν όλα. Μετανιώνω κάθε δευτερόλεπτο που ο νους μου σκέφτηκε ότι εκεί θα ζούσες πιο ελεύθερα. Έπρεπε να είχαμε μείνει πίσω κι ας ήταν δύσκολα τα πράγματα, θα σε είχα δίπλα μου. Ίσως να ξέρεις ότι τώρα δακρύζω όσο γραφώ για εσένα αλλά δεν μπορώ να κρατηθώ. Προσπάθησα να σε σώσω κι όμως το μόνο που έσωσα ήταν ένα μέρος σου και εσύ κακόμοιρε το μόνο που ήθελες ήταν να ζήσεις. Να ζήσεις, τίποτα άλλο! Ο καταραμένος ο πόλεμος φταίει για όλα πανάθεμα. Τα ζώα τι φταίνε μου λέτε; Μέχρι και τα λουλούδια της χαράς που προσπαθούσες να φας κόκκινα έγιναν από την κόλαση αυτή...
Αντζελίνα Π. Γ4
Αγαπημένε μου φίλε,
Γνωρίζω ότι προφανώς δεν θα διαβάσεις ποτέ αυτό το γράμμα αλλά έχω την ανάγκη να σου γράψω. Θυμάσαι τότε πριν περίπου 13 χρόνια που σε είδα να περιπλανιέσαι μόνος σου στο λιμάνι; Κατάλαβα ότι θα ταιριάζαμε πολύ. Σε είδα έτσι όπως ήσουν ταλαιπωρημένος και σε περιποιήθηκα, σε φρόντισα σαν παιδί μου. Στο ορκίζομαι ήσουν η καλύτερη παρέα που θα μπορούσα να έχω. Όταν ήσουν μαζί μου η μοναξιά ήταν μια λέξη που δεν υπήρχε στο λεξιλόγιο μου. Με προστάτευες πάντα και αυτό προσπάθησα να κάνω και εγώ, αλλά απέτυχα. Σε παρακαλώ πίστεψέ με από την αγάπη μου για εσένα έκανα τα πάντα επειδή ήθελα να σε προστατέψω. Όταν μου ανακοίνωσαν ότι έπρεπε να σε αφήσω και να σε πάω στο λιμάνι για να σε χρησιμοποιήσουν στον πόλεμο και να σε πάρουν μακριά μου στεναχωρήθηκα αφάνταστα. Με το που σκέφτηκα όμως ότι θα μπορούσα να έρθω μαζί σου δεν υπήρχε δεύτερη σκέψη απλώς ήρθα. Σκέφτηκα ότι θα ήταν άλλη μια δυσκολία που θα αντιμετωπίζαμε παρέα. Μετά από μια μεγάλη περιπέτεια και αφού κουβαλούσες πυρομαχικά και ήσουν εξαντλημένος επιτέλους σε είδα να ξεκουράζεσαι. Είδα πόσο χαρούμενος ήσουν και χαμογέλασε η ψυχή μου. Βέβαια όλα σβήστηκαν από το μυαλό μου όταν άκουσα τα αεροπλάνα και τους πρώτους βομβαρδισμούς. Με κυριάρχησε ο φόβος και το μόνο που σκεφτόμουν ήταν να μας προστατέψω. Άρχισα να τρέχω σαν τρελός και σκεφτόμουν πως θα μας σώσω. Καθώς έτρεχα για να ξεφύγω άκουσα φωνές και γέλια. Νόμιζα ότι κορόιδευαν αυτήν την ιδιαίτερη σχέση μου είχαμε ανάπτυξη αλλά τελικά δεν ήταν αυτό. Όταν σταμάτησα για να κοιτάξω πίσω κατάλαβα ότι τόση ώρα έσερνα το όμορφο κεφάλι σου. Όλα σβήστηκαν και ήταν αν όχι η χειρότερη, μία από τις χειρότερες μέρες της ζωής μου. Μετανιώνω την ώρα και την στιγμή που συνέβη. Θα είσαι για πάντα μέσα στην καρδιά μου και δεν σε ξεχάσω ποτέ!
Εβίτα Σ. Γ4