Ο μικρός βιοπαλαιστής
έχοντας πλέον τελοιοποιήσει τα κόκκινα λουστρίνια ένιωσε απέραντη χαρά και
υπερηφάνια για αυτό το κατόρθωμα, καθώς ήταν απολύτως σίγουρος ότι η κόρη του
δασκάλου θα κολακευόταν και θα τον ερωτευότανε. Το μόνο που έμελλε να κάνει
είναι να της τα δώσει. Βέβαια ήταν τόσο ντροπαλός και αγχωμένος που όταν την
έβλεπε έπινε το αμίλητο νέρο.
Παρόλ’ αυτά το
επόμενο πρωί αποφάσισε να κάνει την μεγάλη κίνηση. Φτάνει στο σπίτι της και
γεμάτος αγωνία χτυπάει το κουδούνι κρατώντας το ζευγάρι με τα παπούτσια. Η ίδια
ανοίγει την πόρτα κι έντρομος της λέει:
-Aυτά τα πήρα... μάλλον τα έφτιαξα
για σένα. Μέχρι να απαντήσει η κοπέλα, η η καρδιά του χτύπαγε σαν ταμπούρλο.
-Ευχαριστώ
πολύ, είναι υπέροχα! Ψιθυρίζει βιαστικά αγχωμένη και απευθείας αρπάζει τα
παπούτσια και κλείνει την πόρτα χωρίς να του πεί άλλη κουβέντα. Για έναν
περίεργο λόγο, όμως, τα ρούχα της έδειχναν απεριποίητα.
Το αγόρι είχε μείνει
άναυδο από τη συμπεριφορά της. Ήταν αγενέστατη και απαράδεκτη. Εκείνος νόμιζε
πως έφταιγαν τα παπούτσια. Σκέφτηκε πως δεν είναι τόσο λαμπερά όσο έπερεπε για
την κόρη του δασκάλου. Έτσι όλη την εβδομάδα κόπιασε, δε κοιμόταν πολλές ώρες,
σπατάλησε όλο τον μηνιαίο μισθό για να φτιάξει ένα νέο ζευγάρι παπούτσια.
Ύστερα από εβδομάδες
ξαναεπισκέφτηκε την κοπέλα για να παραδώσει το δεύτερο ζευγάρι με τα παπούτσια.
Μόνο που αυτή τη φορά αισθανόταν υποψιασμένος ότι κάτι συμβαίνει με το κορίτσι.
Πρίν χτυπήσει το κουδούνι κρυφάκουσε για λίγα λεπτά κάποιες συζητήσεις μεταξύ
μάνας-κόρης.
-Τα πιάτα δεν τα
έπλυνες ακόμα; Πότε περιμένεις να καθαρίσεις τη κουζίνα; Απορώ πώς είσαι κόρη
μου και αν πάρεις στο επόμενο τετράμηνο χαμηλότερο βαθμό από 19 την πάτησες! Με
άκουσες ; Όχι απλά θα στις βρέξω αλλά
ξέχνα το κρεβάτι σου θα κοιμάσαι στο πάτωμα.
Ακούγοντας αυτά τα
λόγια και τα έντονα κλάματα της κοπέλας άρχιζε να γεμίζει από συναισθήματα
θλίψης και απογοήτευσης. Συνειδητοποίησε
ότι ένα «σκηνικό» που μπορεί να φαίνεται σε όλους υπέρχο, θαυμάσιο και καταπληκτικό,
πίσω απ’ αυτό να κρύβεται ένα ολοκλήρο παρασκήνιο με πίεση, κόπωση,
δυστυχία. Όλα αυτά για το συμφέρον ή την
ικανοποίηση των μεγαλυτέρων.
Αρχικά, το παιδί
δίστασε να παραδώσει τα νέα υποδήματα. Έπειτα αποφάσισε να τα αφήσει στην πίσω
πόρτα του σπιτιού με ένα σημείωμα που έγγραφε «Κουράγιο, η ζωή δεν είναι κάμπος
να διαβαίνεις, αν θέλεις βοήθεια εδώ είμαι εγώ. Νομίζω ξέρεις ποιος είμαι!».
Έφτασε στα χέρια της
κοπέλας, καθώς σκούπιζε την αυλή, το διάβασε χαμογέλασε και χάρηκε, αφού
συνειδητοποίησε πως υπάρχει ένα πρόσωπο που πραγματικά νοιάζεται για εκείνη.
Γεράσιμος
Κ.
Ο νεαρός με την κόρη
του δασκάλου δεν πήγαιναν στο ίδιο σχολείο. Το κουδούνι για το σχόλασμα του
νεαρού χτυπούσε ένα τέταρτο μετά από το κουδούνι του κοριτσιού.
Την έκτη ώρα το νεαρό
παιδί ζήτησε από την δασκάλα του να πάει στη διεύθυνση του σχολείου και να
πάρει τηλέφωνο τους γονείς του να έρθουν να τον πάρουν, διότι πόναγε πολύ η
κοιλιά του. Στην διεύθυνση του σχολείου δεν πήγε ποτέ. Έφυγε από την πίσω
πλευρά του σχολείου που υπήρχαν κάτι σπασμένα κάγκελα. Σκαρφάλωσε με όλη του
την δύναμη και κατάφερε να βγει έξω από το σχολείο χωρίς να τον δει κανείς.
Έτρεξε γρήγορα να
προλάβει το μικρό κορίτσι. Την ακολούθησε μέχρι το σπίτι της. Περίμενε όλο το
μεσημέρι και το απόγευμα μέχρι που άρχισε να σουρουπώνει. Έβγαλε από την
σχολική τσάντα του μια κολόνια και τα κόκκινα λουστρίνια. Ψεκάστηκε τόσες φορές
που άδειασε όλο το μπουκαλάκι με την κολόνια. Στην συνέχεια πήγε στον κήπο του
διπλανού σπιτιού και έκοψε ένα κατακόκκινο τριαντάφυλλο. Με το ένα χέρι στο
κουτί και με το άλλο στο κατακόκκινο τριαντάφυλλο χτύπησε το κουδούνι. (ΝΤΙΝ
ΝΤΑΝ).
Για καλή του τύχη
άνοιξε την πόρτα του σπιτιού το μικρό κορίτσι. Ο νεαρός της είπε: «αυτά είναι για σένα μικρή μου πριγκίπισσά».
Το μικρό κορίτσι πήρε το τριαντάφυλλο και το κουτί. Για ανταλλαγή του έδωσε ένα
φιλί στο μάγουλο και του είπε: «αύριο έλα
να με πάρεις εσύ από το σχολείο, καλό βράδυ» και έκλεισε τη πόρτα. Ο νεαρός
είχε γίνει σαν παντζάρι. Την επόμενη μέρα πήγε να πάρει το μικρό κορίτσι από το
σχολείο με το ίδιο κόλπο όπως χθες. Όταν αντίκρυσε ο νεαρός το μικρό κορίτσι
έγινε πάλι σαν παντζάρι.
Τέλος το μικρό
κορίτσι του ζήτησε να φάνε μαζί το μεσημεριανό τους. Και μετά ……. Άστα να πάνε
μου τελείωσε και εμένα ο αποθηκευτικός χώρος της κάμερας και δεν πρόλαβα να
τραβήξω περισσότερες λεπτομέρειες.
Εφραίμ Κ.
Το αγόρι σκεφτόταν, να της τα δώσει ή όχι τα λουστρινένια
γοβάκια; Μέχρι που αποφάσισε να της μίλησει, σήμερα που θα ερχόταν στο σπίτι
τους για να φάνε οι δύο οικογένειες μαζί. Είχε τόσα στο μυαλό του,
τόσα που η φαντασία του πλημμύριζε από χαρούμενες αλλά και στενόχωρες σκέψεις.
Ξαφνικά χτυπά το
κουδούνι: Ντιν, Νταν! (ήταν η κόρη του δασκάλου):
- Γειά σας! (απάντησε
με όλο χαρά ο νεαρός).
-Τι θέλεις; (τον κοίταξε με οίκτο, η κόρη του δασκάλου).
-Εμμμμ...(ο νεαρός την κοίταξε κι αμέσως ένιωσε ότι αυτή ήταν
το ένα λαμπερό αστέρι που του φώτιζε το δρόμο μέσα στην νύχτα και
άλλα πολλά που κόντευε να ξεχάσει το όνομά του).
-Μου σπαταλάς το χρόνο
μου, υπηρέτη, περιμένω ένα αγόρι.
- Ορίστε , συγνώμη που σας εμποδίζω να περάσετε. ( Έτσι
απαντά, και δίνει το κουτί με τα λουστρινένια κόκκινα γοβάκια στην κοπέλα και
φεύγει για το δωμάτιό του).
Αμέσως ένιωσε θλίψη να το κυριεύει και ξαφνιακά όλα τα
αστέρια του ουρανού και τα πολύχρωμα λουλούδια να χάνονται από τα μάτια του.
Δεν ήξερε τι να πει, πως να αντιδράσει.
Μετά από το περιστατικό αυτό η κοπέλα ανοίγει το κουτί.
Βλέπει τα γοβάκια και δεν μιλά , τα έκρυψε και κατάλαβε πως αυτός ήταν ο νεαρός
που τον έβλεπε μερικές φορές στο τσαγκαράδικο.Ύστερα σώπασε, δεν είπε σε
κανέναν τίποτα. Κράτησε τα γοβάκια για τον εαυτό της και κάθησε να φάει με τα
υπόλοιπα άτομα. Ως τότε το αγόρι έμεινε στο κρεβάτι του χωρίς να
μιλήσει σε κανέναν και χωρίς να φαει τίποτα.
Άρτεμις
Κ.