‘’Θεέ μου τι έκανα , γιατί σήκωσα το όπλο
μου, γιατί στέρησα μια ζωή. Στέρησα από μια μάνα τον γιο, από μια αδερφή τον
αδερφό της. Μπορεί να υπήρχε και κάποια κοπέλα που τον περιμένει στο σπίτι
τους. Εγώ φταίω, εγώ και αυτός ο φρικτός πόλεμος. Θεέ μου γιατί να υπάρχει
πόλεμος. Βοήθησε τον , βοήθησε τον να ζήσει, βοήθησε με και καν’ τον να ζήσει.
Πρέπει να πάω πίσω να τον βοηθήσω . Θεέ μου δείξε μας έλεος, συχώρα με ,,
Γιάννης Π.
Σήκω!
Σήκω, σε παρακαλώ, αδερφέ μου! Μακάρι, οι σφαίρες του πιστολιού μου να μη σε
είχαν αγγίξει. Ας με τιμωρήσει ο θεός για το κακό που έκανα! Βοήθα τον αδερφό
μου, Θεέ μου, να ανοίξει τα μάτια του. Δες την ομορφιά της φύσης. Η φύση γιορτάζει!
Άνοιξη πια! Σου στέρησα αυτή την ομορφιά... πόσο μετανιώνω!
Ο παραλογισμός του
πολέμου... Το χέρι μου σηκώθηκε σαν από μόνο του και πάτησε τη σκανδάλη. Το
μυαλό μου θόλωσε. Είχαμε την ίδια επιθυμία να πιούμε λίγο νερό και να ξεφύγουμε
για μια στιγμή από το μαύρο του πολέμου και να απολαύσουμε τη γεμάτη χρώμα
φύση. Πριν σε δω μονολογούσα για την ομορφιά της φύσης και της ζωής και μόλις
σε είδα... μεταμορφώθηκα
Ιωάννα Χ.
Ωχ θεέ μου!
Γιατί δεν με σταμάτησες από το κακό που πήγαινα να κάνω; Γιατί το θύμα έπρεπε
να ήταν ένας στρατιώτης με ανάγκες ίδιες με τις δικές μου; Χίλιες φορές να ήταν
κάποιος άλλος! Κάποιος που πραγματικά
ευθύνεται για τον πόλεμο! Τότε δεν θα κουβαλούσα το βάρος αυτό για μια ζωή! Θα
ένιωθα υπερηφάνεια και δεν θα ήμουν γεμάτος τύψεις! Ζητάω συγγνώμη και
μετανιώνω για το λάθος αυτό. Ξέχασα την ανθρωπιά μου! Ξέχασα πως υπάρχουν και
αθώοι άνθρωποι, μα στον πόλεμο κοιτάς να σωθείς εσύ ο ίδιος! Ξεχνάς ποιος είσαι!
Γιατί να είναι αυτές οι συνέπειες του πολέμου; Γιατί να εξαρτάται η ζωή σου από
τον θάνατο κάποιου άλλου ; Γιατί να υπάρχει πόλεμος;
Έλενα Π.