Δευτέρα 20 Νοεμβρίου 2017

Η επιστροφή του Αντρέα

Αν ο Αντρέας αποφάσιζε να πει την αλήθεια στην κυρία Μαρία, θα της έλεγε...

  Κυρία Μαρία, η κατάσταση στα τάγματα εργασίας ήταν όπως είχατε μάθει, άσχημη. Μας είχαν πιάσει ομήρους. Στο δρόμο που πηγαίναμε στη μεγάλη πορεία για το εσωτερικό της Ανατολής, περπατούσαμε μέσα σε εδάφη άγονα, ξερά, χωρίς νερό και σκιά.  Η σιωπή του θανάτου παντού. Πουλί δεν πετούσε στον ουρανό, χρώμα δεν υπήρχε και το βράδυ οι σκιές μεγάλωναν, έτοιμες να μας φάνε. Στρατοπεδεύαμε όπου μας έβρισκε η νύχτα, ανάμεσα στις άγριες φωνές των θηρίων που έψαχναν τη λεία τους. Φοβόμασταν. Ούτε φωτιά δεν ανάβαμε. Τη μέρα η πορεία χωρίς στάσεις, μέσα στον ήλιο, με κούραση, δίψα και πείνα συνεχιζόταν. Σπάνια συναντούσαμε ανθρώπους και αν ποτέ βρισκόταν κανείς μπροστά μας, μάς αγριοκοίταζε και μας έφτυνε. Υπήρχαν αρρώστιες, πείνα, δίψα, κούραση. Στο τέλος μας πήραν και τα ρούχα και τα παπούτσια. Δουλεύαμε στα τρένα, δύσκολη δουλειά. Αδειάζαμε βαγόνια και κουβαλούσαμε βαρεία φορτία, μέχρι που δεν άντεχαν τα πόδια μας άλλο και λύγιζαν. Ήμασταν μέσα σε αποθήκες και πεθαίναμε ο ένας μετά τον άλλο από αρρώστιες. Εκεί πέθανε και ο Άγγελος. Τον σκότωσαν μπροστά στα μάτια μου. Εγώ δεν έχω καταλάβει πως κατάφερα και επέστρεψα…
                                                                               ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ.Δ  Β1



Μόλις μας πιάσανε εμένα και τον Άγγελο μας οδήγησαν  μαζί με τους υπόλοιπους  αιχμαλώτους με πορεία  το εσωτερικό  της  Ανατολής. Εκατοντάδες σκυθρωπά πρόσωπα μαζί και εμείς  προχωρούσαμε με βαριά βήματα,  καθώς κουβαλούσαν τεράστια φτυάρια  τα οποία  θα  τα χρησιμοποιούσαν αργότερα. Κανείς  δεν τολμούσε  να  σταματήσει  και όσοι  το έκαναν  σταμάτησαν ολοκληρωτικά. Σταμάτησε η πορεία τους, σταμάτησε η κούραση  και η δίψα τους σταμάτησε  και η καρδιά τους. Τους περίμενε το μαστίγιο  και ο ξυλοδαρμός  των Τούρκων. Όσο περπατούσαμε  μέσα  στο κρύο  τόσο  η ανάγκη μας για τροφή και για νερό  μεγάλωνε. Περιμέναμε  τη νύχτα όπου  όπως μας είχαν  υποσχεθεί  θα μας δίνανε  λίγο νερό και φαγητό. Μέχρι τότε μας οδήγησαν  σε ένα  ορυχείο για την εξόρυξη κάρβουνου. Ο εξευτελισμός  και η κακομεταχείριση  ήταν  στοιχεία  της καθημερινότητάς μας. Όταν  έφτασε επιτέλους  το βράδυ  οι Τούρκοι έδωσαν διαταγή να φάμε  το ψωμί  και τις σταφίδες  που μας έδωσαν. Μόλις δόθηκε η διαταγή  για το νερό όλοι  όρμησαν. Περίπου τριάντα άτομα ποδοπατήθηκαν από τη λαχτάρα τους. Τη νύχτα  αποκοιμηθήκαμε στην ύπαιθρο  και πριν καλά ξημερώσει βρισκόμασταν στα λατομεία με το φτυάρι στο χέρι  και έπειτα  αρχίσαμε την κατασκευή  της διώρυγα. Επί 14 μήνες όλα  αυτά τα υπομέναμε καθημερινά. Τη νύχτα το κρύο ήταν αδιανόητο  και όσο  περνούσαν  οι ημέρες η χολέρα  και η φυματίωση  εμφανίστηκαν και αποδεκάτισαν  τους περισσότερους  από εμάς. Ο Άγγελος  ήταν  πολύ δυνατός. Ποτέ δεν εγκατέλειψε την ελπίδα  για τα  ελευθερία.  Πολλές φορές  μου έλεγε ότι δεν φοβόταν τον θάνατο. Καθένας που φεύγει  δίνει δύναμη στους υπόλοιπους  για να συνεχίσουν. Τα λόγια αυτά  έδιναν κουράγιο και τόλμη σε όλους εμάς. Πάντα έλεγε ότι όλοι αυτοί που φεύγουν μένουν πάντα στις καρδιές  μας γεμίζοντάς τες με περηφάνια. Έτσι λοιπόν  και ο Άγγελος θα μείνει πάντα  στις καρδιές μας  θυμίζοντάς μας ότι  δε θα πρέπει  να χάνουμε ποτέ  την πίστη μας και την ελπίδα. 
Ιωάννα Χ 

Λοιπόν κυρία Μαρία αν θέλετε να μάθετε την αλήθεια θα σας την πώ. Δεν θα δειλιάσω. Ήμασταν κλεισμένοι για μέρες στο κατώι. Δεν μπορούσαμε να μένουμε άλλο, εφόσον ήταν ζήτημα χρόνου να συμβεί το μοιραίο. Πήραμε την απόφαση να δραπετεύσουμε , αλλά αυτό απέδειξε πως η τύχη δεν ήταν με το μέρος μας. Μας έπιασαν πριν χαράξει καλά – καλά, καθώς προχωρούσαμε με την ελπίδα να βρούμε ένα βαπόρι. Μας οδήγησαν με κλοτσιές σε ένα μικρό και κλειστό μέρος, σαν κρατητήριο, με σχετικά νέα και μεσόκοπα άτομα , άρρωστα και πεινασμένα. Τους εκλιπαρούσαμε για μια σταγόνα νερό, όχι για να πλυθούμε αλλά για να ξεδιψάσουμε. Μέρες αργότερα μας οδήγησαν σε ένα ήρεμο και έρημο μέρος. Μόνο που διανύσαμε την απόσταση αυτή με τα πόδια. Περπατούσαμε για ώρες ξυπόλητο , πάνω σε πέτρες, δίπλα σε γκρεμούς, σκαρφαλώναμε σε βουνά με τα γυμνά και γδαρμένα χέρια μας κρατώντας τους πληγωμένους ή και ετοιμοθάνατους συνανθρώπους μας, ενώ ταυτόχρονα προσπαθούσαμε να συνέλθουμε από τα βίαια χτυπήματα των στρατιωτών. Επιτέλους φτάσαμε σε ένα λατομείο. Κάτω από τις ακτίνες του ήλιου το σπάσιμο των πετρών γινόταν όλο και πιο δύσκολο. Ο Άγγελος ήλπιζε να αντέξουμε μέχρι το τέλος. Οι δυνάμεις του όμως ήταν εντελώς αντίθετες. Δεν άντεξε... Τα βίαια χτυπήματα τον ισοπέδωσαν. Τον σκότωσαν……. Μετά από λίγους μήνες μας άφησαν ελεύθερους. Εγώ ευτυχώς ήρθα με την πρώτη …….. και τελευταία αποστολή.


                                                                Έλενα Π. Β’5

-          Αφότου εισέβαλαν στην πόλη έπιασαν τους άνδρες και τους φυλάκισαν . Μας είπαν ότι θα μας πάνε για καταναγκαστικές εργασίες στα «αμελέ ταμπουρού,» . Δεν ήμασταν σίγουροι τι εννοούσαν αλλά ξέραμε ότι δεν ήταν  καλό .  Όσο ήμασταν στον δρόμο μαζί με τους άλλους φυλακισμένους έβλεπα την ελπίδα να απομακρύνεται , την ελπίδα ότι θα γυρίσω στην πατρίδα να χάνεται μες τα όπλα και τα μαστίγια που κρατούσαν οι εχθροί. Ο Άγγελος όμως όχι. Παρέμενε πιστός και αυτό μας ενθάρρυνε όλους . Την νύχτα φάγαμε τα λιγοστά τρόφιμα που μας έδωσαν και πεινασμένοι εγώ και ο Άγγελος πήγαμε στο κοντινό  χωρίο να ζητιανέψουμε κάτι να φάμε αλλά οι άνθρωποι πιο ψυχροί και από τους στρατιώτες μάς γύρισαν την πλάτη. Το πρωί μας πήγαν στα λατομεία. Δουλεύαμε μέχρι λιποθυμίας , οι πιο αδύναμοι και οι γέροι άρχισαν να μας αφήνουν σιγά-σιγά   από την κούραση και την ασιτία. Μετά από λίγες μέρες εγώ, ο Άγγελος και κάποιοι άλλοι σαστισμένοι, κουρασμένοι και πληγωμένοι άνδρες είπαμε πως δεν αντέχαμε άλλο. Σκεφτήκαμε να το σκάσουμε . Καθώς πλησιάζαμε το βαπόρι ακούστηκε ένας πυροβολισμός . Ο Άγγελος έπεσε κάτω. Τους έπιασαν όλους, μόνο εγώ ξέφυγα... Δεν νομίζω να γλίτωσε κανείς...
Γιάννης Π.  Β΄5

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου