Την
επόμενη μέρα, ανήμερα Χριστουγέννων, ο σαραντάχρονος ταχυδρόμος πέρασε από όλα
τα γραμματοκυβώτια της γειτονιάς όπου έμενε ο μικρός Βάνκας, με σκοπό να
παραδοθούν όσο πιο γρήγορα γίνεται μιας και ήταν γιορτές. Ήταν ένας καλόκαρδος
άνθρωπος, που αγαπούσε τη δουλειά του, και γνώριζε ότι ένα γράμμα ενός
πολυαγαπημμένου προσώπου μπορεί να φέρει απέραντη αγάπη σε κάποιον.
Μέσα
στις πολυάριθμες έπιστολες και κάρτες έφτασε στα χέρια του κι ένα γράμμα χωρίς
διεύθυνση. Eκείνο
του Βάνκα. Γεμάτος απορία ο ταχυδρόμος το άνοιξε κι άρχισε να το διαβάζει. Τότε
το μυαλό του άρχιζε να πλημμυρίζει από αμέτρητες σκέψεις και συναισθήματα. Δεν
ήταν απλά λυπημένος για τη μοίρα του παιδιού,ήταν βαθύτατα στενοχωρημένος σαν
ένα τεράστιο σύννεφο δυστυχίας να σκεπάζει το μυαλό του. Αποκορύφωμα όταν
διάβασε <<Θα πεθάνω, να το ξέρεις>>. Ύστερα έτρεξε στο τσαγκαράσικο
του Αλιαχίν, με τον οποίο είχε ιδιαίτερη σχέση, καθώς γνώριζε ότι ήταν ο μόνος
που θα μπορούσε να κάνει τέτοιο αμάρτημα.
<<Αλιαχίν, Αλιαχίν>> φώναζει
χτυπώντας το παράθυρο. Ο μικρός Βάνκας ανοίγει τη πόρτα κι έντρομος ρωτάει
<<Ποιος είστε κύριε >>. <<Δεν έχει σημασία αγόρι μου , έλα
μαζι μου για να σε σώσω από αυτό τον άσπλαχνο άνθρωπο >>.
Ο
Βάνκας αμέσως ακολούθησε τον ταχυδρόμο θέλοντας επιτέλους, να δραπετεύσει από
αυτή την φυλακή και τις απάνθρωπες συνθήκες διαβίωσης. Με την ελπίδα ότι
σύντομα θα επιστρέψει στον παππού του. Ο ταχυδρόμος τον φιλοξένησε σπίτι του
που βρίσκοταν στην άλλη πλευρά της Μόσχας. Ο Βάνκας ήθελε να τον ρωτήσει γιατί
τον έσωσε αλλα ήταν ντροπαλός και διστακτικός,όμως τον ευχαρίστησε κι έπειτα
εκείνος άρχισε να του διηγείται:
«Βάνκα είμαι σίγουρος
πως πρέπει να είσαι μπερδεμένος αλλά ευχαρίστως θα σου εξηγήσω. Είμαι
ταχυδρόμος κι όπως καταλαβάινεις είδα το γράμμα σου που δεν είχε διεύθυνση. Το
διάβασα και οι σκέψεις και τα λόγια με άγγιξαν. Ήμουν κι εγώ ένα ορφανό παιδί
σαν εσένα δούλευα από μικρή ηλικία στις χειρότερες συνθήκες, δεν υπήρχε κάποιος
να νοιάζεται για εμένα, ώσπου ήρθε ένας κύριος και με έσωσε. Πρέπει να είμαι
ευγνώμων, διότι εξαιτίας του απέκτησα μια φυσιολογική ζωή. Για αυτό είμαι
πρόθυμος να σε βοηθήσω και να μείνεις κοντά μου όσο θέλεις». Ακούγοντας τα
λόγια του ταχυδρόμου που στάζανε μέλι, τον αγκάλιασε και για τα επόμενα δυο
χρόνια ανέπτυξαν μια πολύ δυνατή σχέση. Έπαιζαν μαζί, ο Βάνκας έμαθε να
διαβάζει και να γράφει ακόμη χόρταινε ύπνο και φαγητό, απολαμβανε τη ζωή.
Μια μέρα χτυπάει
τοκουδούνι και παρουσιάζεται ένας άνδρας λέγοντας πως είναι ο παππούς του
μικρού και βέβαια ζητάει το παιδί. Εκείνη τη στιγμή ο ταχυδρόμος κοιτώντας το
παιδί να τρέχει στην αγκαλιά του παππού του και να πλέει σε πελάγη ευτυχίας
συνιδητοποίησε ότι ήταν τα τελευταία λεπτά μαζί του.
Ήταν καταβάθος
στεναχωρημένος που δέχτηκε χωρίς καμία αμφιβολία να ζήσει στο χωριό. Τον αποχαιρέτησε
προσπαθώντας να φανεί ευτυχισμένος αφού ο ίδιος είχε μια παρόμοια εμπειρία, καθώς
είχε αφήσει ένα υπέροχο άνθρωπο για να βρίσκεται κοντά στο θείο του που
εξελίχθηκε τέρας, τον Αλαχίν. Δυστυχώς, παρόμοια ήταν και η ζωή του Βάνκα στο
χωριό. Δεν ήταν όπως περίμενε, αφού δούλευε, όμως, σε καλύτερες συνθήκες από την
πόλη, κι ο παππούς αποδείχτηκε ένας δύσκολος άνθρωπος.
Γεράσιμος Κ.
Ξαφνικά
όλα σταματούν. Μία δυνατή πόρτα χτυπά. Ο μικρός ξυπνά.
-
Τι γυρεύεις στο γραφείο μου; (ο μικρός δεν μίλησε)
-
Άντε , δίνε του από εδώ, πριν σε κάνω μαύρο στο ξύλο και πάρε μαζί και τα
πράγματα που μου λέρωσες .
Ο μικρός με δάκρυα στα μάτια αντιμίλησε στον
σταγκάρη.
-
Δε αντέχω άλλο! Όλη μέρα με βαράς. Ένα παιδί είμαι και αναζητώ λίγη αγάπη σε
αυτό τον κόσμο. Είναι τόσο δύσκολό για εσένα να το καταλάβεις (έτσι είπε ο
μικρός και σώπασε ).
Τότε ο τσαγκάρης τον κλείδωσε σε ένα
δωμάτιο.
Μετά
από λίγες ώρες μοναξιάς και θλίψης για τον μικρό Βάνκα μιά φωνούλα ακούστηκε .
Ήταν ο παππούς του που του έλεγε πως ότι και αν συμβεί να μη μειώνει τον εαυτό
του, να ανακτά δύναμη σε δύσκολές καταστάσεις και ότι θα είναι για πάντα μαζί
του ό,τι και αν συμβεί. Έτσι ο μικρός σκούπισε τα δάκρυά του και άρχισε να
βάζει σε δράση το σχέδιό του.
Το πρωί ο τσαγκάρης μπήκε στο δωμάτιο και ο
μικρός βρήκε την ευκαιρία να αρπάξει τα κλειδία. Αργότερα που ο τσαγκάρης
έφυγε, ο μικρός άνοιξε την πόρτα του δωματίου και πήρε λίγα χρήματα από τις
εισπράξεις του τσαγκαράδικου και βγήκε βιαστικά από το παράθυρο.
Αμέσως
πήρε το γρηγορότερο μεταφορικό μέσω και έφτασε στο κοντινότερο χωριό .
Αναζήτησε
το σπίτι του παππού του . Ξαφνικά είδε μια γνωστή γειτόνισσα του παππού του να
φοράει μαύρα ρούχα και την ακολούθησε.
Πήγαινε
προς ένα σπίτι , έτσι γρήγορα κατάλαβε ότι ήταν το σπίτι του παππού του. Έτρεξε
βιαστικά με δάκρυα να κυλάνε στα μάγουλα του και μπήκε στο σπίτι.
Πρίν λίγες
μέρες είχε πεθάνει ο παππούς του
. Πλέον δεν υπήρχε τίποτα να κάνει ο μικρός Βάνκας για να ξαναδεί το
πολυαγαπημένο του παππού, μόνο που τώρα έκανε την προσευχή του να βρει κάπου να
ζήσει.
Άρτεμις Κ.