Αφού η Ρεβέκκα έμαθε
από τον μαστρο –Γιάννη ότι ο πόλεμος τελείωσε, δανείστηκε το ποδήλατό του και
πήγε στο σπίτι των παππούδων της. Εκεί τους βρήκε όλους συγκεντρωμένους σε ένα
κλίμα αισιοδοξίας με γέλια, φωνές κι αγκαλιές. Τότε κι εκείνη άφησε πίσω της όλες
τις δύσκολες στιγμές και τις στενοχώριες και χάρηκε μαζί τους. Ξαφνικά γύρισε
το κεφάλι της και στην κουζίνα του σπιτιού είδε τη μητέρα της και τν αδερφό της,
τον Οβαδία να την κοιτάνε γεμάτοι συγκίνηση. Έτρεξε στην αγκαλιά τους και τους ρώτησε
πώς κατάφεραν κι επέστρεψαν. Τότε η μητέρα της είπε: «Ελευθερωθήκαμε χάρη στον
κύριο Εμμανουήλ, τον ανιψιό του παππού Χριστόφορου, ο οποίος μας είδε ότι
ήμασταν ανάμεσα στους αιχμαλώτους, στενοχωρήθηκε που είχε προδώσει την οικογένειά
του και μας είπε ότι το λιγότερο που μπορούσε να κάνει είναι να μας βοηθήσει να
βγούμε από τη δύσκολη κατάσταση. Γι’ αυτό λοιπόν είπε στους Γερμανούς ότι
είμαστε δικοί του άνθρωποι. Μάλιστα είπε ψέματα ότι δεν είμαστε Εβραίοι και δεν
είναι σωστό να μας φέρονται έτσι». Η Ρεβέκκα έκλαιγε από συγκίνηση. Επιτέλους
ήταν ξανά όλοι μαζί!
Στη συνέχεια, η γιαγιά έδωσε ένα
γράμμα στη Ρεβέκκα και της είπε ότι το έδωσε ένας νεαρός στο χωριό. Εκείνη το
άνοιξε και αφού είδε ότι ήταν μια χειρόγραφη παρτιτούρα από τον Κωνσταντίνο,
πήρε το ποδήλατο και πήγε στο πατρικό της σπίτι το οποίο ήταν άδειο. Μόνο το
πιάνο υπήρχε κι έτσι η Ρεβέκκα άρχισε να παίζει τη μπαλάντα. Προς το τέλος της μελωδίας
παρατήρησε ότι μια νότα του πιάνου ήταν χαλασμένη... Εκείνη τη στιγμή
εμφανίστηκε στην πόρτα ο Κωνσταντής που με ένα πλατύ χαμόγελο της είπε ότι και
χωρίς τη νότα τη μπαλάντα την έπαιζε εξαιρετικά. Εκείνη τη στιγμή η Ρεβέκκα
αποφάσισε να αφήσει πίσω της όλες τις δυσκολίες και να συνεχίσει τη ζωή της.
Αλεξάνδρα Δ. Β1
Η Ρεβέκκα βγαίνει από τη σοφίτα. Το
λαμπερό φως του ήλιου την τυφλώνει Κατεβαίνει τη μικρή σκαλίτσα του μύλου και
πατάει πάνω στο γρασίδι. Αν και ήθελε να μάθει πού ήταν όλοι, βαθιά μέσα της φοβόταν.
Ένα μεγάλο κομμάτι, όμως, είχε πάψει να νοιάζεται για το τι θα γίνει. Είχε
στερηθεί τόσα πολλά που απλά ήθελα να ζήσει. Ακόμα κι αν κινδύνευε. Προχωρά ως
την άκρη του δρόμου ξυπόλητη και κοντοστέκεται στην ερημιά... στη συνέχεια
αποφασίζει να προχωρήσει. Τα βήματά της την οδηγούν στην κεντρική πλατεία από
την οποία ακούγονται φωνές. Όλοι είχαν μαζευτεί στην πλατεία, χόρευαν, γελούσαν
και τραγουδούσαν. Στη μέση της πλατείας ήταν υψωμένη η ελληνική σημαία. Αμέσως
η Ρεβέκκα έτρεξε στο σπίτι των παππούδων της. Χτύπησε το κουδούνι. Η πόρτα
άνοιξε και τότε αντίκρισε όλους τους συγγενείς της να γελούν και να τραγουδούν.
Από το βάθος άκουσε μια κραυγή «Ρεβέκκα! Ρεβέκκα»! Γύρισε κι είδε τον Οβαδία. Η
Ρεβέκκα τα ‘χασε. Έτρεξε και τον πήρε αγκαλιά. Οι δύσκολες στιγμές είχαν πια περάσει.
Αναστασία Β. Β 1
Η Ρεβέκκα αφού έπαιξε την μπαλάντα που
της είχε γράψει ο Κωνσταντής, άκουσε δυνατές φωνές χαράς έξω από το πατρικό της.
Έτρεξε όσο πιο γρήγορα μπορούσε στο κατώφλι της εξώπορτας και αντίκρισε τους παππούδες
της, μαζί με τη μητέρα της, τον πατέρα της, τον Οβαδία και όλους τους φίλους της χριστιανούς
κι εβραίους. Μαζί τους ήταν και η Αύρα, η καλή της φίλη που μόλις την είδε,
έτρεξε στην αγκαλιά της. Τότε πίσω της άκουσε δυο γνώριμες αγορίστικες φωνές να
συζητούν. Γύρισε ξαφνιασμένη και είδε τον Κωνσταντή με τον Αντρίκο να την
κοιτάζουν με χαρά. Τους χαιρέτισε και τους αγκάλιασε όλους.
Στη συνέχεια πήρε το ποδήλατό της και
χωρίς λόγια έδωσε ένα πεταχτό φιλί στη μαμά της κι έφυγε προς το βουνό. Την
ακολούθησαν ο Κωνσταντής κι ο Αντρίκος...
Μόλις έφτασε στο βουνό, άφησε το ποδήλατό
της και ξάπλωσε στη σκιά μιας βελανιδιάς. Τα αγόρια κάθισαν δίπλα της. Της εξήγησαν
πως γνωρίζονταν από παλιά, καθώς ήταν μακρινά ξαδέρφια. Η Ρεβέκκα έμεινε άφωνη.
Ο καθένας της εξέφρασε τα συναισθήματά του και η Ρεβέκκα δεν έβγαλε μιλιά. Η
Ρεβέκκα ήξερε πως ο ένας από αυτούς θα μπορούσε να είναι μόνο φίλος, ενώ ο άλλος
ο αγαπημένος της. Σηκώθηκε, έτρεξε κι έπεσε στην αγκαλιά του και του ψιθύρισε «Επιλέγω
να είμαι μαζί σου».
Κωνσταντίνα Γ. Β 1
«Η Ελένη...» Προφέρει το όνομα με
δυσκολία, λες κι οι συλλαβές έχουν μπλεχτεί στο λαρύγγι του. Βήχει νευρικά και
κατευθύνεται προς τον τοίχο, όπου κρέμεται το πορτρέτο του μακεδονομάχου θείου
του.. Το κατεβάζει και στον τοίχο εμφανίζεται έν μυστικό χρηματοκιβώτιο. Ο
παππούς σχηματίζει κάποιους αριθμούς και ύστερα γυρίζει το πόμολο. Αμέσως
βγάζει το μαργαριταρένιο περιδέραιο της γιαγιάς. Μα προς τι αυτή η κίνηση; Το
πολύτιμο αυτό κόσμημα είχε συναισθηματική αξία. Ήταν τόσο μοναδικό όσο κι
ακριβό. Πάνω απ’ όλα, όμως, έβαζε τη ζωή της μητέρας. Αν οι Γερμανοί βρουν
Εβραίους στα σπίτια, τους φορτώνουν στα καμιόνια υπογράφοντας έτσι την καταδίκη
τους. Φυσικά κάποιοι πληρώνουν λύτρα για να συνεχίσουν το ταξίδι της ζωής...
Για το καλό, λοιπόν, της μαμάς και του αδερφού μου, ο δωσίλογος Εμμανουήλ προσφέρθηκε να μας βοηθήσει
προτείνοντας σε έναν γερμανό αξιωματούχο την ανταλλαγή: το μαργαριταρένιο κολιέ
με τη ζωή της μαμάς και του αδερφού μου.... Έτσι, την ημέρα λήξης του πολέμου η
μαμά κι ο Οβαδίας ήταν στο σπίτι σώοι.
Από τότε, κάθε φορά
που θυμόμαστε ιστορίες από την κατοχή, προτιμούμε να τις κρατάμε για τον εαυτό μας.
Μα θα έρθει κάποτε η μέρα που τα παιδιά μου θα με ρωτάνε: «Μαμά, θυμάσαι να μας
πεις κάτι από την περίοδο της Κατοχής;»
Έλενα Π. Β 5