Ένα πρωί το αφεντικό του Βάνκα τον
έστειλε να αγοράσει υλικά για το τσαγκαράδικο. Ο Κωνσταντής όπως κάθε μέρα ζητιάνευε στο δρόμο καθισμένος σε ένα παγκάκι
κρατώντας ένα ποτήρι για τα χρήματα που θα μάζευε. Καθώς ο Βάνκας έτρεχε να
προλάβει μην κλείσει το μαγαζί ανοιχτό έγινε η συνάντηση.
Κωνσταντής: Ε! Πρόσεχε λίγο έτσι όπως τρέχεις μου έριξες κάτω τα χρήματα!
Βάνκας:
Συγγνώμη πρέπει να προλάβω μην κλείσει ένα μαγαζί Γιατί αν κλείσει χάθηκα!
Κωνσταντής: Περίμενε λίγο! Κάθισε μαζί μου να μου κάνεις παρέα !Όλη την
ημέρα είμαι μόνος μου!
Βάνκας:
Σε καταλαβαίνω κι εγώ όλη την ημέρα είμαι κλεισμένος στο τσαγκαράδικο του
αφεντικού μου χωρίς κανένα φίλο. Πώς σε λένε;
Κωνσταντής: Με λένε
Κωνσταντή .Εσένα;
Βάνκας:
Βάνκα
Κωνσταντής: Γιατί είσαι μόνος σου
Βάνκα;
Βάνκας:
Οι γονείς μου έχουν πεθάνει και δουλεύω σε ένα
τσαγκαράδικο, για να μπορέσω να ζήσω. Αν και το αφεντικό μου μού
δίνει ελάχιστο φαγητό. Και τώρα αν
αργήσω και δεν προλάβω το μαγαζί πάλι θα μείνω νηστικός το βράδυ!
Κωνσταντής: Δεν έκανες καμία προσπάθεια να βρεις τους άλλους συγγενείς σου;
Βάνκας:
Έστειλα ένα γράμμα στον παππού μου στο χωριό αλλά μάταια! Κανείς δεν ενδιαφέρεται για εμένα! Εσύ, γιατί είσαι μόνος
σου μες στο δρόμο και ζητιανεύεις;
Κωνσταντής: Οι γονείς μου είναι στην Αλβανία. Τους έχουν διώξει από
εδώ. Όταν έφυγαν κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για εμένα και από εκείνη τη μέρα ζητάω
έλεος από τους ανθρώπους χωρίς καμία ανταπόκριση. Μόνο η κυρία Δέσποινα μου έδωσε λίγο φαγητό και κάποια ρούχα. Αλλά
μια μέρα με έδιωξε από το σπίτι! Εγώ φταίω όμως δεν έπρεπε να δανειστώ λεφτά χωρίς
να τη ρωτήσω! Μόλις με είδε να τα παίρνω
με πέταξε έξω από το σπίτι !
Βάνκας:
Και εγώ έχω υποστεί τις ίδιες δυσκολίες
στη ζωή μου! Όλες οι αναμνήσεις μου είναι γεμάτες βία και πόνο!
Κωνσταντής: Μπορούμε να γίνουμε φίλοι και να συναντιόμαστε εδώ κάθε
μέρα Έτσι ώστε να μην νιώθουμε μοναξιά!
Βάνκας:
Συμφωνώ! Θα συνεχίσουμε τις προσπάθειες να σωθούμε και όταν κάποιος τα καταφέρει
θα έρθει να βοηθήσει και τον άλλο! Τώρα θα πρέπει να φύγω πριν θυμώσει το αφεντικό μου! Γ εια σου Κωνσταντή!
Κωνσταντής: Γεια σου Βάνκα θα τα ξαναπούμε!
Ιωάννα Χ. Α΄5
Κάποια στιγμή ο Αλιάχιν πήρε την απόφαση να διώξει τον Βάνκα
από το τσαγκαράδικο. Ρούχα δεν του έδωσε, ούτε και τον τάισε πριν φύγει. Ο
Βάνκας τριγυρνούσε ξυπόλητος στο χιόνι, προσπαθώντας να βρει κάποιον περαστικό,
για να τον ρωτήσει μήπως γνώριζε που βρισκόταν το χωριό του. Ο τόπος έρημος,
δεν πατούσε ψυχή. Ομίχλη παντού. Μέσα σε αυτήν κατάφερε να διακρίνει μια σκιά.
Πλησίασε προς το μέρος της σκιάς για να αντικρίσει το άτομο που ίσως τον
βοηθούσε να φτάσει στο χωριό του. Έφτασε πιο κοντά και διέκρινε όλα τα
χαρακτηριστικά του! Δεν μπορούσε να ήταν αλήθεια! Θα έπρεπε να έβλεπε όνειρο!
Έτριψε τα μάτια του, μα δεν άλλαξε κάτι. Ο ξάδερφός του ζούσε στην Αλβανία,
όμως είχε γίνει θαύμα! Ο Βάνκας αγκάλιασε τον Κωσταντή. Μια ξεχασμένη μυρωδιά
τον τριγύριζε.
-Βάνκας: Μυρίζεις ό,τι μυρίζω και εγώ;
-Κων/ντής: Ναι όμως μην ανησυχείς. Αυτή η οσμή προέρχεται από τα μαλλιά μου.
-Βάνκας:
Και πώς μυρίζουν τόσο ωραία;
-Κων/ντής:
Μεγάλη ιστορία! Μια μέρα, καθώς μετρούσα την είσπραξη της ημέρας, μια
ηλικιωμένη κυρία, μου άνοιξε πρόθυμα την πόρτα του σπιτιού της, ώστε να προφυλαχτώ από την βροχή. Με τάισε με
όλα τα καλούδια και αφού μπανιαρίστηκα έπεσα για ύπνο. Τι πολυτέλειες διαθέτουν
μερικοί άνθρωποι! Αφού έμεινα τρεις-τέσσερις μέρες στο παλατάκι της κυρίας Δέσποινας
μου πρότεινε να με αναλάβει η οικογένεια του φίλου του Αντωνάκη, του εγγονού της,
που ζει στη Μόσχα. Έτσι λοιπόν μου έδωσε ένα εισιτήριο, ώστε να φτάσω εδώ και
ήρθα.
-Βάνκας: Με
τι ταξίδεψες;
-Κων/ντής:
Με αεροπλάνο. Πρώτη φορά ταξίδεψα με αυτό.
Ακολούθησε ένα λεπτό ησυχίας και
έπειτα η συζήτηση ξανάρχισε.
Κων/ντής:
Θα μου κάνεις μια χάρη;
-Βάνκας:
Ναι.
Κων/ντής:
Θα έρθεις να μείνεις μαζί μου στο καινούριο σπίτι; Μου έχεις λείψει τόσο.
Το χαμόγελο του Βάνκα σβήστηκε.
-Βάνκας:
Η αλήθεια είναι πως η Μόσχα δεν συγκρίνεται με το χωριό. Έχει πολλές
πολυτέλειες αλλά εγώ προτιμώ την απλότητα του χωριού και την φροντίδα του
παππού.
Ο Κων/ντής νευρίασε. Επί ένα
τέταρτο κοιταζόντουσαν. Δεν ξαναμίλησαν. Μόνο αγκαλιάστηκαν. Ο Βάνκας
αποχαιρέτησε τον Κων/ντή ξέροντας πως το αντίο αυτό θα ήταν οριστικό. Ο καθένας
πήρε τον δρόμο του. Και από τότε δεν συναντήθηκαν ποτέ ξανά.
Έλενα
Παππά Α΄5